Γιάννης Κ. Ρουσιάς, συνταξ. δάσκαλος
Με τη γραφή μου αυτή θα προσπαθήσω να περιγράψω τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής των τσοπαναραίων, όπως τις έχω ακούσει από τους γονείς μου αλλά και από προσωπικά βιώματα.
Ο πατέρας μου ξεκαλοκαίριαζε στου Πετροκόπου, Μαυρομάτη, Άγιο Δημήτρη (1965-1975) επί εποχής Παναγιώτη Τσαντίλη και στην Περδικόβρυση. Εκεί ρίχναμε στανοτόπια. Φτιάχναμε με κλαδιά τη στρούγκα που αρμέγαμε και διαλέγαμε και τόπο απαγκερό (να μην τον πιάνει ο αέρας), που κοιμόμαστε. Στρώναμε κάτω φτέρες και σίκαλη όταν θερίζαμε κ’ επάνω σαίσματα. Μας έπαιρνε ο ύπνος παρατηρώντας τ’ άστρα (αλετροπόδα, παπά τ’ άχυρα κλπ), ακούγοντας τα τρυζόνια.Ο θείος μου ο Στάθης, που είχε πάει σώγαμπρος, ξεκαλοκαίριαζε πάντοτε στην Κρυόβρυση.
Τη δεκαετία 1940 – 1950 στα Αναζύρι πέρασαν δύσκολα χρόνια όπως μου έλεγαν. (Γερμανοί – Εμφύλιος ). Στον εμφύλιο έγινε μάχη στο Αναζύρι και καταστράφηκε το χωριό (σώζονται μερικά ερείπια). Πάνω από τα μαντριά τους πολλοί αντάρτες σκοτωμένοι – πληγωμένοι για αρκετές ημέρες και δεν τολμούσαν να πλησιάσουν από φόβο (τους το είχαν απαγορεύσει). Έπρεπε να κάνουν το χατήρι σε όλους για να μην τους σκοτώσουν. Η περιοχή ήταν σταυροδρόμι ( Ηλεία – Αρκαδία ). Στον εμφύλιο έφευγαν οι άνδρες το βράδυ από την καλύβα για ασφάλεια και πήγαιναν να διανυχτερεύσουν στα γύρω χωριά, Λιθαρό ( Μερκίνιζα ), Δαρέικα κλπ. Γι’ αυτό και στα χωριά αυτά είχαν κάνει κουμπαριές τόσο ο πατέρας μου όσο και ο θείος μου, για να έχουν αποκούμπι όπως έλεγαν.Επικρατούσε φτώχεια, πείνα και τροφοδοτούσαν και όσους αντάρτες περνούσαν κρυφά από την καλύβα τους. Το παρακάτω περιστατικό μου το έλεγε η μάνα μου συνέχεια.
Ένα βράδυ που έλειπαν οι άνδρες, πήγαν στην καλύβα αντάρτες. Είχε μείνει μόνο η μάνα μου, η πεθερά του θείου μου τουΣτάθη (Παναγούλα Κατσιάπη) και ένα τσοπανόπουλο.
