Βασίλειος Κωνσταντή Σχίζας 

.

Κρεκονιά, στη συνθηματική γλώσσα των παραδοσιακών Λαγκαδινών (ή Λαγκαδιανών) μαστόρων χτιστών κυρίως πέτρας (πετράδων), ήταν οι παλιοί μαστόροι (ή μάστορες, όπως το θέλει ο γραμματικός κανόνας).

Πιο συγκεκριμένα, οι μαστόροι με τους βοηθούς τους (μαστορόπουλα) ήσαν οι κρέκονες και κρεκονιά (μαστοριά) έλεγαν την όλη διαδικασία, από τη συγκρότηση της ομάδας/παρέας (του μπουλουκιού), συνέχεια του μακρινού ταξιδιού, με τα μουλάρια (μαγκαρίνια) και τα γαϊδούρια (μαχαβιόλια) φορτωμένα με τα εργαλεία, τα στρωσίδια τους για τον ύπνο κ.ά., με προορισμό την αναζήτηση δουλειάς, καθώς και τα παζάρια με τ’ αφεντικά (κερέδες), τις περιπέτειες κ.λ.π., μέχρι την επιστροφή με τα κέρδη (καζάντι), μετά από μήνες στο σπίτι τους, στο χωριό τους.

Ήταν δύσκολη και επίπονη η ζωή εκείνων των μαστόρων, γι’ αυτό και έλεγαν με αναστεναγμό:

«Αχ… κακομοίρα κρεκονιά, κάνε κουράγιο!».

.

Σε βιωματικού περιεχομένου 33σέλιδο τευχίδιο, με παράρτημα φωτογραφικού υλικού και ακόμη άλλων 7 σελίδων, με διάφορες διηγήσεις παλαιών κατοίκων του χωριού Σέρβου, το οποίο εξέδωσε ο Σερβαίος, από τους τελευταίους των μαστόρων της πέτρας, Ηλίας (Λιάς) Παγκράτης του Αγγελή, αναφέρει τον κρέκονα ως κρύκονα.

Ίσως να είναι ένας άλλος ιδιωματισμός της γλώσσας των μαστόρων.

(Επ’ ευκαιρία, σημειώνεται πως κανονικά δεν υπάρχει «γλώσσα μαστόρων», αλλά υπάρχουν συνθηματικές λέξεις και καμιά φορά τέσσερες-πέντε λέξεις μαζί ασύνταχτα, αποτελούσαν φράσεις τις οποίες καταλάβαιναν μόνο οι μαστόροι!).  

.

Λαγκαδινοί μαστόροι δεν ήσαν μόνο εκείνοι που κατάγονταν από τα Λαγκάδια Γορτυνίας, αλλά και αυτοί από τα γύρω χωριά, Σέρβου, Σταυροδρόμι (Αλβάνιτσ (σ)α), Λευκοχώρι (Ρεκούνι), Περδικονέρι (Κατσουλιά), Τουθόα (Τσίπολη, Λυσσαρέα (Μπο(ου)γιάτι)… με πολυπληθέστερους, εκτός από τα Λαγκάδια, τους μαστόρους από του Σέρβου.

Η φήμη των ξακουστών εκείνων Λαγκαδινών μαστόρων ήταν πολύ μεγάλη. Ο κόσμος έλεγε πως… «οι Λαγκαδινοί μαστόροι χτίσανε τον κόσμο όλο!». Σήμερα, η μαστοριά (κρεκονιά) αποτελεί αντικείμενο λαογραφικής έρευνας και τα θαυμαστά έργα των μαστόρων, μελέτη από τα Πνευματικά Ιδρύματα της χώρας και άλλους ιδιώτες ερευνητές.

Τα ονόματα πολλών μαστόρων τα θυμούνται ακόμη σήμερα, στα μακρινά χωριά στα οποία ταξίδευαν και άφησαν με τον ιδρώτα τους έργα, καλλιτεχνήματα εξαίσιου κάλλους, μνημεία αθάνατα!

Ας αναπαύει την ψυχή τους ο των πάντων Κτίστης!

.

Μεταφέρουμε σαν παράδειγμα ενδιαφέροντα στοιχεία από το τευχίδιο του Ηλία Παγκράτη με τίτλο «Απομνημονεύματα του κρύκονα». Ο Ηλίας σημειωτέον δεν αναφέρει καθόλου το όνομά του στο τευχίδιο, παρά μόνο στις λεζάντες κάποιων φωτογραφιών με την ένδειξη: «το εικονιζόμενο έργο κατασκευάστηκε από τον μάστορα Η. Παγκράτη».

(σ.σ. Το ελαχίστων αντιτύπων αναμνηστικό/βιωματικό τευχίδιο, ο σεμνός συντάκτης του Ηλίας Παγκράτης, διένειμε φιλικά σε προσφιλή του πρόσωπα και ως τεκμήριο συγγραφής από τον ίδιο, παρέδωσε ένα αντίτυπο στον υπογράφοντα Β. Σχίζα, για χρήση του περιεχομένου του κατά βούληση. Από τα συμφραζόμενα, σε πρώτο πρόσωπο, και τις λεζάντες των φωτογραφιών, αντιλαμβάνεται ο κάθε αναγνώστης ότι ο συγγραφέας είναι ο Η. Παγκράτης).

.

Από το συνοικισμό, λοιπόν, Αράπηδες του χωριού Σέρβου, καταγόταν ο ξακουστός μάστορας, Αδάμ Αδάμης. Σπουδαία έργα του, άξια θαυμασμού σήμερα, είναι πρώτα–πρώτα το δάπεδο της Εκκλησίας Ζωοδόχου Πηγής, στο χωριό Σέρβου.

