Χ. Αθ. Μαραγκού, υποστρατήγου ε.α.
1. Γενικά
Μετά την απελευθέρωση των Φράγκων, το 1320 μ.Χ. οι βυζαντινοί ενίσχυσαν τον πληθυσμό του χωριού με ελληνικές οικογένειες από τις διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας.
Τότε πρέπει να εγκατεστάθησαν στο χωριό οι Φίληδες, οι Γαβράδες, οι Σμυρνιοί, οι Κανδηλώροι, οι Κλεισουραίοι, οι Ηλιόπουλοι απόγονοι των οποίων υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Στα επίκαιρα σημεία του χωριού, στον Αγιάννη, στην Γκρόπα, στην Έριζα έχτισαν πυργόσπιτα με γνωστότερο του Φίλη με τις πολεμίστρες του στις μεσημβρινές πλευρές το οποίο υπήρχε στην Ράχη μέχρι το 1952 οπότε κατεδαφίστηκε. Στον προαύλιο χώρο είχε χτιστεί ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μικρή βασιλική μετά τρούλου, η οποία κατεδαφίστηκε κι' αυτή το 1928 για να χτιστεί στη θέση της η σημερινή Μητρόπολη του χωριού.
Το χωριό κατελάμβανε μεγάλο χώρο, από τον Αγιαντριά μέχρι τον Αγιάννη, ήταν ακριβώς όπως το θέλει η παράδοση, με το κάστρο του, τις εκκλησίες και το θρυλικό Μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα με ένα καμπαναριό μοναδικό και ξακουστό σ' ολόκληρη την περιοχή. Ήταν ένα μικρό αντίγραφο του Μυστρά στο κέντρο της Γορτυνίας που από το 1320 μ.Χ. επόπτευε βορειοδυτικά τα φέουδα των Φράγκων. Τα επόμενα μέχρι την Τουρκοκρατία χρόνια ήταν χρόνια ευημερίας, ακολούθησε την οικονομική ακμή του Δεσποτάτου και πιθανότατα την εποχή εκείνη έγινε εποίκηση από Έλληνες της Μ. Ασίας και μετεγκατάσταση κατοίκων από του Σέρβου στο οροπέδιο του Αρτοζήνου για την ίδρυση του ομώνυμου χωριού. Αυτό συμπεραίνεται και από τις βυζαντινές εκκλησίες του Αγίου Δημητρίου, Αγ'ιου Κωνσταντίνου, Αγίου Γεωργίου, Αγίου Ιωάννου και του Προφήτη Ηλία που υπάρχουν από πολλά χρόνια στο βουνό. Μάλλιστα ο ναός του Προφήτη Ηλία αναγράφεται και σε παλαιούς χάρτες της περιοχής. Την ίδια εποχή πρέπει να κατοικήθηκε και η Σφυρίδα με τον Αγιώργη και τον Αγιο-Σπυρίδωνα. Το βυζαντινό τοπωνύμιο "Βίγκλα" ΝΔ, αλλά και η θέση Παλιόκαστρο ΒΑ, είναι δηλωτικά της εποχής. Σ' αυτά τα χρόνια (1320-1460 μ.Χ.) άλλοι Σερβαίοι εγκατεστάθησαν στην περιοχή Λατζέϊκα του οροπεδίου της Φολόης στην Ηλεία όπου αργότερα έποικοι Αλβανοί ίδρυσαν το Λάλα.
Ακολουθεί η πρώτη Τουρκοκρατία (1460-1685 μ.Χ.) και Ενετοκρατία (1685-1715 μ.Χ. ) χωρίς ουσιώδεις μεταβολές από τα συμβαίνοντα και στην υπόλοιπη χώρα. Στην δεύτερη Τουρκοκρατία (1715-1821μ.Χ.) η κατάσταση ήταν διαφορετική. Το πέρασμα και η διαμονή για λίγο χρόνο του Κολιόπουλου (Πλαπούτα) από το χωριό (1753-5) πριν καταλήξει στου Παλούμπα[1] και η δημιουργία ισχυρών δεσμών με τους κατοίκους του συνετέλεσε στη συμμετοχή των Σερβαίων στην αποτυχημένη επανάσταση του Ορλώφ (1769-1770) στην οποία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι συνέπειες αυτής της συμμετοχής ήσαν τραγικές. Από το 1770 μέχρι το 1779 το χωριό γνώρισε τις χειρότερες από κάθε πλευρά στιγμές της ιστορίας του. Τα φοβερά αλβανικά στίφη ρήμαξαν τότε όλη την Πελοπόννησο,
". . ελθόντες Αρβανίται πολλοί και αιχμαλωτίζοντες απέκοψαν μαχαίρα, δύο και τρείς φοράς .πολλοί χριστιανοί επωλήθησαν ο καθείς χωριστά. Εκκλησίαι, σχολεία, μοναστήρια κατεκρημνίσθησαν και ηφανίσθησαν. . [2]".
Πολλοί κάτοικοι του χωριού το εγκατέλειψαν, τα Σερβαίκα στη Λακωνία και τα Μαραγκαίκα και Κατσαπαίκα[3] στην Ηλεία και Αχαϊα αντιστοιχα δεν πρέπει να είναι άσχετα με αυτή την κατάσταση. Άλλοι παρέμειναν κρυμμένοι στις σπηλιές της Γκούρας ενώ ο Αρτοζήνος μετά από πεντακόσια χρόνια ζωής ερημώθηκε τελείως. Κρησφύγετο της εποχής εκείνης για τους διωκόμενους κατοίκους ήταν και οι σπηλιές στους πρόποδες της Μπρίνιας και ο ασφαλής χώρος νοτίως Δασυβούνι όπου μερικοί παρέμειναν και μετά το 1779 συγκροτήσαντες οικισμό ο οποίος πήρε το όνομα της περιοχής, Αράπηδες. Ανέκαμψε πάλι το χωριό μετά το 1780, με τους κλεφταρματωλούς του, με τους φιλικούς του και μ' όλους τους κατοίκους του, αντάξιους συνεχιστές της τρισχιλιετούς ιστορίας του και αρχίζει να προετοιμάζεται για την επανάσταση. Τα Πέντε Αλώνια ήταν ονομαστό λημέρι των κλεφτών, και μια σπηλιά στους προποδες της Φραντζέτας στη Μπρίνια, που μέχρι σήμερα ονομάζεται " Σπηλιά του Κολοκοτρώνη, πρέπει να ήταν το μέρος που ο Παρασκευάς Πλαπούτας έκρυψε τον γέρο του Μοριά για σαράντα μέρες πριν φύγει για την Ζάκυνθο στον διωγμό των κλεφτών.