Αρχές Δεκέμβρη, μπορεί και νωρίτερα ανάλογα με τον καιρό, φεύγαμε για τα χειμαδιά. Φορτώναμε όλα τα απαραίτητα (μπαγάδια τα λέγαμε) σε μουλάρια και γαϊδούρια. Κάποτε είχαμε και άλογο. Επειδή ήταν βαρβάτο, το 1965 αν θυμάμαι καλά στο Αναζύρι δάγκωσε τη μάνα μου στο σαγόνι (της έμεινε σημάδι) και το πούλησε ο πατέρας μου. Τα μπαγάδια ήσαν 1-2 σαίσματα, 2 – 3 μαντανίες, χεράμια κλπ. Τα χεράμια ήταν σαν τις μαντανίες, μάλλινα υφάσματα στον αργαλειό, αλλά δεν τα πήγαιναν στη νεροτριβή. Ο τέντζερης, η τέσα, το τσουκάλι, τα ταψιά (τα λέγανε και ταβάδες), που ήσαν όλα χαλκοματένια. Τα ξύλινα πιάτα (καυκιές τα λέγανε), τα ξύλινα κουτάλια (χουλιάρια , το σκαφίδι (ξύλινη σκάφη για ζύμωμα του ψωμιού) και άλλα μικροπράγματα απαραίτητα για το φαγητό. Για το γάλα ξύλινα καρδάρια και καζάνι (λεβέτι ). Λίγες κότες κρεμασμένες από το κολιτσάκι του σαμαριού και στο μισογόμι (επάνω στο σαμάρι ανάμεσα στο φόρτωμα) κάποιο ζωντανό που δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει το μπουλούκι η μικρά παιδιά.Ο δρόμος που ακολουθούσαμε, περισσότερο μονοπάτι, ήταν η Γκούρα (Σφυρίδα ) κάτω από του Λυκούρεση, αριστερά από του Ψάρι, Παλούμπα, Σαρλέικα, Αναζύρι. Διάρκεια μια μέρα χειμωνιάτικη. Μπροστά πήγαιναν τα γαϊδουρομούλαρα, ακολουθούσαν τα γιδοπρόβατα, τσοπανόσκυλα, τσοπάνηδες, τσοπανόπουλα.
Μαρία Ρουσιά, Αναζύρι 1972 με φόντο τα μαντριά |
Δίπλα από εμάς, σε άλλο λιβάδι, έμενε ένας γεροτσέλιγκας από το Βαλτεσινίκου. Τον λέγανε Γιωργίκο Παναγούλια και φορούσε πάντοτε φουστανέλα. Όταν τον ρωτούσαμε τι μαγείρεψες μπαρμπα – Γιωργίκο η απάντησή του ήταν "ότι μαγειρέψανε τα πρόβατα παιδάκι μου". Αυτός ο μπαρμα-Γιωργίκος όταν πρωτοξεκίνησε ο διαγωνισμός δημοτικού τραγουδιού στην Αγία Παρασκευή Λαγκαδίων (δεν ήταν Πανελλήνιος τότε) είχε πάρει βραβείο καλύτερης ενδυμασίας (Φουστανέλα).
Κι’ επιστρέφουμε στη ζωή στην καλύβα. Για καθαριότητα δεν το συζητάμε… Το νερό το μεταφέραμε με τα καρδάρια από μακριά!.. Όταν ο καιρός ήταν καλός, η κατάσταση ήταν κάπως καλύτερη, όταν όμως έβρεχε η κατάσταση γινόταν δραματική. Λάσπη και βρωμιά παντού. Η αδελφή μου η Άννα, 4 χρονών κοριτσάκι, καθώς χοροπηδούσε επάνω στο κρεβάτι έπεσε κάτω στη φωτιά, που έβραζε νερό μέσα σε ένα τέτζερη. Το χέρι της μπήκε μέσα στον τέντζερη με το βραστό νερό και κάηκε. Έπαθε μεγάλη ζημιά. Δεν υπήρχε γιατρός. Η θεραπεία έγινε με πρακτική αλοιφή! Της έμεινε ένα μεγάλο σημάδι.
Τα μαντριά για τα ζώα ήταν κάτι σαν υπόστεγο φτιαγμένο με ξιφάρες. Η ξιφάρα είναι χόρτο με 1–1,5μ ύψος που φυτρώνει στα βαλτόνερα και κόβει τα χέρια σαν ξυράφι. Το στρώναμε στην οροφή και ήταν αδιαπέραστο από το νερό. Συνήθως μες στα μαντριά βάζαμε τα μικρά αρνοκάτσικα. Τα μεγάλα ζώα πιο πολύ έμεναν κάτω από τα δένδρα. Στα χειμαδιά ο καιρός ήταν ζεστός, δεν έριχνε ποτέ χιόνι και υπήρχε άφθονο χορτάρι για τα ζώα. Μέχρι το 1970 περίπου, επειδή ο τόπος ήταν πολύ δασωμένος, υπήρχαν πολλά τσακάλια στην περιοχή. Παθαίναμε πολλές ζημιές. Χρειαζόντουσαν δυνατά τσοπανόσκυλα και προσέχαμε τα ζώα ολημερίς και ολονυχτίς. Δάγκωναν τα ζώα στο λαιμό, τους ροφούσαν το αίμα μέχρι που ψοφούσαν. Το ουρλιαχτό τους ήταν σαν κλαψούρισμα–ανατριχιαστικό.
