Στάθη Δάρα, παιδιάτρου
Η σχέση άρρωστου-γιατρού άλλαξε πολύ τα τελευταία 50 χρόνια, ιδίως στην επαρχία. Αφορμή θα έλεγα πως είναι κυρίως η δημιουργία των αγροτικών ιατρείων. Έπαψε για πολλούς η σχέση που υπήρχε πριν, μεταξύ αρρώστου και γιατρού (πλερωτικού).
Η επίσκεψη στο γιατρό ή του γιατρού στο σπίτι του αρρώστου, παλιότερα, γινόταν έπειτα από πολύ περίσκεψη και αφού βάραινε ο άρρωστος. Και τούτο γινόταν κυρίως τη νύχτα για καθαρώς βιολογικούς λόγους, αλλά και με τη σκέψη «πως θα βγει η νύχτα;». Πολλές φορές, όταν καλούσαν το γιατρό σε άλλο χωριό από εκείνο που ήταν η έδρα του, τον γύριζαν πίσω από το δρόμο, είτε γιατί ο άρρωστος "γύρισε καλύτερα", είτε γιατί πέθανε. Η απόφαση για κάλεσμα γιατρού στο σπίτι γινόταν έπειτα από 3, 4, 5 ημέρες και αφού είχαν δώσει όλα τα γιατροσόφια και δεν είχαν δει αποτέλεσμα. Ένας άλλος λόγος που καθυστερούσαν να καλέσουν το γιατρό ήταν η «επίσκεψη» που ήταν πανάκριβη -είτε μέρα είτε νύχτα- σχεδόν απαγορευτική για την εποχή εκείνη.
Την επίσκεψη του γιατρού στο σπίτι τη μάθαινε όλο το χωριό, γιατί ήταν ένα γεγονός σπουδαίο. Κουβέντες όπως: «Ποιος είναι άρρωστος»; «είναι βαριά»; «τι είπε ο γιατρός;» κλπ κυκλοφορούσαν ταχύτατα στο χωριό. Αρκετοί χωριάτες μάλιστα μαζεύονταν στο σπίτι του αρρώστου όχι μόνο για να μάθουν γρήγορα τα νέα για την υγεία του αλλά και να πάρουν καμία πληροφορία και για τη δική τους αρρώστια (γιατρέ μου έχω μια ζαλάδα, έχω ένα σφάχτη εδώ, έχω μια λιγούρα κλπ), αφού όλο και κάτι είχε καθένας για να ρωτήσει το γιατρό.
Αφορμή για να θυμηθώ όλα αυτά ήταν μια επίσκεψη το καλοκαίρι του 1963 στην Αετοράχη. Ήταν Αύγουστος μήνας, λίγο πριν της Παναγίας και έμενα στο σπίτι του μπάρμπα μου του Γιώκου, γιατί επισκευάζαμε το δικό μας. Γύρω στις 2 (το μεσημέρι) άκουσα κάτι κουδούνια (ανοιχτές οι πόρτες λόγω καλοκαιριού) και τη φωνή του Νίκου Ντάρα δίπλα να ρωτάει:
-Τι είστε εσείς; Τι θέλετε;
-Το γιατρό θέλουμε που κοιμάται δίπλα.
Είμαστε από την Αετοράχη και θέλουμε να εξετάσει έναν άρρωστο. Θα έρθει;
-Δεν ξέρω αν μπορεί τέτοια ώρα, απάντησε ο Νίκο-Ντάρας.
Άκουσα και εγώ όλη αυτή τη συζήτηση και βγήκα στο μπαλκόνι. Θαρθώ αλλά όχι με τα μουλάρια, τους λέω. Θα πάω γύρω-γύρω από τα Λαγκάδια με το δικό μου αυτοκίνητο. Ας έρθει ο ένας μαζί μου και ο άλλος ας γυρίσει πίσω. Κάναμε 2 ώρες μέχρι το χωριό, απόσταση περίπου 55 χιλιόμετρα. Χωματόδρομος ο δικός μας, χωματόδρομος και ο δικός τους, φρεσκοφτιαγμένος όμως από το Σταυροδρόμι. Φτάσαμε στο σπίτι του Λαμπροθοδωρή (Θ. Λαμπρόπουλου), που ήταν αρκετοί χωριάτες μαζεμένοι. Λίγο πριν είχε φτάσει και ο αγωγιάτης με τα δύο μουλάρια.
Ο Λαμπροθοδωρής ήταν ένας «γέρος» 55-60 χρονών, που είχε πυρετό με βήχα 3-4 ημέρες. Ήταν φανερό πως είχε πνευμονία. Του έδωσα αντιβιοτικά που είχα στην τσάντα μου και τις ανάλογες οδηγίες. Τον ενθάρρυνα πως σίγουρα θα γίνει καλά.
Τότε κάνει μια κίνηση και βγάζει κάτω από μια προσκεφαλάδα 1500 δραχμές. Αυτά είναι δικά σου, μου λέει. Τόσα θάπαιρνε ο Μπράμος ή ο Κοκκίνης.Έμεινα έκπληκτος για το ύψος της αμοιβής, που έκανε απαγορευτική την επίσκεψη γιατρού. Τότε δεν υπήρχαν συντάξεις και το κομπόδεμα ήταν μαζεμένο από πολύ καιρό για μια «κακή στιγμή». Με το ζόρι πήρα τα μισά και είχα τύψεις σκεπτόμενος με πόση δυσκολία μάζεψε ο Λαμπροθοδωρής αυτό το ποσό.
Ο γιατρός εκείνη την εποχή ήταν καταξιωμένος στη συνείδηση του κόσμου (τόπε ο γιατρός!, το διέταξε ο γιατρός!).
Σήμερα, με την πληθώρα των γιατρών και την οικονομική άνεση, υπάρχει κάποια απαξίωση.