Στην Ζάκυνθο είχε καταφύγει την εποχή των διωγμών και ο Αναγνώστης Δαρόπουλος. Υπηρέτησε και αυτός στον αγγλικό στρατό και όταν επέστρεψε το 1819 περίπου αποτελλούσε μαζί με τον Δ. Πλαπούτα, τον Νικηταρά και άλλους την τιμητική φρουρά του Κανέλλου Δεληγιάννη. Ενημερωμένοι για την επικείμενη επανάσταση ήταν προφανώς και οι Ηλιόπουλοι, οι Δαραίοι, ο Ηλίας Κατζούλας, ο Γεώργιος Μπακράτζης, ο Βασίλειος Τρουπής λόγω των στενών σχέσεων που είχαν με τους Δεληγιανναίους και Πλαπουταίους. Ξεχωριστή θέση κατείχαν και οι θρυλικοί ιερείς του χωριού, Παπα-Γιώργης Δάρας, Νικόλαος Παπαδάρας και Δημήτριος Παπασχίζας και κυρίως οι Νικ. Παπαδάρας και Παπασχίζας οι οποίοι μυηθέντες στην Φιλική Εταιρεία[4], προετοίμασαν κατάλληλα τους κατοίκους του χωριού για τον Αγώνα, και παρόντες σ' όλες τις μάχες " ευλογούσαν τάρματα και ευχόνταν στους λεβέντες". Ο ήρωας Νικόλαος Παπαδάρας έφθασε στο Μεσολόγγι για να εμψυχώσει τους πολιορκημένους και συμμετείχε στην ηρωική έξοδο της Ιερής Πόλεως.
2. Επανάσταση
Στις 10 Μαρτίου στη μονή της Αγίας Λαύρας, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, με τους προκρίτους της περιοχής αποφάσισαν την συγκρότηση στρατοπέδου στην μονή Ομπλού για να κινηθούν εναντίον της Πάτρας. Εις την Γορτυνία πληροφορήθηκαν από τον Κανέλλου Δηληγιάννη τις τελικές αποφάσεις που ελήφθησαν στην Αγία Λαύρα και τα πρώτα γεγονότα των Καλαβρύτων και εκινήθησαν αμέσως. Κατά την 20ην Μαρτίου ο Γεώργιος Πλαπούτας και ο αδελφός του Δημήτριος εις την Λιοδώραν της Καρυταίνης εκάλεσαν εις τα όπλα τους κατοίκους της περιφερείας. Οι Σερβαίοι και όλοι οι Λιοδωρίσιοι συνγκεντρώθηκαν την επομένη 21 Μαρτίου στου Μπέτσι δια να κτυπήσουν τους Λαλαίους που ευρίσκοντο στα μέρη τους.
Η επανάσταση στη Γορτυνία είχε αποφασισθεί!
- Ελευθυρία η θάνατος
- Και στην Πόλη, να δώσει ο Θεός
Οι Δεληγιανναίοι εξ άλλου εκήρυξαν την επανάσταση στη πατρίδα τους τα Λαγκάδια, όπου επετέθησαν κατά των εκεί κατοικούντων Τούρκων, και κατά τις 22 Μαρτίου επί κεφαλής τετρακοσίων ανδρών μετέβησαν στο Ρένεσι και μαζί με τους Πλαπουταίους ανάγκασαν τους Λαλαίους της περιοχής και Καρυτινούς Τούρκους να φύγουν προς τους τόπους τους. Στις 25 Μαρτίου, επιδόθηκε στους Προξένους στην Πάτρα, η διακύρηξη της ελληνικής επανάστασης[5], την οποίαν υπέγραψαν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κερνίκης Προκόπιος, ο Ανδρέας Ζαϊμης, ο Ανδρέας Λόντος, ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος και ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος [6]".
3. Αγώνες - Μάχες
Όπως προκύπτει από τα τηρούμενα στην Εθνική Βιβλιοθήκη Μητρώα Αγωνιστών [7], όλοι σχεδόν οι Σερβαίοι
" άμα εξερράγη ο υπέρ ανεξαρτησίας Αγών, εγκαταλείποντες γυναίκες, τέκνα, περιουσίες, δραξάμενοι αυθορμήτως τα όπλα υπηρέτησαν στρατιωτικώς καθ' όλην την διάρκειαν του Αγώνος, παρευρεθέντες εις όλους τους κατά των βαρβάρων πολέμους. Διετήρησαν, έντιμον διαγωγήν, ανδρείαν και γενναιότητα εις το στρατιωτικόν χρέος, μερικοί προσέφεραν και την περιουσίαν τους άπασαν, άλλοι συνεισέφεραν χρηματικά κεφάλαια δια τας ανάγκας των στρατοπέδων [8] ".
Σύμφωνα με τα στοιχεία των απογραφών του Σέρβου είχε τριάντα οικογένειες το 1815 και σαράντα οκτώ το 1829. Είχε λοιπόν κατά την διάρκεια του Αγώνα, αν ληφθεί υπόψη και ο τρόπος στρατολογίας που προέβλεπε αναγκαστική στράτευση από 15 χρόνων μέχρι 60, ένα αξιόλογο στρατιωτικό δυναμικό. Με τον γενικό οπλαρχηγό και γραμματικό του Πλαπούτα Φώτιο Δάρα, τους μικρότερους γενικούς οπλαρχηγούς, Πανάγο Στρίγκο ή Ηλιόπουλο και Γεώργιο Μπακράτζη, τους τοπικούς οπλαρχηγούς ή μπουλουξήδες, Ηλία Κατζούλα, Ηλία Κωνσταντόπουλο, τον μπουλουξή και στρατολόγο Κωνσταντή Ηλιόπουλο, τους γενναίους πολεμιστές ιερείς του και τους διακεκριμένους στρατιώτες του, του Σέρβου είχε μια έντονη παρουσία σε όλες τις μάχες του Αγώνα.
