Γ. Δ. Βέργος, Χ. Ι. Μαραγκός
Οι αναμνήσεις από τη ζωή στο χωριό δεν τελειώνουν. Ιδιαίτερα οι αναμνήσεις στις πρώτες δεκαετίες της ζωής, που παραμένουν ζωντανές σε όλη τη διάρκεια του βίου μας. Είναι η λεγόμενη «αναπολική μνήμη», σε αντίθεση με την πρόσφατη μνήμη, που πολλές φορές, εμείς οι ηλικιωμένοι, δεν θυμόμαστε ...τι φάγαμε χθες!
Στο άρθρο αυτό θα περιγράψουμε τι περίπου θυμόμαστε, σχετικά με το πως περνούσαν τις ελεύθερες ώρες τους οι πατεράδες και παππούδες μας, ιδιαίτερα τις Κυριακές και αργίες, όταν δεν ήταν για «μαστοριά» (συνήθως στη Μεσσηνία) ή δεν ασχολιόντουσαν με τις αγροτικές δουλειές και τις ανάγκες του σπιτιού. Και οι δύο μας έχουμε το πλεονέκτημα ότι οι γονείς μας είχαν μαγαζί στο χωριό (ο Μητσιο-βέργος το Γενικό Εμπόριο και ο Ι. Μαραγκός το καφενείο), και έτσι έχουμε γνώση «από πρώτο χέρι», σε θέματα σχετικά με τη χαρτοπαιξία, αφού και εμείς δουλεύαμε στο μαγαζί και βλέπαμε τι γινότανε.
Τ η ν κ υ ρ ι α κ ή σ τ α κ α φ ε ν ε ί α τ ο υ χ ω ρ ι ο ύ.
Την Κυριακή, λοιπόν, οι περισσότεροι άνδρες πήγαιναν στην Εκκλησία, γιατί εκτός από το θέμα της πίστης, ήταν και το θέμα του «σχολιασμού», ποιος δηλαδή πάει και ποιος δεν πάει στην εκκλησία… Όχι απλό ζήτημα για εκείνη την εποχή, στην κλειστή κοινωνία του χωριού. Μετά τον εκκλησιασμό οι περισσότεροι άνδρες, αν δεν είχαν κάποια «επείγουσα» δουλειά, πήγαιναν στα μαγαζιά και κυρίως στα καφενεία να πιούν το καφεδάκι τους και να παίξουν και κανένα «χαρτάκι». Υπήρχαν βέβαια και αυτοί που γύριζαν στο σπίτι γιατί δεν είχαν χρήματα ή δεν ήθελαν να δώσουν και πενήντα λεπτά για έναν καφέ.
Καφέ έκαναν τότε μόνο τα καφενεία. Παλιά καφενεία εκείνη την περίοδο στο χωριό ήσαν αρκετά, που άλαζαν ιδιοκτήτες ή καφετζήδες κατά περιόδους.
-Ήταν του Κουτσοβασίλη (Βασίλη Μπόρα), που το δούλεψε κάποια περίοδο και ο Β. Μαραγκός και αργότερα ο Παναγής Μαραγκός, που πουλούσε και διάφορα άλλα.
-Ήταν του «Παναγούλη» (Πανάγου Σχίζα) που συνήθως το κρατούσε η γυναίκα του «Καλλιόπη». Αυτό ήταν και καπνοπωλείο γιατί ο Παναγούλης ήταν ανάπειρος πολέμου. Μετά κάποια χρόνια το αγόρασε ο Παρασκευάς Λιατσόπουλος (Λιατσιόγιαννη) και αργότερα το αγόρασε ο «Νισιόγιαννης», που το δούλεψαν ως καφενείο.
-Ήταν του Ι. Μαραγκού, που το λειτούργησε από το 1954-1964 και για κάποιο διάστημα μετά το λειτούργησε ο Β. Μαραγκός.
-Για κάποια περίοδο ήταν και το καφενείο του Β. Μαραγκού, στο ισόγειο του σπιτιού του, πάνω από την κεντρική πλατεία.
-Ήταν του Πανταλέχου (Ι. Παναγόπουλου), που στην αρχή το άνοιξε ο γιός του Παναγής, μετά για κάποια περίοδο το λειτούργησε ο Γιαννάκος Τρουπής (Καλπακίδη) και μετά ο ίδιος ο Πανταλέχος, όταν συνταξιοδοτήθηκε.