 

Δάπεδο Ναού Ζ. Πηγής Σέρβ

Το περίτεχνο δάπεδο του ιστορικού Ναού

της Ζωοδόχου Πηγής, στο χωριό Σέρβου.

 

 .

Έχει, επίσης, κατασκευάσει τον Μητροπολιτικό Ναό του Άγιου Χαράλαμπου, στο χωριό Δάφνη (Στρέζοβα) Καλαβρύτων. Στο κέντρο του δαπέδου, κάτω από τον πολυέλαιο αυτού του Ναού έφτιαξε με λαξευμένες (πελεκητές) πολύχρωμες πέτρες τον Βυζαντινό Δικέφαλο Αετό, μέσα σε ένα κυκλικό σχήμα διαμέτρου 2m.

Λένε ότι τις πέτρες τις πελέκησε ένα Χειμώνα στο χωριό του και την Άνοιξη τις φόρτωσε στα μουλάρια (μαγκαρίνια) και τις μετέφερε στο Άγ. Χαράλαμπο, στη Στρέζοβα. Τις πέτρες τις έβγαλε (αναγούμισε) από την τοποθεσία Κοντηλάκα, πάνω από τον Συνοικισμό Αράπηδες.

Μετά από χρόνια, σε κάποιο μεγάλο σεισμό ο τρούλος του Ναού του Αγ. Χαράλαμπου υπέστη ζημιές και κατέστη ετοιμόρροπος, με συνέπεια ο Ναός να παραμείνει κλειστός για μερικά χρόνια, γιατί δεν εύρισκαν τρόπο να κατεδαφίσουν τον επικίνδυνο με κατάρρευση τρούλο.

Την κατεδάφιση αλλά και το ξαναχτίσημο του τρούλου ανέλαβαν και πραγματοποίησαν Λαγκαδινοί μαστόροι, ένας Χρονόπουλος με καταγωγή κι αυτός από τους Αράπηδες, ο οποίος είχε μείνει μόνιμα κι εργαζόταν στην περιοχή των Καλαβρύτων, σε συνεργασία με έναν άλλο μάστορα από τα Λαγκάδια ονόματι Κοντομίχαλο (του κόλλησαν αυτό το παρωνύμιο επειδή ήταν πολύ κοντός).

Οι δύο μαστόροι υποχρέωσαν τους κατοίκους του χωριού να φέρουν με τα μουλάρια τους τρία φορτώματα άχυρα και δεκαπέντε φορτώματα πουρνάρια και κλαδιά (κλαριά), τα οποία τοποθέτησαν (άπλωσαν) κατάλληλα στο κέντρο του δαπέδου του Ναού. Κατόπιν ξεκλείδωσαν (!) τον τρούλο και έκοψαν τις κολώνες γύρω στα παράθυρα και έτσι ο τρούλος έπεσε όλος μαζί πάνω στα κλαδιά.

(σ.σ. Κλειδί είναι η τελευταία πέτρα στο πάνω μέρος του τρούλου. Δηλαδή στεγάζει τον τρούλο και είναι πολύ σημαντική ώστε να θεωρείται ο «θεμέλιος λίθος» του. Στην τεκτονική γλώσσα λέγεται κλειδόλιθος ή κλειδούχος λίθος ή θολίτης λίθος και σ’ αυτόν στηρίζεται το βάρος σε κάθε θολωτή κατασκευή, όπως στις καμάρες των πέτρινων γεφυριών, των αψίδων κλπ. ).

Τα παραπάνω είναι ένα ελάχιστο δείγμα της «άγνωστης» ευρύτερα Σερβαίικης Λαογραφίας!

.

Τιμή στη μνήμη των Σερβαίων μαστόρων της πέτρας!

.

Σε μερικά από τα μαστοροχώρια που αναφέρθηκαν στην αρχή του σημειώματός μας, έχουν στηθεί στήλες ή κατασκευές άλλης μορφής, τιμώντας έτσι τη μνήμη των μαστόρων τους!

Οι Σερβαίοι… δεν έκαναν απολύτως τίποτα. Καμία προσφορά στη μνήμη εκείνων των βασανισμένων από τις κακουχίες προγόνων μας μαστόρων, οι οποίοι με το καζάντι τους, άλλοτε πενιχρό και άλλοτε καλύτερο ή ανταποδοτικό, με προϊόντα κυρίως λάδι, ανάθρεψαν γενιές Σερβαίων, και άφησαν πλούσια παράδοση και έργα περίλαμπρα, στους μακρινούς τόπους που εργάζονταν, στη Μεσσηνία (Μεσσένια) και στους άλλους νομούς της Πελοποννήσου, στις Σπέτσες, στη Ζάκυνθο, στη Στυλίδα, στα Οχυρά Μεταξά και σ΄ όλη την Ελλάδα.

Οφείλουμε, λοιπόν, να συντονισθούμε, όσοι τουλάχιστον νοιώθουμε αυτό το χρέος, ώστε να γίνει, σε περίοπτη θέση στο χωριό, ένα περικαλλές μνημείο απόδοσης τιμής και αιώνιας μνήμης στους προγόνους μαστόρους μας.

Με την παράληψή μας ως τώρα, η πλούσια παράδοση και λαογραφία, που είναι κληρονομιά του χωριού μας, και απορρέει από τη ζωή των μαστόρων μας (τη μαστοριά), αφέθηκε/παραδόθηκε στο γενικό πλαίσιο των «Λαγκαδινών Μαστόρων», δηλαδή… χάνεται σιγά – σιγά από του Σέρβου!

 

(ΕΚΜ)