3.1. Αγίου Αθανασίου, 28 Μαρτίου 1821[9]
Με την έναρξη της επαναστάσεως οι Καρυτινοί Τούρκοι αποφάσισαν να κλειστούν στο φρούριο της πόλεως ενώ οι τρομεροί Φαναρίτες από την περιοχή της Ανδρίτσαινας, οι πολεμικώτεροι από τους Πελοποννησίους συγκρινόμενοι με τους Λαλαίους και τους Βαρδουνιώτες της Λακωνίας, προσπάθησαν να μεταβούν με τα γυναικόπεδα στην Τρίπολη. Ο Κολοκοτρώνης πληροφορήθηκε τις προθέσεις των Φαναριτών και στις 28 Μαρτίου με τριακόσιους άνδρες κατέλαβε την γέφυρα του Αλφειού κοντά στον Άγιο Αθανάσιο για να ματαιώσει τα σχεδιά τους. Πράγματι η τεράστια φάλαγγα των χιλίων επτακοσίων ενόπλων Τούρκων με τις γυναίκες τα παιδιά και τα ζώα φορτωμένα, όταν αντελήφθησαν τις ελληνικές δυνάμεις προσπάθησαν να αμυνθούν, αλλά λόγω της καταλήψεως της γέφυρας από τα τμήματα του Κολοκοτρώνη επιχείρησαν να περάσουν μέσα από το ποτάμι. Οι επιθέσεις από μικρή απόσταση και το ρεύμα του ποταμού προκάλεσαν σύγχυση και ταραχή. Περισσότεροι από πεντακόσιοι Τούρκοι χάθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι έντρομοι και τραυματισμένοι οι περισσότεροι, πήγαν στη Καρύταινα. Κατά την μάχη αυτή που ήταν η πρώτη που δόθηκε στη Πελοπόννησο πολέμησαν και οι Σερβαίοι: ο οπλαρχηγός Γεώργιος Μπακράτζης με τους στρατιώτες του, οι τοπικοί οπλαρχηγοί - μπουλουξήδες, Ηλίας Κατζούλας, Κωνσταντής Ηλιόπουλος, Ηλίας Κωνστοντόπουλος με τους συγχωρίους τους, ο Αναγνώστης Δάρας ή Δαρόπουλος, ο Νικόλαος Παπαδάρας, και ο Γεώργιος Σχίζας,
3.2. Λεβιδίου, 14 Απριλίου 1821[10]
Μετά τις αποτυχίες της Καρύταινας, του Χρυσοβιτσίου, της Πιάνας, της Αλωνίσταινας που οι Έλληνες δεν κατόρθωσαν να συγκροτηθούν σε οργανωμένα ένοπλα σώματα, οι Λεβιδαίοι με την βοήθεια των Καλαβρυτινών οπλαρχηγών μετέβαλαν την πόλη τους σε στρατόπεδο. Οχύρωσαν τα καταλληλότερα σπίτια και εγκατέστησαν φυλάκια στα επίκαιρα σημεία της περιοχής. Δύο χιλιάδες Τούρκοι με ισχυρό ιππικό, από την Τριπολιτσά έφθασαν στο Λεβίδι την νύκτα της 14 Απριλίου για να πατάξουν την ανταρσία. Επακολούθησε συμπλοκή από σπίτι σε σπίτι, σώμα με σώμα, όταν στην κρισιμώτερη στιγμή ο Πλαπούτας με άλλους οπλαρχηγούς ήλθε από την Αλωνίσταινα φωνάζοντας:
Βαστάτε εφθάσαμε. Έρχεται ο Κολοκοτρώνης με πέντε χιλιάδες!
ΟΙ Τούρκοι βρέθηκαν "εν μέσω δύο πυρών" και προκειμένου να σωθούν εγκατέλειψαν την μάχη, αφού άφησαν τριακόσιους νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Στην μάχη αυτή που ήταν το πρώτο αξιοσημείωτο πολεμικό κατόρθωμα του αγώνα συμμετείχε και ο Σερβαίος οπλαρχηγός και γραμματέας του Πλαπούτα Φώτιος Δάρας " έχων υπό την οδηγίαν του στρατόν ".
3.3. Βαλτετσίου, 12 Μαίου 1821[11]
Το πλησιέστερο στρατόπεδο προς την Τριπολιτσά που οργάνωσαν οι Έλληνες ήταν το Βαλτέτσι. Δυό χιλιάδες τριακόσιοι άνδρες με τους ικανότατους αρχηγούς αποτέλεσαν την φρουρά του. Εφεδρείες τα σώματα του Κολοκοτρώνη, του Πλαπούτα, και άλλων καπεταναίων στη Πιάνα και στο Χρυσοβίτσι. Οι Τούρκοι διέθεσαν περισσότερους από δώδεκα χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι επιτιθέμενοι κατά κύματα την 12 και 13 Μαίου προσπαθούσαν να περικυκλώσουν το Βαλτέτσι και να αιχμαλωτίσουν τους αμυνονομένους. Ο αγώνας υπήρξε σκληρός. Μιάμιση ώρα μετά την εμπλοκή των τούρκικων δυνάμεων και την σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων, έφθασαν ο Πλαπούτας και ο Δεληγιάννης και άρχισαν να κτυπούν τους Τούρκους από τα νώτα. Έφθασε και ο Κολοκοτρώνης φωνάζοντας:
Ζωντανούς θα σας πιάσω. Είμαι ο Κολοκοτρώνης.
Η παρουσία του αρχηγού προκάλεσε ενθουσιασμό στους μαχόμενους στους προμαχώνες και πανικό στους Τούρκους. Ο Κεχαγιάμπεης για να προλάβει τον αποκλεισμό έδωσε το σύνθημα της υποχώρησης. Η τούρκικη υποχώρηση μετατράπηκε σε φυγή. Στο πεδίο της μάχης πεντακόσιοι νεκροί Τούρκοι και τόσα πολλά όπλα που θα μπορούσαν να οπλίσουν τέσσερες χιλιάδες άνδρες. Oι έλληνες έκλαψαν τέσσερους λεβέντες. Ο Κολοκοτρώνης για να τονίσει την σημασία της νίκης, είπε μεταξύ των άλλων ότι αυτή η ημέρα έπρεπε να "καθαγιασθεί δια νηστείας" και να εορτάζεται σαν επέτιος εις τους αιώνας των αιώνων. Στη μάχη αυτή πολέμισαν οι Σερβαίοι: Φώτης Δάρας, γραμματέας του Πλαπούτα και οπλαρχηγός έχων υπό την οδηγίαν του στρατόν, ο Πανάγος Στρίγκος ή Ηλιόπουλος, "επικεφαλής συγχωρίων του", δείξας απαραδειγμάτιστον ανδρείαν και ο Γεώργιος Σχίζας.
3.4. Λάλα, 22 Ιουνίου 1821[12]
Του Λάλα βρίσκεται δυτικά από το χωριό στο οροπέδιο της Φολόης και σε ευθεία απόσταση περίπου τριάντα χιλιομέτρων. Οι κατοικοί του ήσαν ο φόβος και ο τρόμος της Πελοποννήσου και ευρίσκοντο σε διαρκείς προστριβές με τους Λιοδωρίσιους, γι αυτό με την έναρξη της επαναστάσεως οι βλέψεις των Πλαπουταίων και Δεληγιανναίων προς τα εκεί εστράφησαν. Από τις 29Μαίου που κατελήφθη το Πούσι, το φοβερό και ακατάβλητο Λάλα άρχισε να πολιορκείται αποτελεσματικά. Επακολούθησαν πολλές συγκρούσεις με μεγάλες απώλειες μέχρι τις 22 Ιουνίου, που ο Γιουσούφ πασάς, αποτόλμησε γενική επίθεση εναντίων των πολιορκητών αλλά λόγω αποτυχίας αναγκάσθηκε την επομένη, με τους Λαλαίους και τα γυναικόπεδα να φύγει κρυφά για την Πάτρα.
Τα χίλια σπίτια του Λάλα πυρπολήθηκαν και στη θέση του έμεινε καπνός και στάχτη.
Στις μάχες εναντίων του Λάλα η συμμετοχή των Σερβαίων ήταν καθολική. Συμμετείχαν: ο οπλαρχηγός
Ηλίας Κατζούλας, επικεφαλής συγχωρίων του στο Πούσι και στο Λάλα.
Κωνσταντής Ηλιόπουλος και
Ηλίας Κωνσταντόπουλος "έχοντες υπό τις οδηγίες τους συγχωρίους τους",
Αναγνώστης Δαρόπουλος,
Νικόλαος Παπαδάρας,
Γεώργιος Σχίζας,
Βασίλειος Τρουπής,
Γιάννης Σμυρναίος, ο οποίος τραυματίστηκε στο χέρι και ο
Ηλίας Σχίζας, ο οποίος " έδειξε ανδρείαν εξαίρετον, πληγωθείς στον δεξιόν οφθαλμόν έχασεν τούτον".