Η ζωή πολύ σκληρή και το κέρδος τίποτα. Πωλούσαμε το γάλα στο τυροκομείο που ήταν εκεί κοντά και με τα χρήματα που παίρναμε πολλές φορές δεν έφταναν να πληρώσουμε το λιβάδι στ’ αφεντικό. Το λιβάδι αυτό ανήκε στον Αντωνόπουλοαπό τη Δημητσάνα, όπως ανέφερα και πιο πάνω. Ήταν ένα τεράστιο τσιφλίκι χωρισμένο σε 3 – 4 λιβάδια. Στο κέντρο περίπου υπήρχε το χωριό Αναζύρι. Είχε έναν απέραντο κάμπο δίπλα στον Αλφειό ποταμό. Εκτός από τα χρήματα έπαιρνε και τυριά, μυζήθρες και το Πάσχα 5–6 σακούλες γιαούρτι και το καλύτερο αρνί.
(Βλάχους έλεγαν παλαιότερα τους κατοίκους της πεδινής Ηραίας και όσους πήγαιναν στα κατώμερα για να ξεχειμωνιάσουν από τα βουνά.)Αρχίζουν να ετοιμάζονται για τα βουνά. Το είχαν καμάρι και λεβεντιά να «κουρντίζουν» τα γιδοπρόβατα όπως λέει και το τραγούδι.
Ήρθε η ώρα για αναχώρηση. Έπρεπε να είναι όλα έτοιμα αποβραδίς. Πολύ πρωί με τα χαράματα ξεκινούσαμε με όλα τα υπάρχοντα. Προτού πιάσει η ζέστη έπρεπε να έχουμε περάσει του Παλούμπα. Τα γιδοπρόβατα και περισσότερο τα πρόβατα δεν προχωράνε με τη ζέστη. Με το κίνημα γινόταν μια οχλοβοή ανεπανάληπτη. Τροκάνια, τσιοκάνια, κουδούνια, κυπριά, μπουζούκες, σκυλιά να γαυγίζουν, γιδοπρόβατα να βελάζουν. Έβλεπαν τη μάζωξη όλα τα ζώα μαζί, γιατί συνήθως πήγαιναν χώρια τα πρόβατα, χώρια τα γίδια, χώρια τα γαλάρια (όσα είχαν γεννήσει), χώρια τα στέρφα (αυτά που δεν είχαν γεννήσει) και αισθάνονταν ότι κάτι διαφορετικό θα συμβεί. Μεγάλος μπελάς ήταν τ’ αρνοκάτσικα, δεν ήθελαν ν’ ακολουθήσουν το μπουλούκι στο καινούριο ξεκίνημα, είχαν συνηθίσει εκεί που γεννήθηκαν και γυρνούσαν πίσω. Άϊντε να βάλεις σε δρόμο όλα αυτά τα ζωντόβολα. Συνήθως βοηθούσε και κάποιος άλλος τσοπάνης που δεν είχε φύγει ακόμη για τα βουνά. Μπροστά πήγαιναν τ’ αλογομούλαρα φορτωμένα τα μπαγάδια (σαϊσματα, μπατανίες, καρδάρια, λεβέτια, κότες κρεμασμένες από τα κολιτσάκια των σαμαριών και μικρά κατσικάκια στα μισογόμια. Ακολουθούσαν τα γίδια με τα γκεσέμια μπροστά και πίσω τα πρόβατα. Έτσι γίνεται πάντοτε. Τα γίδια πηγαίνουν πάντα μπροστά από τα πρόβατα. Από κοντά και τα τσοπανόσκυλα. Ένας από τους τσοπάνηδες, ο πιο έμπειρος, και πάντοτε άνδρας, ξεκόβει τα γκεσέμια μπροστά που γνωρίζουν