Ι. Στ. Βέργου (Γορτύνιου)
Τον τρανό ήθελε να επισκεφτεί ο Αποστόλης.
Από το χωριό να ξεκινήσει για την μεγάλη χώρα, την ξακουσμένη πόλη, την Αθήνα!.
Εξυπηρέτηση μεγάλη να ζητήσει.
Εκεί από τον τρανό να πάρει υπόσχεση, να του κάνει το θέλημα που θέλει.
Ολημερίς και ολονυχτίς σκεφτόταν το πώς να πάει, πώς να του το ειπεί και πώς να του το ζητήσει, το θέλημα, το ρουσφέτι;
Είχε ακούσει και το θυμήθηκε αυτό που λέγανε οι παλιοί, οι τρανότεροι, οι μυαλωμένοι, πως πρώτα, πρώτα πρέπει να πηγαίνει, να έχει φτάσει, στον τρανό το πεσκέσι και μετά το θέλημα να γυρέψει…
Αυτά τα λόγια, τα σκέφτηκε, τα δούλεψε καλά στο μυαλό του, τα βρήκε καλά, τα βρήκε σοφά, τα βρήκε λογικά και βολικά για την περίστασή του.
Πρώτα- πρώτα από όλα, το πεσκέσι πρέπει να ετοιμάσει.
Το σακί με το περιεχόμενο
Γυρεύει από την κυρά του ένα καθαρό, πλυμένο, μεγάλο σακί, εκείνη αμέσως με το χαμόγελο του το δίνει. Με μεγάλη χαρά πιάνει το σακί και αμέσως αρχίζει να το γεμίζει.
Βάζει μέσα από κάτω πατάτες, από πάνω βάζει μια πλεξούδα κρεμμύδια με τα τσόφλια, αντάμα μία από σκόρδα, από κοντά βάζει καμιά δεκαριά αραποσίτια με τα πούσια, για μπούγιο, και από πάνω από αυτά πιάνει και το γεμίζει καλά, με διαλεχτά καρύδια.
Ανάμεσά τους χώνει τις δύο, καλές χωριάτικες μυζήθρες.
Ενθύμηση είπε μεγάλη να είναι η νοστιμάδα τους, όταν αρταίνει ο τρανός τον κόκορα με την μακαρονάδα, την κότα με τις χυλοπίτες. Το θέλημα που θέλω να είναι κάθε ημέρα, κάθε τόσο, κάθε στιγμή, με αυτά στην θύμηση του, καθόλου να μη ξεχνιέται.
Το ράβει το σακί, στο άνοιγμα με την χοντρή βελόνα, με την κλωνά, το νήμα από το στρίμμα, σάϊκα, καλά, πολύ καλά να είναι κλεισμένο, καλά κουμανταρισμένο, νοικοκυρεμένο.
Το πιάνει το σακί στα χέρια του και το σηκώνει.
Του φάνηκε βαρύ.
Μονολογεί και λέει:
Βαρύ είναι το σακί, όμως βαριά και η εξυπηρέτηση, το θέλημα που θέλω να ζητήσω…
Αν θα μου γίνει η χάρη, ας πάνε ούλα, τούτα, χαλάλι!...
Αυτά και άλλα τόσα!...
Αρκεί να έρθει το παιδί, ποιο κοντά, που υπηρετεί στρατιώτης στα σύνορα, Δίκαια, Τριεθνές, Έβρο, Στρυμόνα, Φλώρινα, Βέβη και Πρέσπες, κοντά δυόμισι χρόνια τώρα και άδεια από εκεί δεν έχει πάρει καθόλου, για να έρθει να το ιδούμε.
Κοντεύουνε τα αδέλφια του να το ξεχάσουν πως είναι;…
Αραιά και που, στέλνει το γράμμα με φωτογραφία.
Αφήνει κάτω το σακί, ακούει μέσα του να φρατσαλάνε τα κρεμμύδια, αλλιώς να ακούγονται τα πούσια από το αραποσίτι και το καλό το άκουσμα το είχανε, το κάνανε τα καρύδια.