3.5. Τριπολιτσάς, 23 Σεπτεμβρίου 1821[13]
Κατά το τέλος Αυγούστου 1821, η πολιορκούμενη Τριπολιτσά ευρίσκετο σε άθλια κατάσταση. Πείνα και επιδημίες θέριζαν τον πληθυσμό, ενώ ο στρατός άρχισε να απειθαρχεί. Ο Κεχαγιάμπεης είχε χάσει την επιρροή του και οι Τούρκοι αισθάνοντο ότι η ημέρα της πτώσεως δεν ήταν μακριά. Οι ευφυείς μαχητικές ενέργειες του Κολοκοτρώνη και οι μυστικές συμφωνίες με τους Αλβανούς για να εγκαταλείψουν τους Τούρκους και να φύγουν στη Στερεά Ελλάδα είχαν το ποθούμενο αποτέλεσμα. Συντελεστής των μυστικών συμφωνιών Αλβανών και Κολοκοτρώνη ήταν ο Φώτης Δάρας[14] από του Σέρβου. Σ' αυτόν ανήκει μεγάλο μερίδιο δόξας. Αυτός έφερε σε επαφή κατόπιν διαφόρων διαδικασιών τους Αλβανούς με τον Πλαπούτα και τον Κολοκοτρώνη, που τελικά κατέληξαν στη συμφωνία αποχωρήσεως. Μια συμφωνία που έθετε εκτός μάχης επτά χιλιάδες στρατιώτες εμπειροπόλεμους και αποδυνάμωνε αισθητά την αμυντική ισχύ της Τριπολιτσάς. Αυτός ο επιτυχής τρόπος μυστικών διαπραγματεύσεων με τους Αλβανούς εφαρμόσθηκε αργότερα και στις πολιορκίες του Ναυπλίου και Κορίνθου. Βέβαια η εξέλιξη της πολιορκίας την 23η Σεπτεμβρίου που ο Δούνιας με τέχνασμα άνοιξε την πύλη του Ναυπλίου στους πολιορκητάς, ανέτρεψε όλα τα σχέδια. Ήταν μία ενέργεια που ούτε Τούρκοι την περίμεναν, αλλά ούτε και οι Έλληνες αρχηγοί την είχαν προβλέψει.
Την 23 Σεπτεμβρίου 1821, η άλωση της Τριπολιτσάς ήταν γεγονός. Δέκα χιλιάδες θύματα. πλήρωσαν τα μίση και τα εγκλήματα αιώνων.
Στην πολιορκία, στη μάχη της Γράνας και την άλωση της Τριπολιτσάς συμμετείχε το σύνολο σχεδόν των κατοίκων του χωριού και ειδικότερα: ο οπλαρχηγός και γραμματικός του Πλαπούτα Φώτιος Δάρας, " έχων υπό την οδηγίαν του στρατόν", οι οπλαρχηγοί, Πανάγος Στρίκος ή Ηλιόπουλος και Γεώργιος Μπακράτζης με τους στρατιώτες τους, οι τοπικοί οπλαρχηγοί - μπουλουξήδες, Ηλίας Κατζούλας, Κωνσταντής Ηλιόπουλος, Ηλίας Κωνσταντόπουλος, με τους συγχωρίους τους, ο Αναγνώστης Δαρόπουλος, ο Νικόλαος Παπαδάρας, ο Γεώργιος Σχίζας και ο Βασίλειος Τρουπής
3.6. Κορίνθου, 14 Ιανουαρίου 1822 [15]
Στις 14 Ιανουαρίου ο Κιαμήλ μπέης αποφάσισε να παραδώσει το φρούριο του Ακροκορίνθου με συνθήκη στον Κολοκοτρώνη. Αξιοσημείωτο είναι ότι και εδώ ο Κολοκοτρώνης προσπάθησε να εφαρμόσει χωριστεί συνθήκη μεταξύ εντοπίων και ξένων Τούρκων όπως και εις την Τριπολιτσά και ενώ χρησιμοποίησε τους ίδιους Τουρκαλβανούς δεν αναφέρεται αν κύριος μεσολαβητής ήταν ο Φώτιος Δάρας.
Στο ισχυρό φρούριο μετά από πολιορκία εννέα μηνών υψώθηκε η ελληνική σημαία.
Στην πολιορκία του κάστρου συμμετείχαν, οι οπλαρχηγοί Φώτιος Δάρας και Γεώργιος Μπακράτζης, οι οπλαρχηγοί - μπουλουξήδες, Ηλίας Κατζούλας, Ηλίας Κωνσταντόπουλος, Κωνσταντής Ηλιόπουλος, ο Γεώργιος Σχίζας και ο Δημήτριος Παπασχίζας ο οποίος φέρεται και ως τραυματίας.
3.7. Πατρών, 9 Μαρτίου - 25 Ιουνίου 1822[16]
Η πολιορκία των Πατρών άρχισε στις 25 Φεβρουαρίου 1822 και λύθηκε λόγω αστόχων ενεργειών της νεοσυσταθείσης Κυβερνήσεως, ραδιουργειών και κακού ανεφοδιασμού των τμημάτων στις 25 Ιουνίου 1822. Στην πολιορκία συμμετείχαν οι δυνάμεις του Κολοκοτρώνη, Δεληγιάννη, Πλαπούτα και άλλων οπλαρχηγών, υπό την αρχηγία του Κολοκοτρώνη. Οι μάχες που έγιναν στις περιοχές Σαραβαλιού και Γηροκομείου με πολλά θύματα δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα και η πόλη τελικά παραδόθηκε στα στρατεύματα του Γάλλου φιλέλληνα Μαιζώνα την 7η Οκτωβρίου 1828. Στις μάχες που έγιναν στις περιοχές Σαραβαλιού και Γηροκομείου πολέμισαν οι Σερβαίοι οπλαρχηγοί, Γεώργιος Μπακράτζης και Ηλίας Κατζούλας, ο Αναγνώστης Δαρόπουλος, ο Νικόλαος Παπαδάρας και ο Βασίλειος Τρουπής.
3.8. Δυτική Ελλάδα, 12 Μαρτίου - 3 Ιουλίου 1822[17]
-
Κατά την διάρκεια της πολιορκίας των Πατρών και μετά την μάχη του Σαραβαλιού την 12 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης αποφάσισε να στείλη τον γιό του Γενναίο με στρατιωτική ενίσχυση που ζητούσαν οι Αιτωλοακαρνάνες διότι εθεωρείτο πιθανή η κάθοδος του Χουρσίτ προς την Πελοπόννησο μετά την νίκη και τον φόνο του Αλή πασά την 25 Ιανουαρίου.
-
Ο Γενναίος έφθασε μέχρι το Κομπότι Άρτας και το Πέτα, μαζί με πολλούς φιλέλληνες και παρέμεινε μέχρι την 3η Ιουλίου οπότε ειδοποιήθη από τον πατέρα του να επιστρέψει εσπευσμένα στην Πελοπόννησο.