-Ήταν του Μαρίνη Ρουσιά, που στο πίσω μέρος είχε δωμάτια που έμειναν οι οδηγοί των λεωφορείων και σήμερα το συνεχίζει ο γιός του Γιάννης που το έχει κάνει και ταβέρνα. Εκτός από αυτό σήμερα κάνουν καφέ και τα δύο ακόμη μαγαζιά του χωριού, του Ν. Λιατσόπουλου (Γενικό εμπόριο) και του Ν. Τρουπή (καφε-οινοπνευματοποτείο).
Θ α π α ί ξ ο υ μ ε μ ί α;
Μετά τον καφέ οι πιο γεροντότεροι έπαιζαν και μια "κολιτσίνα" "κολτσίνα" (έτσι λέγαμε την τράπουλα στο χωριό). Η κολιτσίνα είναι το ποιο απλό παιχνίδι με την τράπουλα. Κάθε παιξιά έκανε πέντε πόντους και τελείωνε το παιχνίδι στους 21 πόντους. Συνήθως έπαιζαν και μια δεύτερη και αν υπήρχε ισοπαλία έπαιζαν την «καλή». Όποιος έχανε πλήρωνε τους καφέδες. Εκτός από την «κολιτσίνα» οι νεότεροι κάπως, έπαιζαν «ξερή», που κάθε παιξιά έκανε είκοσι πέντε πόντους (και δέκα η κάθε ξερή) και το παιχνίδι τέλειωνε στους διακόσιους πενήντα ένα πόντους.. Υπήρχαν και λίγοι που έπαιζαν πρέφα, που είναι πολύ ποιο δύσκολο παιχνίδι από τα άλλα δύο. «Δυνατοί» παίχτες της πρέφας εκείνη την εποχή ήταν Β. Βέργος, ο Δήμας (Γ. Δημόπουλος), ο Χριστάκης (Χ. Σχίζας) ο Μάρκος (Ν. Βέργος) και κάποιοι ακόμη. Αργότερα ήρθε και η δηλωτή στο χωριό, που πλέον έχει καθιερωθεί, ίσως το ποιο συχνό παιχνίδι της τράπουλας στις μέρες μας.
Ο μ π ά ρ μ π α - Π α ν ά γ ο ς (Π α ν α γ ά ς).
Από τους παλαιότερους, ο πιο φανατικός στην κολιτσίνα ήταν μάλλον ο αείμνηστος Πανάγος Σχίζας (Παναγάς), ο οποίος συνήθως δεν είχε χρήματα για να πληρώσει τους καφέδες. Όταν του έλεγαν οι συνομήλικοί του:
‘’Πανάγο θα παίξουμε μία’’; Εννοούσαν κολιτσίνα. Τους έλεγε το αμίμητο:
ναι, αλλά χάσω χάσεις, κεράσεις.
Κάποτε έπαιζε με τον αείμνηστο Θοδωρή Τρουπή (Γκράβαρη). Κάποιος πήγε και απασχόλησε το Θοδωρή και τότε λέει ο Παναγάς, που ήταν αφοσιωμένος «ψυχή τε και σώματι» στο χαρτί:
-Παίξε χάμου Γκράβαρη και άσε τις κουβέντες…
-τρία και άσσος τέσσερα…
Αυτό έμεινε στο χωριό και το λέγαμε όταν θέλαμε να πειράξουμε κάποιον να αφοσιωθεί σε αυτό που έκανε!
Άλλη μια φορά, που έπαιζε ο «μπαρμπα-Πανάγος, μπαίνει μέσα στο καφενείο κάποιος και λέει δυνατά πως δύο συγγενείς του «Παναγά» είχαν μαλώσει για κτηματικές διαφορές και ο ένας είχε χτυπήσει τον άλλο άσχημα.
Ο «Παναγάς» έκανε ότι δεν άκουσε και λέει:
-Τι έκανε λέει; Έπεσε από το μουλάρι;
Και αυτό έμεινε «σλόγκαν» στο χωριό, όταν ο άλλος ήθελε να πάει …αλλού την κουβέντα. Συνηθισμένος αντίπαλος του Παναγά ήταν και ο «Σκουρκολιάς» (Ηλίας Γιαννακόπουλος) και ήταν απόλαυση να τους παρακολουθείς να παίζουν.