Βγάζει από τα στήθη του αναστεναγμό μεγάλο…
Σκέφτηκε και από μόνος του είπε: Ο τρανός σαν, όταν το σακί το πιάσει, αν δεν θυμηθεί τον έναν ήχο, την μία φωνή, τον άλλον ήχο, την άλλη φωνή θα ακούσει, από τα καρύδια, που θα του λέει το θεληματάκι, το θεληματάκι, που είναι και περνάει από το χέρι σου να το κάνεις…
Και αυτή η μυρουδιά της καυτής μυζήθρας που την βάζεις;
Την μύτη του συνέχεια θα του την γαργαλάει…
Τι άλλο πια, να θέλει ο τρανός να του κάνω, για να του γίνεται η ευχαρίστηση όλο και πιο μεγάλη; Αυτό που θέλω εγώ για να μου κάνει;...
Αυτά και άλλα συλλογιζότανε.
Ξαφνιάστηκε, κουνάει το κεφάλι, κάτι θυμήθηκε, με δυνατή βραχνή φωνή την κυρά του φωνάζει.
-Μέλπω-Μέλπω, τον κατάδικο!
Ξέχασα- ξέχασα, θυμήσου και εσύ κάτι…
Τον κατάδικο, τον κατάδικο, φέρε εδώ τον κατάδικο, τον καταδικασμένο, τον ξέχασα να τον βάλω μέσα και αυτόν, να του το στείλω…
Έτσι είναι, είναι αμαρτία εγώ από τον καλό κατάδικο να δοκιμάσω!...
Όλο δώσε, δώσε, συνέχεια κάθε φορά, δεν μένει τίποτα…
Θα έχει μείνει και για μένα καμιά σκόρτσα;… Καλή είναι και αυτή…
Η κυρά Μέλπω βαριεστημένη, που θα της λειπάσει, θα της λείψει ο κατάδικος, του πηγαίνει το κουτί με τον κατάδικο και κάμποσα αυγά.
Αφέντη μου, λέει στον άντρα της:
-Αν πιάσουνε τόπο, και έρθει ο Κωνσταντής μας ποιο κοντά και του δώσει καμιά άδεια και μας βοηθήσει στις δουλειές και σπείρουμε φέτος ούλα τα χωράφια, πάλι καλά, αν όχι, αυτός θα τρώει τα καλά και εμείς θα βαρούμε τον ταμπουρά
Σέρνει ο Αποστόλης αμίλητος, από το ζουνάρι του το κοφτερό μαχαίρι και με μια κίνηση την ραφή την κόβει από το σακί.
Το ανοίγει.
Βάζει μέσα τον κατάδικο με τα αυγά και πάλι το ξανακλείνει.
Κουνάει τα χέρια του και λέει:
-Καγεννά να φτιάξει ο τρανός, να ευφρανθεί η καρδιά του!...
-Αν και με αυτό δεν συγκινηθεί, τι άλλο πια να κάνω;…
-Έτσι θα το έχει η μοίρα μας, θα το έχει το ριζικό μας…
Τι γύρευα εγώ στην Κορέα;
-Ο παππούς του, πέντε φορές τον πήρανε φαντάρο, δύο βλήματα είχε το πνευμόνι και όλο ξερόβηχε. Τριάμισι χρόνια έκανα εγώ στο στρατό, έφτασα μέχρι την Κορέα!...