-
Στην εκστρατεία σημμετείχαν και οι Σερβαίοι οπλαρχηγοί Γεώργιος Μπακράτζης, Ηλίας Κατζούλας και ο Βασίλειος Τρουπής, οι οποίοι έλαβαν μέρος και στις μάχες Αμφιλοχίας και Κομποτίου. Ο Βασίλειος Τρουπής έλαβε μέρος και στη δεύτερη εκστρατεία στη Δυτική Ελλάδα με τον Κανέλλο Δεληγιάννη με τον οποίο διατηρούσε άριστες σχέσεις.
3.9. Σουλίου, 29 Μαίου - 2 Ιουνίου 1822
Ο αείμνηστος οπλαρχηγός Γεώργιος Μπακράτζης από του Σέρβου με τους στρατιώτες του, μαζί με τον Μπότσαρη, τον Τζαβέλλα, τον Φωτομάρα, τον Δράκο, τον Ζέρβα, τον Κουτσονίκα απέκρουσαν τους εκλεκτούς του Ομέρ Βρυώνη όταν αποπειράθησαν να καταλάβουν το Σούλι στις 29 Μαίου - 2 Ιουνίου 1822.
3.10. Δερβενακίων, 26-28, Ιουλίου 1822[18]
Στις 12 Ιουλίου ο Δράμαλης με είκοσι τέσσερες χιλιάδες πεζούς και έξι χιλιάδες ιππείς στρατοπεδεύει στο Άργος. Το Εκτελεστικό και η βουλευτική επιτροπή καταφεύγουν στα πλοία. Ο Υψηλάντης με επτακόσιους άνδρες ενισχύει την ακρόπολη του Άργους. Ο Κολοκοτρώνης καταλαμβάνει τους Μύλους. Ο Δράμαλης λόγω ελλείψεως εφοδίων αποφασίζει να υποχωρήσει, όμως για να εξαπατήσει τους Έλληνες διαδίδει ότι θα προχωρήσει προς Τρίπολη. Ο Κολοκοτρώνης που αντελήφθηκε τις προθέσεις του Δράμαλη, κατέλαβε τα στενά των Δερβενακίων, Αγίου Σώστη και Αγιονόρι. Την 25 Ιουλίου οι Τούρκοι έστειλαν το πρώτο τμήμα προς Κόρινθο δια του Αγίου Σώστη. Ο Κολοκοτρώνης τους προσβάλλει κατά μέτωπο οι δε Νικήτας, Παπαφλέσας και Υψηλάντης από τα νώτα. Τρεις χιλιάδες νεκρούς εγκατέλειψαν οι Τούρκοι στο πεδίο της μάχης και αρκετά λάφυρα. Ο Δράμαλης αποφασίζει να υποχωρήσει δια της στενωπού Αγιονόρι την 27 Ιουλίου. Ο Κολοκοτρώνης στέλνει εναντίον του τον Νικήταν , τον Παπαφλέσα και τον Υψηλάντη αλλά ο Δράμαλης με 4000 άνδρες μόνον κατόρθωσε να διαφύγει προς την Κόρινθον, εκτός από τον τελευταίο ουλαμό που συνεπλάκη μαζί του ο Πλαπούτας παρά το Χιλιομόδι και εφόνευσε δέκα στρατιώτες και αιχμαλώτισε δύο δερβίσηδες. Ο Δράμαλης κατά τα τέλη Οκτωβρίου πέθανε από τις ταλαιπωρίες. Στα Δερβενάκια πολέμισαν οι οπλαρχηγοί, Φώτιος Δάρας και Γεώργιος Μπακράτζης έχοντες υπό τις οδηγίες τους στρατό, οι μπουλουξήδες, Κωνσταντής Ηλιόπουλος και Ηλίας Κωνσταντόπουλος, με στρατιώτες από του Σέρβου και ο Γεώργιος Σχίζας.
3.11. Ναυπλίου, 30 Νοεμβρίου 1822[19]
Οι Τούρκοι του Ναυπλίου ευρίσκοντο σε άσχημη κατάσταση. Μετά την καταστροφή του Δράμαλη, ο Κολοκοτρώνης τους ζήτησε με επιστολή που έστειλέ με τον Σταικόπουλο, να παραδοθούν δια συνθήκης διαφορετικά το φρούριο θα κυριεύετο με τα όπλα. Οι Τούρκοι αξιωματικοί κατέβηκαν στη πόλη στις 29 Νοεμβρίου για να συσκευθούν και να απαντήσουν στον Κολοκοτρώνη. Δύο Τούρκοι του φρουρίου που πίστευαν ότι η πτώση του Ναυπλίου ήταν αναπόφευκτη, θέλοντας να σώσουν τις οικογενειές τους ειδοποίησαν τον Σταικόπουλο να σπεύσει να καταλάβει το Παλαμήδι. Ο Σταϊκόπουλος με διακόσιους άνδρες έφθασε τα μεσάνυχτα στο φρούριο. Δυό τρεις άνδρες του πέρασαν το εξωτερικό τείχος και άνοιξαν την μικρή πόρτα του φρουρίου διευκολύνοντας την είσοδο όλων των στρατιωτών, που σε λίγο χωρίς καμία αντίσταση σχεδόν ευρίσκοντο επί των επάλξεων του Παλαμηδίου, κύριοι του φοβερού φρουρίου για το οποίο ηγωνίζοντο επί δύο χρόνια.
Ήταν η 30 Νοεμβρίου, η ημέρα εορτής του Αγίου Ανδρέου.
Στο Ναύπλιο πολέμισαν οι Σερβαίοι οπλαρχηγοί, Φώτιος Δάρας και Γεώργιος Μπακράτζης, οι μπουλουξήδες με στρατιώτες κυρίως από του Σέρβου, Κωνσταντής Ηλιόπουλος και Ηλίας Κωνσταντόπουλος, ο Νικόλαος Παπαδάρας και ο Ιωάννης Σμυρναίος. Ο Ιωάννης Σμυρναίος αναφέρεται σε διάφορες καταστάσεις οπλιτών της φρουράς και αργότερα. Φαίνεται ότι παρέμεινε στον τακτικό στρατό και ότι μετοίκησε από το χωριό στην περιοχή του Ναυπλίου.