το δρόμο και ακολουθούν τα υπόλοιπα. Στο τέλος πάντοτε μια γυναίκα τραβούσε ένα γουρούνι που αγοράζαμε τη Μεγάλη Πέμπτη που γινόταν η ζωοπανήγυρη στα Λουτρά της Ηραίας. Στο δρόμο ο τόπος σειόταν από τα τροκάκια και τα κουδούνια. Τ’ ανέβασμα στα βουνά από τα χειμαδιά ήταν πολύ χαρούμενο, ήταν κάτι το διαφορετικό, είχε λεβεντιά είχε καμάρι. Αντίθετα το κατέβασμα από τα βουνά στα χειμαδιάείχε μια μελαγχολία. Οι εποχές (καλοκαίρι – χειμώνας) επηρέαζαν τη διάθεση ανθρώπων και ζώων. Φτάνοντας στα βουνά ξεμεσημεριάζαμε στη Γκούρα (Σφυρίδα). Η Γκούρα ήταν πέρασμα για όλους τους τσοπάνηδες που πήγαιναν από τα χειμαδιά στα βουνά (Μαγουλιανίτες, Βαλτεσινιώτες, Βυτηναίους, Λασταίους, Ραδαίους κλπ).
Στη συνέχεια, τα πρώτα χρόνια που τα χωράφια σπέρνονταν και στον Αρτοζήνο και στο Σερβόβουνο, ρίχναμε στανοτόπι για λίγο καιρό στης Γριάς το Σορό, στο Διάσελο όπως λέμε. Τότε δεν υπήρχαν καστανιές εκεί. Είχαμε και «Σμίχτες» (σμίγαμε δηλαδή το γάλα μια εβδομάδα ό ένας την άλλη ο άλλος) τους Κουτσανδραίους, Στρικαίους, Καγιουλαίους. Μετά από εκεί ακολουθούσαμε τις αποστασιές. Δηλ. μια χρονιά όλα τα χωράφια στο Σερβόβουνο σπέρνονταν αραποσίτια και ρόβεςκαι στον Αρτοζήνο κριθάρια, σιτάρια και φακές. Την άλλη χρονιά το αντίθετο. Υπήρχε κανόνας και κανένας ιδιοκτήτης δεν έκανε του κεφαλιού του. Τα γιδοπρόβατα τα πηγαίναμε εκεί που ήταν σπαρμένα κριθάρια, μόλις άρχιζαν και τα θέριζαν, στις καλαμιές και περνούσαμε όλο το καλοκαίρι. Όπως ανέφερα παραπάνω στον Αρτοζήνο είχαμε στανοτόπι στις περιοχές Πετροκόπου, Μαυρομάτι, Περδικόβρυση και το 1965-75 στον Άγιο Δημήτρη.
Τα ζώα εκτός από τροφή θέλουν και άλλες φροντίδες. Στα χειμαδιά είχε γίνει το κολοκούρεμα των προβάτων (κούρεμα γύρω από την ουρά τους για να αρμέγονται). Μόνο τα πρόβατα κολοκουρεύουν. Στα βουνά γίνεται το κανονικό κούρεμα. Μαζεύονταν και άλλοι τσοπάνηδες και κουρεύαμε με μεγάλα ψαλίδια (προβατοψάλιδα)το ένακοπάδι τη μια μέρακαι το άλλο κοπάδι την άλλη μέρα. Τα γίδια τα κουρεύαμε μετά από τα πρόβατα και με διαφορετικό τρόπο. Τους αφήναμε στη Ράχη σέλα όπως τη λέμε. Τα τραγιά τα γκεσέμια τα φτιάχναμε όμορφα. Τους αφήναμε μπροστελίνες, δηλ.μαλλί στα μπροστινά πόδια.