-Τι γύρευα εγώ εκεί πέρα, που με στείλανε και επήγα;
-Για ποια πατρίδα έψαχνα και τι υπερασπιζόμουνα εγώ εκεί πέρα;…
-Εγώ ήμουνα τυχερός και γύρισα… Τους άλλους, τα άλλα παιδιά με το αραιό μουστακάκι, που εκεί τους αφήσαμε, ποια πατρίδα αυτά φυλάνε;
-Ανάθεμα- ανάθεμα!... Για τα καπρίτσια, τα νιτερέσα και τα συμφέροντα των πολύ τρανών, χάσανε τα νιάτα τους, χάσανε την λεβεντιά τους… και περιμένουν , περιμένουν, ακόμα οι δικοί τους…
-Τότε, αν και με αυτά δεν γίνει τίποτα, ο Κωνσταντής να έρθει πιο κοντά, θα είναι νόμος, κανόνας, κατάρα, μόνο οι φτωχοί να έχουνε πατρίδα και πρέπει αυτοί μόνο να την υποστηρίζουν και να την υπερασπίζονται, μέχρι τελευταίας ρανίδας, για να καλοπερνάνε οι μεγάλοι…
-Αλλά να ιδούμε, μπορεί με αυτά, κάτι να γίνει να τον φέρει πιο κοντά και πάρει και ο Κωνσταντής μου καμιά άδεια και σπείρουμε φέτος ούλα τα χωράφια… Να γίνει σιτάρι, περισσότερο, ψωμί, τα παιδιά μου, τα αδέρφια του να φάνε.
Πάμε για τον τρανό στην πόλη
Ετοιμάστηκε.
Όταν ξημέρωσε παίρνει το σακί στο ώμο, και το ανεβάζει να πάρει το λεωφορείο, για την χώρα το πεσκέσι να φέρει ο ίδιος στον τρανό.
Το έφερε.
Πριν χτυπήσει την πόρτα και ανοίξει διαλογιζόταν, τι θα του ειπεί και πως θα του το ζητήσει;
Και απεφάσισε να του ειπεί, πως αυτά, είναι τα χαιρετίσματα, φιλέματα, από την μάνα του, για την μάνα του, για να της τα δώσει και αυτός, ο ίδιος, αν θέλει ,αν μπορεί, και του περνάει από το χέρι του και θυμηθεί τον Κωσταντή του να φέρει ποιο κοντά…
Παίρνει το θάρρος και χτυπά και η πόρτα ανοίγει.
Ανεβαίνει από τις σκάλες με το σακί στον ώμο στον τρίτο όροφο, φτάνει λαχανιασμένος.
Βρίσκει, είδε την πόρτα μισάνοιχτη, την ανοίγει και μπαίνει μέσα, με το σακί στον ώμο.
Βρήκε εκεί και άλλους να περιμένουν.
Υπήρχε μια καρέκλα αδειανή, πηγαίνει να καθίσει και κατεβάζει από τον ώμο το σακί το βάζει ανάμεσα στα δύο του πόδια και παίρνει βαθιές ανάσες.
Σε λίγο ανοίγει η πόρτα του τρανού, στην πόρτα ο ίδιος ξαναφαίνει και ρίχνει μια ματιά σε όλους που περιμένουν.
Βλέπει τον Αποστόλη.
Η όψη του τρανού άλλαξε, ξαφνιάστηκε, όπως τον είδε με το σακί το γεμάτο παρά πόδας.
Αμέσως του φώναξε με αυστηρή φωνή και ύφος, σαν να τον μαλώνει.
Και εσύ Αποστόλη πως έτσι από εδώ, ποιος εδώ σε έστειλε και τι γυρεύεις;
Ο Αποστόλης αμέσως πετάγεται επάνω με υπόκλιση τον χαιρετάει και αμέσως του λέει:
Τίποτα δεν γυρεύω!...
Το είπε τόσο δυνατά, που τα ακούσανε, όλοι οι άλλοι…
Αλλάξανε τα μούτρα του τρανού, σαν άκουσε πως τίποτα δεν γυρεύει, και αμέσως ο Αποστόλης συνεχίζει:
Η μάνα μου στη μάνα σου στέλνει φιλέματα.
-Η μάνα μου, στην μάνα σου, στέλνει από το χωριό της, αυτά τα λίγα φιλέματα, και αν θέλεις της τα δίνεις. Εγώ της μάνας μου, για την μάνα σου, που ήσαν φιλενάδες, εντολές εκτελώ, και στην μάνα μου να της το αρνηθώ, δεν μπορούσα, το χατίρι να της χαλάσω, την εντολή να παραβώ.