3.12. Τραμπάλας, 7 Ιουνίου 1825[20]
Μέχρι την 5η Μαρτίου 1825ο Ιμπραήμ είχεν αποβιβάσει εντεκα χιλιάδες άνδρες στη Μεθώνη. Ο Κολοκοτρώνης, οι Δεληγιανναίοι και άλλοι οπλαρχηγοί που δόξασαν τον Αγώνα ήσαν κρατούμενοι από την Κυβέρνηση στο μοναστήρι του Προφήτου Ηλία στην Ύδρα από τις 4 Φεβρουαρίου. Οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί που συμπεριφέρθηκαν προς τους Πελοποννησίους κατά τρόπο χειρότερο και από τους Τούρκους, φοβισμένοι προ του κινδύνου αποχωρούν από την Πελπόννησο για να γλυτώσουν., ενώ ο Παπαφλέσας θυσιάζεται στο Μανιάκι για να εξιλεωθεί από τα ανομηματά του. Η Κυβέρνηση προ του κινδύνου προβαίνει σε γενική αμνηστεία των κρατουμένων και λοιπών "ανταρτών" και διορίζει την 19ην Μαίου αρχιστράτηγο Πελοποννήσου τον Κολοκοτρώνη. Ο Ιμπραήμ έχει γίνει κύριος της Μεσσηνίας και αρχές Ιουνίου κινείται προς Τρίπολη, με τελικό σκοπό να καταλάβει το Ναύπλιο. Την διάβαση Μακρυπλαγίου στα σύνορα Μεσσηνίας, Αρκαδίας στην τοποθεσία Τραμπάλα κοντά στα Παραδείσια επέλεξε ο Κολοκοτρώνης για να προσβάλλει τον Ιμπραήμ με τα στρατιωτικά σώματα του Γενναίου Κολοκοτρώνη, του Κανέλλου Δεληγιάννη, του Πλαπούτα, του Μητροπέτροβα και άλλων οπλαρχηγών που το σύνολο των στρατιωτών τους δεν υπερέβαινε τις τρεις χιλιάδες άνδρες. Στις 7 Ιουνίου σε μια επική μάχη οι Αιγύπτιοι κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν την ελληνική αντίσταση και να συνεχίσουν την πορεία τους προς την κεντρική Πελοπόννησο. Παρά τις πικρίες της εποχής από την συμπεριφορά ορισμένων αρχηγών οι Σερβαίοι πολέμισαν γενναία για να ανακόψουν την πορεία του Ιμπραήμ. Πιστοί στις αρχές της επαναστάσεως παρευρέθησαν στη μάχη, οι οπλαρχηγοί : Φώτιος Δάρας, Πανάγος Στρίγκος ή Ηλιόπουλος, Γεώργιος Μπακράτζης, οι μπουλουξήδες Ηλίας Κατζούλας, Κωνσταντής Ηλιόπουλος και Ηλίας Κωνσταντόπουλος με στρατιώτες από του Σέρβου. Συμμετείχαν επίσης οι, Νικόλαος Παπαδάρας, Αναγνώστης Δαρόπουλος και Γεώργιος Σχίζας.
3.13. Τρικόρφων, 12 Αυγούστου 1825[21]
Με πολλές δυνάμεις και με τους περισσότερους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου ο Κολοκοτρώνης, ενώ ο Ιμπραήμ ευρίσκετο στην Λακωνία, προσπάθησε να δημιουργήσει στρατόπεδο στα Τρίκορφα για να επιτύχει την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο μεγάλος ενθουσιασμός των ολίγων, οι αμφισβητήσεις στην εφαρμογή των σχεδίων του Κολοκοτρώνη μερικών και η εγκληματική αδιαφορία των υπολοίπων, παρά την επιτυχίαν στο Καστράκι με εκατόν πενήντα Τούρκους νεκρούς και είκοσι αιχμαλώτους, δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Οι Σερβαίοι με τον Πανάγο Στρίγκο η Ηλιόπουλο, τον Γεώργιο Μπακράτζη, τον Ηλία Κατζούλα, τον Κωνσταντή Ηλιόπουλο και Ηλία Κωνσταντόπουλο έλαβαν μέρος στην μάχη. Πολέμισαν επίσης ο Αναγνώστης Δαρόπουλος και ο Νικόλαος Παπαδάρας.
3.14. Μεσολογγίου, 10 Απριλίου 1826[22]
Η πολιορκία και η έξοδος του Μεσολογγίου είναι αδύνατον να περιγραφή εδώ. Το δημοσίευμα των Ελληνικών Χρονικών της της 3ης Φεβρουαρίου εκφράζει κατά τον καλύτερο τρόπο τις σκέψεις και τα συναισθήματα των πολιρκημένων, που μεταξύ των άλλων αναφέρει:
" . . το οχύρωμά μας κατεστράφη, αι οικίαι μας εκρημνίσθησαν, τα υποστατικά μας κατεδαφίσθησαν, οι αδελφοί μας ετάφησαν, αλλ'η ένδοξος σημαία του Σταυρού μένει και κυματεί επάνω εις τα ερείπια και εις τους τάφους. Τα στήθη μας είναι οι νέοι προμαχώνες και η σταθερά απόφασις του να αποθάνωμεν υπέρ πατρίδος το μόνον μας όπλον. . .".
Όταν στις 10 Απριλίου μετά την έξοδον ο Ιμπραήμ και Κιουταχής εισήλθαν στην πόλη όπου είχε λάμψει το ηρωικόν πνεύμα του δωδεκάμηνου αγώνα για την ελευθερία, από τότε που άρχισε η πολιορκία μέχρι της ώρας της δραματικής εξόδου, δεν ευρήκαν παρά καπνίζοντα ερείπια, δρόμους αιματόβρεκτους, γεμάτους από νεκρούς και μέλη ανθρώπινα από τις ανατινάξεις και χιλιάδες γυναικόπεδα αιχμάλωτα. Στην πολιορκία του Μεσολογγίου παρευρέθηκαν και οι Σερβαίοι, ήρωες οπλαρχηγοί, Γεώργιος Μπακράτζης και Ηλίας Κατζούλας, εμψύχωνε δε τους πολιορκημένους και συμμετείχε στην ηρωική έξοδο ο αθάνατος Νικόλαος Παπα-δάρας.
3.15. Σέρβου, 10 Μαίου 1826[23]
Μετά την καταστροφή του Μεσολογγίου 10/11 Απριλίου 1826 η μόνη πόλη της Πελοποννήσου που κατείχε η Διοικητική επιτροπή, που αντικατέστησε την Κυβέρνηση Κουντουριώτη, την 17ην Απριλίου, Μεγάλο Σάββατο, ήταν το Ναύπλιο. Ο Κολοκοτρώνης αφού επαναδιορίστηκε, "Γενικός Αρχηγός όλων των κατά την Πελοπόννησο στρατευμάτων" προσπαθούσε να κινητοποιήσει τους οπλαρχηγούς και προκρίτους των επαρχιών της Πελοποννήσου,
"να εβγάλουν εις τον πόλεμον, έκαστος από την επαρχίαν εις το τμήμα εις το οποίον ευρίσκεται, όλους χωρίς εξαίρεσιν όσους δύνανται να φέρουν όπλα δια να ματαιώσουν τα σχέδια του εχθρού. . [24]".