Με τα μαλλιά των προβάτων, αφού τα πλέναμε, τα ξέναμε (τα κάναμε αφράτα) τα κάναμε τουλούπες, τα έγνεθαν οι γυναίκες με τις ρόκες και τα έκαναν νήματα. Με τα νήματα φτιάχναμε τα υφαντά του αργαλειού, όπως μπατανίες, χεράμια κλπ. Με το νήμα έπλεκαν μάλλινες κάλτσες, μάλλινες φανέλες, μάλλινα μισοφόρια.Με το μαλλί των γιδιών (κοζιά) αφού την χτυπούσαν (την έκοβαν όπως λέγανε) με τριχιές στο πάτωμα, έκαναν τις τουλούπες και με το νήμα ύφαιναν σαϊσματα και κάπες. Τα κόζινα υφαντά ήταν αδιαπέραστα από το νερό.
Στα βουνά η ζωή του τσοπάνη, μετά το θερισμό στα χωράφια, γινόταν ξένοιαστη. Κυρίως για μας τα τσοπανόπουλα που τα φυλάγαμε το καλοκαίρι, γιατί οι μεγάλοι είχαν και άλλες δουλειές. Στο Σερβόβουνο έμεναν ελεύθερα (μπέσικα όπως λέγαμε) μετά το θερισμό όλων των χωραφιών και ξέβγαζαν για βοσκή και τα γαϊδουρομούλαρα όλοι οι χωριάτες. Στον Αρτοζήνο ήσαν μπόσικα μόνο στου Πετροκόπου. Εκεί στην Κοκκινιά (στο επάνω μέρος των χωραφιών Ευθ. Ζαχαρόπουλου και Ι.Ν.Μαραγκού ) μαζευόμαστε όλα τα τσοπανόπουλα (Ρουσόπουλα, Μπραβόπουλα από Μαλάσοβα, Καγιουλόπουλααπό Λαγκάδια, Μαγουλιανίτικα από Δημητσάνα, και κάποια εποχή θυμάμαι και το Γιώρη το Λιατσόπουλο-Ζευκιλή) και κάναμε παρέα. Μαζί με τ’ αστεία τα μεγαλύτερα πείραζαν και τις τσιούπες (κορίτσια).
Όπου έβγαζε νερό στον Αρτοζήνο υπήρχε και ένα περιβόλι και το φυλάγαμε όλο το καλοκαίρι. Περδικόβρυση (Μ. Ρουσιά ). Μαυρομάτι ( Ηλ. Κουτσανδριά, Φωτεινής Αναστασοπούλου, Γεωργάκη Σχίζα, Γιώρη Τρουπή-Γκράβαρη). Ο μπάρμπα Γιώρης είχε και πολλές μηλιές μέχρι και το 1982 . Είχα περάσει πολλά βάσανα μ αυτές τις μηλιές. Ποτέ δεν είχα πάρει ένα μήλο. Τα ράντιζε με φάρμακο για ασθένειες και μας έλεγε ότι θα φαρμακωθούμε άμα φάμε. Προτιμούσαμε τα κορόμηλα και τα γκόρτσα. Στου Μοσχονά είχαν περιβόλι οι Ν. Τρουπής (Αλούπης) και ο Φώτης Δημόπουλος (Σκορδής), μέχρι που τα πούλησαν στους Καγιουλαίους. Στη Βρωμήστρα οι Κουτσανδραίοι. Στον Αγιοδημήτρη ο Τσαντίλης και ο Θανάσης ( Θωμάς ) Σχίζας. Στις Βρύσες ο Χρήστος Κωνσταντόπουλος ( Μουργάκος ) και αργότερα ο Γ.Τρουπής που το αγόρασε.
Στη μνήμη του πατέρα μου γράφω το παρακάτω, γιατί πιστεύω ότι ελάχιστοι το γνωρίζουν η το θυμούνται.