Τ ο λ ο υ κ ο ύ μ ι σ τ ο χ α ρ τ ί
Κολιτσίνα και ξερή έπαιζαν σχεδόν σε όλα τα μαγαζιά και έπαιζαν αρκετοί πατριώτες όταν τους δινόταν η ευκαιρία. Όποιος έχανε πλήρωνε τους καφέδες ή το λουκούμι, αν ήταν στα καφενεία ή το κρασί ή το λουκούμι στα άλλα μαγαζιά. Κάποιοι, όταν κέρδιζαν, έλεγαν στο μαγαζάτορα:
-Το λουκουμάκι στο χαρτάκι,
Και δυνατά κάπως για να το ακούσουν και οι άλλοι πως κέρδισε! Μάλιστα τα καφενεία είχαν κάτι μεγάλα λουκούμια και έλεγε ο άλλος με κομπασμό:
-Κέρδισα ένα λουκούμι «κοτρώνι».
Την ξερή και τη δηλωτή πολλές φορές την έπαιζαν κατά ζεύγη και τότε είχε ο καθένας το ταίρι του και ήταν γόητρο να κερδίσουν. Κάποιοι είχαν και τα συνθηματικά τους, που τα είχαν συμφωνήσει από πριν. Όταν, ας πούμε, έξυνε το αφτί του σήμαινε πως είχε το δέκα το καλό, αν κούναγε το σαγόνι του είχε κάποιο άλλο χαρτί κλπ. Για όλα σχεδόν τα φύλλα υπήρχε και μια κίνηση.
«Ψιλοχαρτάκι» έπαιζαν και τα γυμνασιόπαιδα, όταν τα Σαβατοκύριακα έρχονταν στο χωριό, κυρίως στο καφενείο του Ι. Μαραγκού, που πήγαιναν περισσότερο οι νέοι. Επίσης, και στα Λαγκάδια τα γυμνασιόπαιδα έπαιζαν «εδώ και εκεί» το τριανταέντα, έτσι για το καλό της χρονιάς. Αυτό συνήθως γινόταν στον «Αγιώργη», που έμεναν πολλά Σερβιωτόπουλα
Τ ο τ ρ ι α ν τ α έ ν α γ ι α τ ο κ α λ ό τ η ς ν έ α ς χ ρ ο ν ι ά ς.
Από τα Χριστούγεννα και μέχρι λίγες μέρες μετά την Πρωτοχρονιά (ή και λίγο αργότερα), έπαιζαν τριάντα ένα και στο δικό μας χωριό, έτσι «για το καλό της νέας χρονιάς». Είχαμε μερικούς (αρκετούς ίσως) φανατικούς τέτοιους παίχτες, που πολλές φορές ξενυχτούσαν στα υπόγεια των μαγαζιών του χωριού μας, με κλειστές πόρτες και παράθυρα, για το φόβο μην τους δούνε και ειδοποιήσουν την οικογένειά τους ή την Αστυνομία στα Λαγκάδια. Φοβόντουσαν πολλές φορές, ακόμη, μήπως από προηγούμενο παιχνίδι, ίσως να είχε κάποιος σημαδέψει τα χαρτιά της τράπουλας με το νύχι του, με ένα μικρό τσάκισμα και διάφορα άλλα…
Πάνω στο τραπέζι που έπαιζαν έβαζαν ένα ποτήρι ή κύπελλο και μέσα όποιος κέρδιζε έριχνε χρήματα «βιδάνιο», για το κατάστημα.
Το να παρακολουθείς την παρέα που έπαιζε τριανταένα ήταν σκέτη απόλαυση. Ιδιαίτερα αν αυτός που έκανε τη «μάνα» ήταν από τους δυνατούς και προσεχτικούς παίχτες. Με τι ιεροτελεστία και κινήσεις χιλιοστών άνοιγε τα χαρτιά του, προσπαθώντας να δει τι χαρτί του έχει έρθει και τι χαρτί τράβηξε από κάτω!
Σ τ α Λ α γ κ ά δ ι α γ ι α κ α ι ν ο ύ ρ ι α τ ρ ά π ο υ λ α.