-Η εντολή εκτελέστηκε!...
-Εσύ, από εδώ και πέρα, ότι θέλεις κάνε.
Σηκώνει το σακί και του το ακουμπάει στην πόρτα, ακούστηκαν τα καρύδια και συνεχίζει με σιγανή φωνή να του λέει:
-Άμα θέλεις και μπορείς τον Κωσταντή μου, τον Κωσταντή μου, που είναι τώρα, τριάντα μήνες στα σύνορα, πιο κοντά τώρα τον φέρεις.
Γεια σου του λέει, γυρίζει για να φύγει.
-Αποστόλη… Αποστόλη… Βάλτο τώρα αυτό εκεί στην γωνία, και χαιρετίσματα στην μάνα σου, γεια σου.
Γύρισε και έκλεισε ο τρανός την πόρτα.
Όλοι οι άλλοι που περίμεναν, ο καθένας για λογαριασμό του, με κομμένη την ανάσα, κοίταζε ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί έριξαν την ματιά τους με συμπόνια, στον ταλαίπωρο τον Αποστόλη.
Ο Αποστόλης με σκυμμένο το κεφάλι, έβαλε το σακί στην γωνία είπε γεια σας σε όλους και έφυγε πιο συλλογισμένος, πιο απογοητευμένος, από ότι ήταν και από ότι, όταν ήρθε.
Στις σκάλες που κατέβαινε έκανε το σταυρό του.
-Βοήθα και εσύ Παναγιά μου τώρα, εγώ από όσο μπόρεσα τα κούνησα τα χέρια μου, δεν μου κόβει πιότερο το ξερό μου, κάτι άλλο παραπάνω να κάνω.
-Αυτός άμα θέλει μια κουβέντα, μια διαταγή δύο λέξεις μια υπογραφή του άμα γράψει και βάλει, η δουλειά, η σωτηρία, για μένα ήρθε, έγινε.
-Πόσο να κάνει πια η μελάνη της πένας του, που θα στάξει;
-Δυο λέξεις για να τις γράψει;
-Και την γραφή να υπογράψει;
Ο τρανός κάθε τόσο που έβγαινε στο σαλονάκι, έβλεπε το σακί εκεί στην άκρη, τα φιλέματα για την μάνα του, από την φιλενάδα της, την μάνα του Αποστόλη και όλο θυμότανε τα σιγανά, τα λόγια του Αποστόλη:
-Και άμα θέλεις και μπορείς, τον Κωσταντή μου, που τριάντα μήνες είναι στα σύνορα, φέρε τον πιο κοντά, να πάρει καμιά άδεια να σπείρουμε τα χωράφια, να φάνε τα παιδιά, τα αδέρφια του ψωμί.
Ο τρανός σηκώνει το τηλέφωνο.
Από την πολύ την θύμηση που του έκανε το σακί εκεί στην γωνία, πιάνει, σηκώνει ο τρανός το τηλέφωνο και παίρνει γραμμή αμέσως για το γενικό επιτελείο στρατού.
-Μια φωνή από απέναντι, από την άλλη άκρη αναφέρεται στρατιωτικά και στο τέλος λέει, διατάξτε… Ο τρανός τους λέει:
-Δεν μου λέτε ρε εσείς, εκείνος ο στρατιώτης, που όπως έμαθα δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, έχει τριάντα μήνες στα σύνορα, χωρίς να πάρει άδεια, τώρα με το φιλότιμο του οπωσδήποτε, θα είναι δεκανέας. Λέγετε Σ…. Κωνσταντής του Αποστόλου, αν αυτά αληθεύουνε, πάραυτα να του δώσετε τους βαθμούς να τον κάνετε λοχία και αμέσως θα τον στείλετε για εκπαιδευτή στο στρατόπεδο της Τρίπολης, καλά αυτός τα σύνορα υπηρέτησε, μακάρι από τόσο να υπηρετούν στις κορυφογραμμές και όλοι οι άλλοι.