Την 1η Μαίου ο Ιμπραήμ, με το σύνολο των δυνάμεων του , περίπου 6-8 χιλ. άνδρες, εξόρμησε από την Πάτρα για τα Καλάβρυτα όπου ανενόχλητος έφθασε μετά διήμερο. Ταυτόχρονα όμως, με την αναχώρηση του Ιμπραήμ από την Πάτρα, 2-3 χιλ. Τουρκοαιγύπτιοι υπό τον Σουλεϊμάν μπέη κινήθηκαν από τα Μεσσηνιακά φρούρια όπου ευρίσκοντο και έφθασαν στο όρος Μίνθη, κατέκαυσαν το χωριό Άλβενα την 1η Μαϊου και επέστρεψαν στη Ζαχάρω. Την 3ην Μαΐου ο Πλαπούτας ενημερώνει τον Γενικό Αρχηγό από το Παλούμπα που ευρίσκετο:
"Εκλαμπρότατε αρχηγέ, οι Τούρκοι των καστρών προχθές Σάββατον έφθασαν εις Ζαχάρων, ανέβηκαν έως την Άλβεναν και την έκαυσαν, και έκαυσαν και όλα τα κάτω χωρία από Γραίκα έως εις Αγουλινίτζαν, και ευρίσκονται εκεί έως σήμερον. Ημείς στέκομεν προσεκτικοί παρατηρούντες τα κινήματά του, και μάλιστα το στράτευμα της Λιοδώρας και μερικοί ξένοι εδικοί μου ευρίσκονται εις Μπέλεσι και Άσπρα Σπίτια. Και όπως τα κινήματα του εχθρού μας οδηγήσουν θέλει ακολουθήσωμεν, και περιμένομεν να μας δώσεις οδηγίας. Ο στρατηγός Νικήτας χθες έφθασεν εις Άλβεναν.
Τη 3 Μαΐου 1826, Παλούμπα, ο αδελφός Δημητράκης Πλαπούτας" .
Ο Ιμπραήμ αφού λεηλάτησε και κατέστρεψε την περιοχή των Καλαβρύτων αναχωρεί την 7ην Μαίου για Τρίπολη στην οποία εισέρχεται την 9ην Μαίου, σχεδόν ανενόχλητος, "καίγοντας όλα τα χωρία", με μεγάλες φάλαγγες αιχμαλώτων και πολλά λάφυρα. Όμως πριν φθάσει στην Τρίπολη, θέλησε να υπενθυμίσει την παρουσία του στην Γορτυνία, γι' αυτό απέστειλε ενώ ευρίσκετο καθ' οδόν, πριν από το Λεβίδι ισχυρές δυνάμεις, προς Άκοβες κ Πέρα Μεριά[26], όπως επίσης και προς Λαγκάδια - Σέρβου. Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών έντρομοι διασκορπίστηκαν στα βουνά. Αργότερατην 12ην Μαίου ο Δήμος Κανελλόπουλος αναφέρει από την Ανδρίτσαινα προς την Διοικητική Επιτροπή σχετικά με την κίνηση του αποσπάσματος των τουρκοαιγυπτίων:
". . εις τας 9 τρέχοντος πάλιν, οι εχθροί μας παρρησιάζονται οι ερχόμενοι από Πάτρα, εν μέρος από τις Άκοβες εις του Καλλιάνη και άλλο μέρος εις Λαγκάδια, Σέρβου και Ζυγοβίστι, ώστε βλέποντάς τους ο κόσμος, απέρασεν όλη η Καρύταινα εις τα εδικά μας μέρη, και εχθές εβρισκόντουσαν οι εχθροί εις της Δημητσάνας τον κάμπον . . [27]".
Αλλά και ο Δημήτριος Δηληγιάννης, που την 11ην Μαίου πέρασε από την Κερπινή ενημέρωνε για την κατάσταση τον Γενικό Αρχηγό [28] :
". . ότι οι εχθροί έως πέντε χιλιάδες το Σάββατον (8 Μαίου) εκατέβηκαν εις της Κυράς το Γεφύρι και την Κυριακήν έγιναν δύο κολώνες, η μία απέρασεν εις Πέρα Μεριά και η άλλοι στα Λαγκάδια και το κατέστρεψαν αυτό το μέρος. . ".
Αναφέρουν οι οπλαρχηγοί Κανελλόπουλος και Δηληγιάννης ότι η δύναμη που απεσπάσθη, το Σάββατο 8 Μαίου, σχεδόν πέντε χιλιάδες κατέβηκε προς της Κυράς το Γεφύρι και από εκεί χωρίσθηκε σε δύο τμήματα από τα οποία το ένα κινήθηκε προς Πέρα Μεριά και το άλλο προς τα Λαγκάδια τα οποία και κατέστρεψε. Δεν αναφέρει ο Δηληγιάννης που διανυκτέρευσε το τμήμα την 9ην Μαίου, και αντιπαρέρχεται την συμπλοκή της 10ης Μαίου στου Σέρβου. Συμπερασματικά λόγω της κινήσεως της επομένης προς Σέρβου, μπορούμε να υποθέσουμε ότι μία μεγάλη δύναμη 2 χιλ. στρατιωτών με περισσότερα από 5 χιλ. αιγοπρόβατα και διάφορα άλλα ζώα ήταν αδύνατο να παραμείνει στα κατεστραμμένα Λαγκάδια αλλά πρέπει να προτίμησε τον πεδινό χώρο της Αγίας Παρασκευής που παρείχε ασφάλεια και κυρίως τροφή και νερό για τα ζώα.
Από τον χώρο αυτό κρίνεται ανετότερη η εξόρμηση προς Λιοδώρα μέσω της ορεινής διάβασης Αρτοζήνου και δικαιολογείται πλήρως η θέση της φάλαγγας αλλά και των ενεδρευόντων τμημάτων. Ενώ το δρομολόγιο που οδηγεί απ' ευθείας από Λαγκάδια προς Σέρβου παρακάμπτει τελείως το Διάσελο γιατί διέρχεται από τον μεταξύ Παλαιοκάστρου και Βουνού αυχένα στη θέση Λεσιά και οδηγεί αμέσως στο χωριό από την Τρανή Βρύση.