Τα μαγαζιά που συνήθως έπαιζαν προμηθεύονταν καινούριες τράπουλες από το μονοπώλιο στα Λαγκάδια. (Τότε οι τράπουλες πωλούνταν μόνο στο μονοπώλιο, όπως και το αλάτι, τα σπίρτα και το φωτιστικό πετρέλαιο, γιατί μας είχαν επιβάλει «μνημόνιο» οι δανειστές, επειδή είχαμε πτωχεύσει…). Θυμάμαι μια χρονιά, ένας φανατικός παίχτης του τριανταένα, με παρακάλεσε και με την προτροπή του πατέρα μου (Μητσιοβέργου) (ήμουν 14-15 ετών) πήγα στα Λαγκάδια και έφερα δύο καινούριες τράπουλες, διότι όπως έλεγε τις προηγούμενες που έπαιξαν το βράδυ, κάποιος αντίπαλός του τις είχε τάχα σημαδέψει.
Αυτός συνήθως που έκανε πολλές φορές τη ‘’μάνα’’, στο τριανταένα, έπαιζε και με την ψυχολογία των αντιπάλων. Προσπαθούσε να τους παραπλανήσει. Όταν είχε «κακό χαρτί» π.χ. 24-25, έδειχνε τέτοια αισιοδοξία που οι συμπαίχτες νόμιζαν πως είχε καλό χαρτί και έπαιζαν ψάχνοντας για το τριανταένα και έτσι καιγόντουσαν. Αντίθετα όταν είχε 29-30, έδειχνε τάχα δυσαρέσκεια. Οπότε οι συμπαίχτες του σταματούσαν νωρίς και τις πιο πολλές φορές τους κέρδιζε. Κόλπα…
Πολλές φορές παίζονταν μεγάλα χρηματικά ποσά για την εποχή.
Κάποτε που έπαιζαν στο μαγαζί του πατέρα μου (Μητσιοβέργου), με κλειστές τις πόρτες, ήρθε κάποιος, χτυπάει την πόρτα και λέει:
"Σ ύ ρ μ α " η Α σ τ υ ν ο μ ί α.
--μαζεύτε τα και φύγετε, κάποιος πήγε στα Λαγκάδια και ειδοποίησε την αστυνομία.
Προφανώς ήταν ψέμα. Κάποια γυναίκα από αυτούς που έπαιζαν, τον έστειλε για να τρομοκρατηθούν και να επιστρέψει ο άντρας της στο σπίτι. Ο πατέρας μου τρομοκρατήθηκε και τους λέει να το διαλύσουν. Που όμως αυτοί. Στο τέλος κατάφεραν τον πατέρα μου και ήρθαν στο σπίτι μας όταν ακόμα μέναμε στα Βεργαίικα, πριν το 1953. (Το πατρικό σπίτι του πατέρα μου ήταν στο ποιο κάτω σημείο του κάτω χωριού, πάνω από το σπίτι των κληρονόμων Νικόλα Διον. Βέργου). Το σπίτι σήμερα είναι ιδιοκτησίας του Κυριάκου Δημόπουλου. Ήρθαν λοιπόν στο σπίτι, (ήταν 5-6 άτομα), άρχισαν πάλι το παίξιμο μέχρι που ξημέρωσε. Ένας, που ήταν και μακρινός συγγενής μας, αφού έφυγαν όλοι (θυμάμαι που έριχνε και ψιλό-ψιλό χιόνι), κάθισε έφτιαξαν καφέ με τον πατέρα μου και άρχισαν τη συζήτηση, ώσπου να γίνει και ο τραχανάς (να φάμε το πρωινό). Πάνω στη συζήτηση θυμάμαι που του είπε η μάνα μου:
-Βρε Μήτρο (φανταστικό όνομα), γιατί κάθεσαι και παίζεις, χαλάς τη χρήματά σου και δεν πας στην οικογένειά σου, να σε δούνε κι αυτοί λίγο, να σε δούνε τα παιδιά σου… Σε μια εβδομάδα, το πολύ δυο, θα φύγεις πάλι ταξίδι για μαστοριά…
Αυτός της απάντησε:
-Τι λες Γιωργιά, (στο χωριό μας τη Γεωργία έτσι τη φώναζαν), εγώ για την οικογένεια πάντα δουλεύω. Νόμισες ότι παίζω τζάμπα; Ήμουν ταξίδι από το Σεπτέμβρη και όλο αυτό το διάστημα μέχρι τα Χριστούγεννα που ήρθα δεν έφερα πάνω από χίλιες δραχμές. Ξέρεις πόσα κέρδισα αυτές τις 10-15 μέρες; Περισσότερα από δέκα πέντε χιλιάδες…!
