Η γιορτή των Φώτων είναι μια από τις μεγαλύτερες της Χριστιανοσύνης. Ο εορτασμός άρχιζε από την ημέρα της Πρωτάγιασης. Οι νοικοκυρές από πολύ πρωί ετοίμαζαν τα σπίτια, και πέταγαν τη στάχτη από τα τζάκια, λιβάνιζαν και περίμεναν τον Παπα-Αναστάση που επισκεπτόταν όλα τα σπίτια του χωριού
φέροντας μαζί του το ειδικό δοχείο (είδος μικρής τέσας) με τον Αγιασμό και το Σταυρό όπου έψαλλε το «‘Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε…», αγιάζοντας με ραντισμό πρώτα τα εικονίσματα και ακολουθούσε ο αγιασμός του σπιτιού και των ενοίκων. Οι νοικοκυρές αφού ασπάζονταν το Σταυρό, φίλευαν τον παπά με τσίπουρο η κρασί δίνοντας και μικρό χαρτονόμισμα, η αβγά η καρύδια που τα τοποθετούσαν στο μικρό καλαθάκι που κρατούσε το μικρό παιδί, βοηθός του ιερέα.
Την παραμονή της Πρωτάγιασης ο μακαρίτης ο παππούλης μου σαν παραμύθι μας έλεγε ότι την επομένη θα ερχόταν ο παπάς και τα Καρκατζέλια που είχαν έρθει την παραμονή των Χριστουγέννων από τον «κάτω κόσμο», τρομοκρατημένα και αναφωνόντας το «Ρε κουμπάρε Θόδωρε, φόρτο να φοστώσουμε και να ξεφορτώσουμε, έφτασε ο Τουρλόπαπας με την Αγιαστούρα του…κλπ…κλπ..», θα ξαναγυρίσουν στα έγκατα της γης.
Τα Καρκατζέλια η Καλικάτζαροι σύμφωνα με την παράδοση ήσαν μαγαρισμένα δαιμονικά που ζούσαν όλο το χρόνο «Στον κάτω κόσμο», πριονίζοντας το δένδρο που κρατάει τη γη, και την παραμονή των Χριστουγέννων ανέβαιναν και επισκεπτόταν τα σπίτια μας. Κάθε Καλικάτζαρος είχε και από ένα κουσούρι. Κουτσοί, στραβοί, στραβοπόδαροι , μαυριδεροί, με κόκκινα μάτια, τραγίσια πόδια, διχόγνωμοι και φιλόνικοι όπως μου τους περιέγραφε η μάνα μου που τους χρησιμοποιούσε και σαν «Μπαμπούλα» ώστε να την ακούμε, γιατί άλλως θα κατέβαιναν τη νύχτα από το τζάκι και θα «μας κατούραγαν» όπως μας έλεγε.
Την ημέρα της Πρωτάγιασης νηστεύαμε για να πιούμε το Μεγάλο Αγιασμό την ημέρα των Φώτων.
Θυμάμαι η μάνα μου την παραμονή των Φώτων μας έλεγε ότι τη νύχτα «Ανοίγουν οι ουρανοί», και όποιος είναι καλός άνθρωπος μπορεί να ιδεί το Χριστό.
Την ημέρα των Φώτων όλη η οικογένεια, εκτός από τον τσοπάνη που έβγαζε τα ζωντανά για βοσκή στη Ρέμπιζα η στον Ψηλοδένδρο, πηγαίναμε στην εκκλησιά όπου γινόταν η ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού. Τη λαμπρότητα της γιορτής μετρίαζε η έννοια ότι σε δύο ημέρες τελείωναν οι διακοπές του σχολείου, (Τα’ Αγιαννιού την άλλη μέρα, ακόμη δεν την ξεχνώ, ήταν η χειρότερη μέρα της σχολικής μου ζωής).
Μόλις απόλαγε «σχόλαζε» η εκκλησία, σύμφωνα με το έθιμο και την πίστη μας στη δύναμη του Αγιασμού, έπρεπε να χωριστούμε και παίρνοντας ένα μπουκάλι Αγιασμού ο καθένας μας πήγαινε και σε ένα χωράφι η αμπέλι να το αγιάσει για καλή καρποφορία.
Έτσι θυμάμαι εκείνα τα Φώτα, η Γεωργία η αδερφή μου σαν μεγαλύτερη πήγε να αγιάσει στον Αρτοζήνο τα χωράφια μας που κείνη τη χρονιά τα είχαμε σπαρμένα με σιτάρι. Εγώ σαν πιο μικρός μαζί με τον ξάδερφό μου το Χρήστο της θειάς μου της Φωτεινής τον Αναστασόπουλο, πήγαμε να αγιάσουμε τα αμπέλια μας στην Κρίκιζα.
Όπως όλες οι δουλειές θέλουν την τέχνη τους, ο Αιασμός για μας απεδείχθη πολύ δύσκολη δουλειά. Ξεκινήσαμε πρώτα να αγιάζουμε πρώτα το δικό μας αμπέλι, αλλά ..πως;;;;!!!!.αγιάζοντας για τα καλά ένα – ένα κλήμα , και κάθε λίγο και λιγάκι αφού κόντευε να τελειώσει το Αγιασμένο νερό από τα μπουκάλια μας, πηγαίναμε στο αμπέλι του μπάρμπα μου του Στέλιου Σχίζα, όπου είχε μπουρίσει ένα μικρό ρυάκι, και ξαναγεμίζαμε τα μπουκάλια με νερό.
Η ώρα περνούσε, έφτασε απόγευμα και δεν είχαμε αγιάσει ουτε το μισό αμπέλι, οπότε παρουσιάστηκε «ο από μηχανής θεός», η θειά Τασιά του Γιαννάκου του Καλπακίδη, και μας λέει «Ρε μαμούρια, έτσι αγιάζουν (!)», δείχνοντάς μας τον τρόπο ραντισμού, οπότε μάθαμε και την τέχνη του ….Αγιασμού.
Φεύγοντας όταν περάσαμε τη Σκάλα προς το Τραναλώνι, άρχισε να σκοτεινιάζει και να ρίχνει χιόνι, και όταν φτάσαμε στο χωριό το είχε φτάσει 20 πόντους.
Έτσι γιορτάζαμε και ζούσαμε εκείνα τα χρόνια που πάντα θα νοσταλγούμε γιατί τα βλέπαμε με τα παιδικά μας μάτια, παρότι ήταν πολύ δύσκολα για τους γονείς μας.
ΥΓ. Στην Αγία Τράπεζα της εκκλησίας, σε ειδικό σκεύος φυλασσόταν «Μεγάλος Αγιασμός» που χρησίμευε αν θυμάμαι καλά για «θεία κοινωνία» σε έκτακτες περιστάσεις βαριά αρρώστων, η για κοινωνία πιστών που είχαν κάνει μεγάλες αμαρτίες που τις αξιολογούσε «ο Ιερέας εξομολόγος» και επέβαλε βαριά «πνευματική αγωγή» τον «Κανόνα» όπως έλεγαν, με την ολοκλήρωση του οποίου ο πιστός θα «κοινωνούσε με «μεγάλο αγιασμό».
Θοδωρής Γ. Τρουπής (Γκράβαρης)