"Το Σεπτέμβριο του 1956 (δεν είχα γεννηθεί, όπως μού έλεγε η μάνα μου) ο πατέρας μου στάλιζε τα γιδοπρόβατα (ήτανε μεσημέρι ) στις Βρύσες. Είχε περιβόλι ο Χρ. Κωνσταντόπουλος φραγμένο με μάνδρα και φράχτη από πουρνάρια. Το περιβόλι είχε και πόρτα (μποριά) μια μεγάλη κλάρα από πουρνάρι. Μια γίδα μπήκε στο περιβόλι. Ο πατέρας μου τράβηξε την μποριά να μπεί μέσα για να βγάλει τη γίδα. Κάποιοι (δεν αναφέρω ονόματα ούτε το λόγο που το έκαναν αν και γνωρίζω, γιατί ζουν ακόμη), για να σκοτώσουν το Χρ. Κωνσταντόπουλο , είχαν δέσει μια χειροβομβίδα στην κλάρα που έκλεινε το περιβόλι. Ο πατέρας μου τραβώντας την κλάρα εξερράγη η χειροβομβίδα και τραυματίστηκε πολύ σοβαρά. Νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο της Τρίπολης για αρκετούς μήνες (έχω και φωτογραφία από το Νοσοκομείο). Θυμάμαι από το σώμα του για αρκετά χρόνια μετά έβγαιναν θραύσματα από τη χειροβομβίδα. Την πλήρωσε ο πατέρας μου τη νύφη, γιατί περί νύφης επρόκειτο. Κανένας δεν μαρτύραγε τότε. Αν και έγινε δικαστήριο όλοι έλεγαν ψέματα. Μετά από χρόνια κάποιος, κινδυνεύοντας η ζωή του, το μαρτύρησε".
Ξέφυγα από το θέμα και επιστρέφω.Στην Περδικόβρυση που ρίχναμε στανοτόπι φτιάχναμε τη στρούγκα. Ένα φράχτη κυκλικό και μέσα βάζαμε τα γιδοπρόβατα και τα αρμέγαμε. Τα ζώα έμπαιναν από το πίσω μέρος της Στρούγκας και μπροστά καθόμαστε οι τσοπάνηδες επάνω σε μεγάλες πέτρες (στρουγκολίθια) και περνούσαν ένα – ένα και τ’ αρμέγαμε. Πίσω υπήρχε ένα άτομο και λέγοντας στα γίδια –οστ– και στα πρόβατα –ιστ-, αυτά έβγαιναν από τη στρούγκα. Δίπλα υπήρχαν οι φούρκες. Ψηλά ξύλα με διχάλες μπηγμένες στο χώμα. Στις διχάλες στερεωνόταν το λεβετόξυλο και κρεμάγαμε το λεβέτι και τις τσαντίλες με το τυρί.Το άρμεγμα γινόταν πρωί και βράδυ. Το καλοκαίρι με τη ζέστη τα γιδοπρόβατα σταλίζουν (στάλος = μεσημεριανός ύπνος ), συνήθως κοντά σε νερό κάτω από πλατάνια. Στον Αρτοζήνο «ποτισιώνες» είχαμε στην Περδικόβρυση και στο ρέμα στη Βρωμήστρα. Στο Σερβόβουνο τα ποτίζαμε στο Λαφοβούνι στο ρέμα, πιο κάτω από της Γριάς το Σωρό που αρχίζει η Γκούρα. Η Γκούρα παλαιότερα ήταν ο δρόμος απ’ όπου περνούσαν ζώα και άνθρωποι από τα χειμαδιά προς τα ορεινά χωριά και το αντίστροφο.