Αυτό θεωρείται διαταγή, με άμεση ενημέρωσή μου.
Την άλλη ημέρα στην αναφορά του τάγματος ο διοικητής απονέμει στο δεκανέα Κωσταντή για την προσφορά του στο στράτευμα και το βαθμό του λοχία, με την εντολή να αλλάξει την παλιά στολή με καινούργια με τα διακριτικά της και καινούργια άρβυλα να πάρει, που τα δικά του ήσαν λιωμένα.
Ο Κωνσταντής απόρησε πως αυτά τώρα συμβαίνουν;
Εγώ μέχρι τώρα τέσσερις φορές έχω βγει αναφορά για αντικατάσταση αρβύλων και ήταν και χειμώνας… και άρβυλα πουθενά. Και τώρα που είναι καλοκαίρι άρβυλα;…
Πως έγινε και τούτο;
Για που να με ετοιμάζουν;
Για Κύπρο; Ή για αλλού;
Αλλά όπου να είναι, ας είναι… για την Πατρίδα θα είναι… Ας είναι…
Ο Θεός και η Παναγιά μαζί μας…
Ο Κωσταντής λοχίας και με το φύλο πορείας στο χέρι
Επήρε ο Κωνσταντής την καινούργια στολή με τα τρία γαλόνια του λοχία και τις καινούργιες αρβύλες και όλοι οι φαντάροι το χάρηκαν, περισσότερο όχι για τα γαλόνια, άλλα, για τις αρβύλες, που θα κρυφτούνε τα δάκτυλα του Κωσταντή, δεν θα τα τρυπάνε πια τα αγκάθια…
Την άλλη ημέρα ο Κωσταντής ανέλαβε καθήκοντα επιλοχία, ήταν όπως λέγανε η μάνα του λόχου, αλλά για τον Κωσταντή λέγανε τώρα δεν θα είναι μόνο η μάνα, ο λόχος θα έχει και πατέρα, όλα θα τα φροντίζει. Το φαγητό του λόχου θα είναι μπόλικο, καλύτερο.
Ο Κωσταντής ήτανε καλός αγαπητός σε όλους τους φαντάρους, τους αδύνατους φαντάρους προστάτευε, τους βοηθούσε. Όλους τους αγάπαγε, όλοι τον αγαπούσαν, και από την πρώτη ημέρα, εξυψώθηκε το φρόνημα, το ηθικό του λόχου.
Όλες οι διαταγές και υπηρεσίες εκτελούντο με κέφι και χαρά.
Όμως το καλό και η χαρά κράτησε λίγο, πολύ λίγο μόνο, τρεις ημέρες!...
Ο διοικητής του λόχου κάλεσε τον λοχία Κωσταντή αμέσως, τα όσα, του λόχου έχει χρεωθεί, αμέσως να τα παραδώσει, ατομικά όπλα και παλάσκες, να παραδώσει και το οπλοπολυβόλο με όλα τα πυρομαχικά του και να ετοιμάσει τον γελιό του και όλα τα ατομικά χρειαζούμενα, ξηρά τροφή να πάρει για παραπάνω από τρεις ημέρες, γιατί ήρθε σήμα από το ΓΕΣ που διατάσσει να πάρει φύλο πορείας.
Για πού;
Ο φάκελος γράφει απόρρητος και αύριο που θα φύγει θα ανοιχθεί και για το που θα πάει, θα μάθει. Στενοχώρια, κατάθλιψη έπεσε στον λόχο. Κανένας δεν ήθελε ο φίλος τους, ο Κωνσταντής να φύγει, μα ούτε και ο Κωσταντής, είχε πια συνηθίσει.
Αλλά, η διαταγή, είναι διαταγή, πρέπει να εκτελεστεί και αναβολή, κουβέντες, άλλες δεν παίρνει και δεν πρέπει.
Από βραδιού στον θάλαμο τους χαιρέτησε όλους τους φαντάρους φιλικά και το πρωί στην αναφορά στρατιωτικά τους άνδρες του λόχου χαιρετά και με αναφορά τον λόχο σε ανώτερό του παραδίνει.
