΄Ηταν απομεσήμερο όταν ένα τσοπανόπουλο, τρέχοντας από την Κάπελη με καταματωμένα τα πόδια του από τον κακοτράχαλο δρόμο, έφερε το μαντάτο στη Λακαθάνιζα, στου Μήτσιου του Θοδωρόπουλου το σπίτι. -Το μπάρμπα Μήτσο τον πλάκωσε το κουντέλι και είναι βαριά λαβωμένος.
Έσκιζε τα μαγουλά της η Μήτσιαινα. Τρέχοντας για την Κάπελη, χωρίς να δει πόσοι την ακολουθούσαν, κλαίγοντας και μονολογώντας ασυνάρτητες πολλές φορές λέξεις, έλεγε σε όποιον έβλεπε από μακριά στα χωράφια:
-Τρέχτε χριστιανοί! Το Μήτσιο τον πλάκωσε το κουντέλι!
Ο μπάρμπα-Μήτσιος ο Κωνσταντόπουλος έσκιζε ξύλα στο χωριό και έβγαζε "πλακώματα" για κουφώματα, κορφιάδες και μαχιάδες για σκεπές. Έκανε και αυτή τη δουλειά για να αναθρέψει τη φαμελιά του. Μια θράκα παιδιά. Είχε βοηθό του το μεγαλύτερο παιδί του το Θοδωρή.
Σε όλο το δρόμο η Μήτσιαινα έκανε το σταυρό της να ζει ο άντρας της και αυτή θα' κανε ό,τι μπορούσε για να τον κάνει καλά. Σαν φτάσανε στο τόπο που σκίζανε τα ξύλα και είδε τον άντρα της ξαπλωμένο και το γιο της από δίπλα να κοπανιέται κλαίγοντας, τη ζώσανε τα φίδια. Έπεσε πάνω στον άτυχο καταματωμένο άντρα της κλαίγοντας και φωνάζοντας το όνομά του.
Έφτασαν στον τόπο και οι γείτονες, συγγενείς και άλλοι πατριώτες. Μια χούφτα άνθρωποι ήταν το χωριό μας τότε, πριν από 90 χρόνια. Ένας γεροντότερος έσκυψε να βρει το σφιγμό του άτυχου μπαρμπα-Μήτσιου και είπε να κάνουν ησυχία για να δει αν ο άνθρωπος ήταν ζωντανός.
-Έσβησε...,
μονολόγησε κι ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του. Κραυγή και κοπετός από την άτυχη Μήτσιαινα που κοπάναγε με τα χέρια της τα γόνατά της όπως ήταν σκυμμένη δίπλα στο άψυχο αλλά ζεστό ακόμα κορμί του άντρα της. Τον οδηρμό της ακολούθησε ένας μακρόσυρτος θρήνος από τις γυναίκες που προσέτρεξαν και βρισκόντουσαν στον τόπο του θανάτου. Οι άντρες μάζεψαν μερικά από τα σκισμένα ξύλα και έφτιαξαν ένα ξυλοκρέβατο. Στερέωσαν με τριχιές τα πέταβρα και βάλανε πάνω τον άτυχο νεκρό, δέσανε το άψυχο κορμί πάνω στο ξυλοκρέβατο και το πήρανε στον ώμο τους.
Μπροστά οι άντρες με το νεκρό και πίσω η χαροκαμένη Μήτσιαινα που την κράταγε ο γιος της ο Θοδωρής που κούτσαινε. Το καημένο το παιδί, τα είχε χαμένα αφού από τη μια στιγμή στην άλλη έχασε τον πατέρα του που μπροστά στα μάτια του είδε το μεγάλο κουντέλι να τον καταπλακώνει. Ο ίδιος πρόφθασε και τραβήχτηκε μακριά στραμπουλώντας μόνο το πόδι του. Τη Μήτσιαινα που έκλαιγε και μοιρολογούσε ακολουθούσαν οι άλλες γυναίκες του χωριού, που κι αυτές έκλαιγαν και μουρμούριζαν η κάθε μια το δικό της μοιρολόϊ. Πιο πίσω οι άντρες κουβέντιαζαν πώς έγινε το κακό. Πώς έφυγε το μεγάλο κουντέλι από τον όχτο που το'χανε στερεώσει για να το σκίσουνε και τι λάθος είχε κάνει ο μακαρίτης. Όλη η σκηνή έμοιαζε με εξώδειο ακολουθία!
Όταν περάσανε από του Λιμηντάρανη τη βρύση είπαν στη Μήτσιαινα να πλύνει το πρόσωπό της, αλλά αυτή κοπανιώταν και τράβαγε πότε τα μαλλιά της και πότε τα μαγουλά της, που τα είχε ξεσκίσει με τα νύχια της και τα ροζιασμένα δάχτυλά της. Φτάσανε στη Γκρόπα και στου παππά τ'αλώνι, όπου είχε μαζευτεί το περισσότερο χωριό σκυθρωπό και θλιμμένο για να ενωθεί με την όλη πομπή. Ο θρήνος και το κλάμα ήταν τώρα πιο δυνατά. Όλη αυτή η ακολουθία μπήκε στο χωριό. Μπροστά πήγαινε ο παππάς που είχε έρθει και αυτός μέχρι τη Γκρόπα. Κάποιες ηλικιωμένες και ανήμπορες γυναίκες στα παράθυρα και στα μπαλκόνια σταυροκοπιόντουσαν. Έφτασαν στη Λακαθάνιζα και μπήκανε στην πέτρινη αυλή του μπαρμπα-Μήτσιου, έλυσαν το νεκρό από το ξυλοκρέβατο και το εναπόθεσαν μέσα στο σπίτι πάνω στο κασόνι, μέχρι που να φτιαχτεί η κάσα. Στη συζήτηση που'χαν οι άντρες, που μετέφεραν το ξυλοκρέβατο, είπαν:
-Πού να'ξερε ο μακαρίτης ότι από τα πέταβρα που έσκισε θα του φτιάχναμε την κάσα για το μνήμα!
Όλη τη νύχτα μοιρολογούσαν και έκλαιγαν τον αδικοχαμένο "σκιτζή". Πέρασε όλο το χωριό να κλάψει και να συλλυπηθεί την άτυχη χήρα. Το πρωί της επομένης έγινε η ταφή στου Μπουλούτσου και από τότε εκεί αναπαύεται ο Μήτσιος του Θοδωρόπουλου που τον πλάκωσε το κουντέλι και σκοτώθηκε άδικα.
Ο απόγονος του αδελφού του αδικοσκοτωμένου "σκιτζή".
Τουθεύς (Απρίλιος 2010)
-
Κουντέλι: ο τετραγωνισμένος κορμός του δέντρου που πρόκειται να σκιστεί με τη πριόνα, το χειροκίνητο πριόνι που το δουλεύουν δύο άντρες, ο ένας πάνω στο κουντέλι και ο άλλος από κάτω.