Τ η ν π λ ή ρ ω σ ε τ ζ ά π α
Άλλο που θυμάμαι είναι το εξής. Γύρω στο 1950, έπαιζαν στο μαγαζί του πατέρα μου οι συνήθεις παίχτες και όρθιοι μερικοί νεότεροι, 20-25 χρόνων, παρακολουθούσαν. Κάποια στιγμή μπαίνει ο πατέρας ενός νεαρού (το παιδί ήταν πάνω από είκοσι χρονών) και αρχίζει να τον χτυπάει με σφαλιάρες και να του φωνάζει με τρόπο που πάγωσαν όλοι. Του είπαν οι άλλοι πως ο γιος του δεν έπαιζε, αλλά αυτός δεν άκουγε τίποτα…
Είχαμε και τους επίδοξους μελλοντικούς παίχτες που «για τον φόβο των Ιουδαίων», που λέει και η παροιμία, έπαιζαν κρυφά με ‘’μάρκες’’, όχι φυσικές αλλά φασόλια που κάθε φασόλι αντιστοιχούσε ανάλογα με το τι είχαν συμφωνήσει. Ένας από όλους μάζευε τα χρήματα, τους έδινε ανάλογα φασολόσπιρα και στο τέλος όσα φασόλια είχε ο καθένας έπαιρνε το αντίτιμο. Αυτό το έκαναν για δυο λόγους: Αν πήγαινε κάποιος δικός τους και τους έβλεπαν να παίζουν ισχυρίζονταν ότι έπαιζαν να διασκεδάσουν καθώς επίσης αν τυχόν πήγαινε και η Αστυνομία, θα ισχυρίζονταν πως δεν έπαιζαν χρήματα.
Τ ο π α ι χν ί δ ι σ τ ι ς μ έ ρ ε ς μ α ς.
Όλα αυτά συνέβαιναν κυρίως στη δεκαετία του 1950. Μετά, λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης στην Αθήνα κ.λ.π. και τη δημιουργία του Αστυνομικού τμήματος στο χωριό μας, αραίωσε το παίξιμο του «τριανταένα». Φυσικά, η κολιτσίνα και τα άλλα παιχνίδια συνεχίστηκαν και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Όπως πολλές φορές έχει γράψει και ο ‘’ΑΡΤΟΖΗΝΟΣ’’, σχεδόν κάθε καλοκαίρι όχι μόνο παίζουν, αλλά γίνεται και διαγωνισμός (τουρνουά το λένε τώρα) ποιο ζευγάρι θα βγει πρώτο… και διάφορα άλλα σχετικά. Πολύ ένταση έχει συχνά η πρέφα, που πολλές φορές οι φωνές των παιχτών ακούγονται μέχρι έξω από το καφενείο, γιατί κάποιος από τους παίχτες δε αγόρασε η δεν έπαιξε γενικά καλά και πήρε «στο λαιμό του» (έβαλε μέσα το λένε) και τον άλλον που …δεν έφταιγε. Κάποιες φορές τσακώνονται και στα «αληθινά» και πετάνε τα χαρτιά ή σηκώνονται και φεύγουν (αν κάποιος π.χ. «κλέβει»), με τη φράση
-δεν σε ξαναπαίζω.
Τώρα πλέον, δεν παίζονται χρήματα στο χωριό, παρά μόνο το ποιος θα πληρώσει τα ποτά, παρόλο που και αυτό έχει ατονήσει και πληρώνει κάποιος άσχετα με τον αν «χάσει-κερδίσει». Καμιά φορά παίζεται και κάνα κοτόπουλο, ή σουβλάκια, που θα φτιάξει το μαγαζί. Παλιότερα είχε ακουστεί πως κάποιο ζευγάρι έπαιζε βαρέλι τυρί. Επίσης, στην πρέφα παίζανε καμιά φορά κάποιοι «καπίκια», δηλαδή όσα καπίκια κέρδιζαν ή έχαναν τόσες δραχμές θα έπαιρναν η θα έδιναν… Έτσι υπήρχε και πολύ ενδιαφέρον και μεγάλη προσοχή στο παιχνίδι.
Καλό θα είναι όσοι πατριώτες έχουν ανάλογη εμπειρία από χαρτοπαιξία στο χωριό ή άλλα θέματα εκείνης της εποχής, να την καταγράψουν, να παραμείνει στην ιστορία του τόπου.
(χιμ)