Από τον διοικητή πήρε το φάκελο και κατά την διαταγή, τον ανοίγει και βλέπει και διαβάζει. Εμπιστευτικό- Απόρρητο.
Το φύλο πορείας δεν ήταν για αλλού, όπως φοβόταν, αλλά για το κέντρο εκπαιδεύσεως της Τρίπολης και όριζε ημερομηνία παρουσίασης μετά από τριάντα πέντε ημέρες.
Απόρησε, πως έγιναν όλα αυτά με της μιας;…
Αρβύλες, γαλόνια και στην Τρίπολη μετάθεση;
Στο χωριό με τις καινούριες αρβύλες και τα γαλόνια.
Επήγε στο χωριό του είδε και τον είδαν τα αδέρφια, οι γονείς και όλοι οι συγγενείς του.
Τον είδε η νόνα του, η γιαγιά του, τον αγκάλιασε, σκύβει ο Κωνσταντής και της φιλάει το χέρι.
Η γιαγιά σηκώνει το τσεμπέρι της καλύτερα για να τον βλέπει.
Κοιτάζει τον εγγονό της τον Κωνσταντή από την κορφή στα πόδια.
Δεν τον χορταίνει…
Κοντά τρία χρόνια είχε να τον ειδεί…
Τον στείλανε στο στρατό παιδί, με αραιό μουστάκι και τώρα τον βλέπει άντρα, γεροδεμένο και με παχύ μαύρο μουστάκι!...
-Όπως σε βλέπω τώρα Κωνσταντή, είσαι όμοιος, ο ίδιος ο παππούς σου.
-Έτσι ήτανε και αυτός όμορφος, στα νιάτα του, λεβέντης...
-Αυτά που έχεις εκεί στο μανίκι τι είναι;
-Τα γαλόνια γιαγιά, τα γαλόνια.
-Ααα τα γαλόνια!…
-Τέτοια είχε και ο παππούς σου, μα αυτός είχε ένα και ήταν κάτω στο μανίκι και εσύ έχεις τρία και τα έχεις βάλει ψηλά. Ψηλά,ψηλά στο μπράτσο!...
-Όπως φαίνεται, εσύ θα είσαι ανώτερος από αυτόν νε τον παππού σου, τον πέρασες στην αξιοσύνη και στα αξιώματα.
-Αλλά στην ομορφιά και στην λεβεντιά,ο ίδιος.
-Αυτός ο παππού σου όπως μου έλεγε, διάταζε δέκα και ότι ήθελε τους έκανε…
-Εσύ πόσους διατάζεις και ότι τους ειπείς αυτοί το κάνουν και ότι θέλεις τους κάνεις;
-Καμιά τριανταριά γιαγιά, τώρα θα διατάζω.
-Αααα… τριάντα, το τριάντα είναι περισσότεροι και πολλοί περισσότεροι από το δέκα.
Αρχίζει να μετράει με τα δάκτυλα της.
-Και σε ακούνε όλοι αυτοί Κωνσταντή;
-Ναι με ακούνε…
-Πόσο;
-Πολύ….
-Πόσο πολύ;…
-Όταν υπάρχει κίνδυνος, του εχθρού, τόσο πολύ τις διαταγές μου τις ακούνε, μέχρι για την Πατρίδα να σκοτωθούνε.
-Ίδιος ο παππούς σου!… Έτσι μου έλεγε και αυτός, για την Πατρίδα να σκοτωθούμε… Μα τότε ήταν όλο πόλεμος και πόλεμοι, ήσαντε συνέχεια σε μάχη, δεν είχε τράτο να τους κάνει και τίποτα άλλο… Τώρα ο Θεός να φυλάξει δεν έχουμε τέτοια.
-Τώρα όλοι αυτοί, οι τριάντα άνθρωποι, τι κάνουν;
-Γυμνάζονται… Γυμνάζονται γιαγιά, γυμνάζονται..
-Όλη την ημέρα;
-Όχι και όλη μέρα.