Η μάνα μου που είχε γενηθεί στη Μπερτσιά, περιοχή της Γκούρας (ήταν κόρη του Κουτσαντρόγιαννη) απ’ ότι θυμάται η ίδια και είχε ακούσει από τον πατέρα της, έλεγε πολλά για τη Γκούρα. Από εκεί περνούσαν πολλοί τσοπάνηδες από τα χωριά Μαγούλιανα, Βαλτεσινίκο, Λάστα, Βυτίνα, Ράδου και πήγαιναν το χειμώνα στα χειμαδιά, κυρίως στην Ηλεία και το καλοκαίρι επέστρεφαν στα βουνά. Είχαν πολλά γιδοπρόβατα και γελάδια. Από το ποδοβολητό τους είχε σχηματισθεί μεγάλο μονοπάτι και το έλεγαν «Δεμοσιά». Καθώς τα ζώα ανηφόριζαν προς της Γριάς το Σωρό, σκορπούσαν μέσα στο δάσος να βοσκήσουν. Οι Κουτσανδραίοι και Στρικαίοι, κάτοικοι της Σφυρίδας, άνοιγαν λάκκους μέσα στο δάσος και τοποθετούσαν επάνω στο λάκκο κλαδιά. Τα ζώα ανυποψίαστα έπεφταν μέσα και οι δράστες που παραφύλαγαν τα έπαιρναν. Από το μονοπάτι αυτό περνούσαμε κι’ εμείς μέχρι το 1985 και πηγαίναμε στον Αρτοζήνο από τα χειμαδιά. Το μονοπάτι αυτό με υπόδειξή μου καθαρίστηκε από τον Όμιλο «Η Γκούρα» όπου κόπηκαν μερικά κλαδιά για να περνά πεζός άνθρωπος. Ζώο φορτωμένο δεν μπορεί να περάσει. Δεν έγινε καμία οικολογική καταστροφή όπως ισχυρίσθηκαν κάποιοι. Τα κλαδιά, τα περισσότερα σπάρτα, κόπηκαν με αλυσοπρίονο. Και τι έγινε; Το σπάρτο αναπτύσσεται πολύ γρήγορα. Φέτος το μονοπάτι έκλεισε και πάλι.
Μετά το 1985 περίπου, η ζωή των τσοπάνηδων άλλαξε. Ο πατέρας μου πήγε στα χειμαδιά μέχρι το 1985 που πουλήθηκε το τσιφλίκι του Αντωνόπουλου σ’ έναν Ελληνοαμερικανό. Ο θείος μου ο Στάθης είχε σταματήσει νωρίτερα, το 1980.
Αφιερώνω τα παραπάνω στη μνήμη του πατέρα μου Κώστα, της μάνας μου Μαρίας (Κώσταινα τη φώναζαν), του θείου μου Στάθη Ρουσιά από τους τελευταίους Σερβαίους τσοπάνηδες στον Αρτοζήνο και στο Σερβόβουνο και στον ξάδελφό μου Γιάννη Ευστ. Ρουσιά ( 1948 – 1970 ). Ο ξαδελφός μου ο Γιάννης ήταν πολύ μερακλής άνθρωπος. Ήταν λεβέντης. Σφύραγε τα γιδοπρόβατα κάπως τραγουδιστά και αχοβολούσε η Κρυάβρυση. Πριν φύγει για στρατιώτης το Γενάρη του 1968 είχε το καλύτερο μπουλούκι στον Αρτοζήνο. Είχε τόσα τροκάνια και κουδούνια στα γιδοπρόβατα που σειότανε ο Αρτοζήνος. Με το θάνατό του το Γενάρη του 1970 έπεσε βαρύ το πένθος σε ανθρώπους και γιδοπρόβατα. Όταν υπήρχε πένθος στην οικογένεια τα γιδοπρόβατα ήταν κουφά, δηλ. δεν έβαζαν τροκάνια και κουδούνια. Στα γκεσέμια δεν έβαζαν «Κυπριά» και «μπουζούκες» για πολλά χρόνια.
Γράφω παρακάτω κάποια περιστατικά από τη ζωή μου κοντά στα γιδοπρόβατα, τα οποία δεν βγαίνουν ποτέ από το μυαλό μου και συνέβησαν πριν το 1980. Φανερώνουν τις άθλιες συνθήκες μέσα στην καλύβα, στην ερημιά και την αδικαιολόγητη οργή κάποιων ανθρώπων εναντίον των τσοπάνηδων.
Οι καιροί άλλαξαν και τώρα οι τσοπάνηδες πηγαίνουν στον Αρτοζήνο και στο Χαλασμένο βουνό με αυτοκίνητα, με τα κινητά τους τηλέφωνα και όλες τις ανέσεις. Το χειμώνα ας είναι καλά οι ζωοτροφές και ας λείπουν τα χειμαδιά.