-Πόση ημέρα;
-Μία ώρα, το πολύ δύο.
-Την άλλη μέρα τι κάνουν;
-Κάνουν καμιά αγγαρεία και κάθονται….
-Κάθονται;… Κάθονται θεριακομένοι άντρες;..
-Εεεε… Την νύχτα μια φορά την βδομάδα φυλάνε δύο ώρες σκοπιά.
-Και στην Τρίπολη έτσι κάνουνε;
-Ναι γιαγιά έτσι κάνουνε…
-Και καλά στα σύνορα ας πούμε πως εκεί είναι ο οχτρός, στην Τρίπολη στην μέση, ποιος είναι ο οχτρός;…
-Τεμπελιάζουν, τεμπελιάζουν!...
-Δεν είναι προκοπή αυτή!...
-Δεν μου τους φέρνεις εδώ καμιά δεκαριά ημέρες να δουλέψουνε και εγώ μαζί με δαύτους να φτιάξουμε να ξεχερσώσουμε ένα κομμάτι στο λάζο στον Αρτοζίνο; Εκεί θα είναι χρήσιμοι να ιδούνε όλοι πόσο χωράφι φτιάχνω εγώ με αυτούς και τι χρήσιμη δουλειά θα κάνουν. Και από καλοπέραση, κάθε μέρα κόκορα με χυλοπίτες και το βράδυ τηγανίδες και από κρασί, όσο θέλουνε, να αδειάσουν το βαγένι.
-Διέταξε εσύ Κωνσταντή για να ερθούνε, και άμα θέλουνε και παντρειά θα τους βρω και νιφάδες, αρκεί το χωράφι να ανοίξουμε, να κάνει η γη σιτάρι.
Ο Κωνσταντής δεν της απολογήθηκε έσκυψε το κεφάλι.
Η γιαγιά είχε δίκιο, μα οι άλλοι οι τρανοί αλλιώς τα βλέπουν, κατά τα συμφέροντά τους… Και άφησε ο λοχίας ο Κωσταντής την γιαγιά του να περιμένει μέχρι που πέθανε και πήγε με το παράπονο, με το μαράζι.
Ο θεός και ο χαμο-θεός
Ο Κωσταντής σαν πληροφορήθηκε, πως έγιναν τόσα καλά, τόσο γρήγορα, αναρωτιόταν και έλεγε:
-Έχεις Θεό;
-Έχω…
-Έχεις χαμοθεό;
-Δεν έχω…
-Τότε δεν έχεις ούτε και Θεό… να σε βοηθάει…
-Έχεις χαμοθεό;
-Έχω..
-Τότε έχεις και Θεό και πολλούς Αγίους όλοι να σε βοηθάνε, να σου δίνουνε καινούργια άρβυλα στο στρατό, λοχία αμέσως να σε κάνουνε και στην Τρίπολη, εκπαιδευτή να σε πάνε!...
-Να τι κάνει ο χαμοθεός!... Αυτά και άλλα …. Και τον κακοζάκανο όχι μόνο λοχία, αλλά αξιωματικό, με πλάκα τα αστέρια τον κάνει και τον άξιο τον περιφρονάει..
Αλλά όλα αυτά είναι ανθρώπινα, προσωρινά, καλά είναι μόνον, όταν διορθώνουν αδικίες!...
Αυτά τα λόγια έλεγε ο Αποστόλης και ο λοχίας ο Κωσταντής.
Ηθελημένα κακό μη κάνετε σε άνθρωπο, προσευχή να κάνετε στον Θεό στις υπέρτερες δυνάμεις. Αυτές αργά, ή γρήγορα, βοήθεια θα μας στείλουν.
Όμως ο Λάζος δεν ξεχερσώθηκε, χωράφι χρήσιμο να γίνει.
Περιμένει!…. Εκεί… και ακόμα περιμένει… Να δουλευτεί!...
Για να ανοίξει η Γη τα σωθικά της, να δώσει στον κόσμο απλόχερα τα προφαντά της…
.
(ΧΙΜ)