Είναι φανερό λοιπόν πως περισσότεροι από χίλιοι πεζοί και ιππείς Αιγύπτιοι, την Δευτέρα 10 Μαίου 1826 εκινήθησαν από την Αγία Παρασκευή Καλονερίου προς Λιοδώρα δια μέσου της ορεινής διάβασης Αρτοζήνου με σκοπό να λεηλατήσουν, να κάψουν να αφανίσουν και να αιχμαλωτίσουν τους κατοίκους των χωρίων της περιοχής . Η αναφορά του Πλαπούτα προς την Διοικητική Επιτροπή [30], της 12 Μαίουσχετικά με την κατάσταση και την διεξαγωγή της μάχης αναφέρει μεταξύ των άλλων:
" Εισηκούσθην ευθύς με τον στρατ. Χρύσανθον δια να ανταμώσωμεν εις Δίβριν ή στα Τριπόταμα, και να απεράσωμεν εις Καλάβρυτα, με απόφασιν δια να τους βλάψωμεν εκεί όσον ημπορέσωμεν. Αλλ' ο εχθρός προλαμβάνων ήλθεν εις τα σύνορα Άκοβας και Πέρα Μεριάς, ο ερχομός του τάραξεν όλους τους κατοίκους των μερών τούτων μην ηξεύρωντα πόθεν θα κινηθή και δια πού, διο βιασμένοι από τας γυναίκας και παιδιά των διεσκορπίσθησαν τήδε κακείσαι, χωρίς να έχη την παραμικράν δοχήν εις αυτούς η πιθώ ή η βία. Εγώ μην ημπορώντας να φέρω σε έκβαση του σκοπού μου, επήρα τους μισθωτούς στρατιώτας και ευγήκα εις το πλευρό του εχθρού, παρατηρώντας όθεν ημπορώ να τους βλάψω και να εμποδίζω όσον ημπορούσα τροφάς οπού ενδέχετο να πάρει. Καθώς την δευτέραν πρωί απερνώντας εν Σώμα από αυτούς, περίπου των χιλίων πεζών και ιππέων εις το διάσελον της γριάς, και εκινήσαντες δια τα μέρη τούτα ήλθον εις το Λυκούρεσι και συναντήθηκα με αυτούς εις του Σέρβου από κάτω, με τους οποίους ετουφεκίσθημεν και όσον ημπορέσαμε τους αντισταθήκαμε πέρνωντας τους περίπου των πέντε χιλιάδων προβάτων όπου είχαν παρμένα, μερικά αλογογελάδια, εμποδίζοντας ακόμη και όσα άλλα εκ του πλησίον ημπορούσαν να πάρουν. Εσκοτώθηκαν από αυτούς μερικοί, από τους οποίους έμειναν τρεις τέσσεροι, και ακολούθως πάλιν τουφεκιζόμενοι οι μισοί απέρασαν εις τον κάμπον Δημητζάνας. Εγώ δε μ' όσους περισσοτέρους ιμπόρισα εις Ζάτουνα, με απόφασιν οπού να έλθουν εις Δημητζάνα και Ζάτουνα να τους βαρέσωμεν. Αλλ´αυτοί από εκεί οπού ετοποθετήθησαν το εσπέραν ανεχώρησαν κατ ευθείαν δια την Τριπολιτσάν. . "
Οι κάτοικοι του Σέρβου παρακολουθούντες από κοντά τις κινήσεις του εχθρού αντελήφθηκαν έγκαιρα τις προθέσεις του, και απεφάσισαν όπως ανακόψουν την κίνησή του προς Λιοδώρα καταλαμβάνοντες την διάβαση Αρτοζήνου. Η κίνηση από αυτό το ορεινό δρομολόγιο χιλίων πεζών και ιππέων με 5-6 χιλ ζώα, μιας φάλαγγας μεγαλύτερης των χιλίων μέτρων αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα διοίκησης και συντονισμού και ήταν ευπρόσβλητη από οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια. Αυτό φαίνεται ότι εκμεταλεύθησαν οι ευφυείς και εμπειροπόλεμοι Σερβαίοι και εφαρμόζοντες άριστο τακτικό σχέδιο ενεργείας, διοχέτευσαν τους καυχόμενους για τις στρατιωτικές τους επιτυχίες Αιγύπτιους στον χείμαρρο Γκούρα μέσω Σφυρίδας [31]. Άπαντες οι Σερβαίοι, κατέλαβαν τις οχυρές θέσεις ανατολικά του Σερβαίκου Βουνού και όλα τα επίκαιρα σημεία ελέγχου του δρομολογίου που από το διάσελο μέσω Σφυρίδας οδηγεί προς Ηραία, ο δε Πλαπούτας από του Παλούμπα όπου ευρίσκετο με το στρατευμά του κινήθηκε ταχέως και έκλεισε το δρομολόγιο βόρεια Λυκούρεση και νότια Σέρβου σχηματίζοντας ένα θύλακα μέσα στον οποίο εισχώρησαν εγκλωβίστηκαν οι δυνάμεις του Ιμπραήμ. Οι Σερβαίοι εκμεταλλευόμενοι την πλεονεκτική λόγω εδάφους θέση κυλίοντας και εξεσφενδονίζοντες πέτρες, προκάλεσαν τον πανικό στους παγιδευμένους Αιγυπτίους και αφού τους προξένησαν μεγάλη φθορά τους ανάγκασαν τα εγκαταλείψουν τα αποκομιζόμενα, να οπισθοχωρήσουν, ντουφεκιζόμενοι συνεχώς, από τις δυνάμεις πιέσεως του Πλαπούτα, να φύγουν ατάκτως προς Λαγκάδια και κάμπο Δημητσάνας και την επομένη 12 Μαϊου να φθάσουν στην Τρίπολη[32].
Ένας υπερόπτης εχθρός με τόσες νίκες και μεγάλη στρατιωτική υπεροχή σε προσωπικό και μέσα, που ανενόχλητος καίει, καταστρέφει, λεηλατεί, αιχμαλωτίζει, όχι μόνο αδυνατεί να διασπάσει την αμυντική γραμμή των ηρωϊκών Σερβαίων, αλλά εγκαταλείπει στο πεδίο της μάχης νεκρούς, πέντε χιλιάδες αλογο-γέλαδα και άλλα ζώα και τρέχει πανικόβλητος να σωθεί. Το μέγεθος του πανικού των Αιγυπτίων, αφήνει να εννοηθεί και ο Πλαπούτας στη συνέχεια της αναφοράς του προς την Διοκ. Επιτροπή, όταν αναφέρεται στον Τουρκο καβαλλάρη που έχασε τον δρόμο του και συνελήφθη στην περιοχή της Στεμνίτσας:
"..Ταυτοχρόνως όμως ένας Τούρκος καβαλάρης, χάσας τον δρόμον επήγε στην Στεμνίτζαν και εκεί επιάσθη από τους ιδίους στεμνιτσιώτες, όστις ομολόγησεν πως ο Ιμπραήμ ζή και ήλθεν εις Τριπολιτζάν, ο αριθμός των στρατιωτών του είναι έως δέκα χιλιάδες .Έχει σκοπόν δια να φέρει και τους λοιπούς από τα κάστρα και να κατέβει στο Άργος και να σταθή εκεί έως ότου να του έλθη η αρμάδα του και τότε να βαρέση τα νησιά. Ο δε Κιουταχής και Χουσεϊν μπεης εσκοτώθηκαν, έχει μαζί του τον Βεϊζούλαγα λαλιώτη και έναν άλλον από Πάτρας. . ."
Πρόκειται για μια σημαντική μάχη όχι τόσο για τη φθορά που προξένησε στους Αιγυπτίους αλλά για το χρόνο και τις συνθήκες υπό τις οποίες δόθηκε. Για την γενική κατάσταση της εποχής αναφέρει σχετικά ο Σπηλιάδης:
"ο δε Ιμπραήμ ήδη περιφέρεται όπου θέλει, ήδη χωρεί και εις αυτά τα δύσβατα μέρη...παραδίδει τα πάντα εις πυρ και εις σίδηρον, αρπάζει και τα πράγματα και τα ποίμνια των κατοίκων και ανδραποδίζει πλήθος αθώων και αδυνάτων,ότε και πολλαί γυναίκες και κοράσια καταδιωκόμεναι ρίπτονται εις τους ποταμούς και πνίγονται και κατακρημνίζοντα από υψηλούς βράχους εις τα βάραθρα...[33]"
Παρ' όλα αυτά οι γενναίοι κάτοικοι του Σέρβου, αναμετρήθηκαν με τον σαφώς υπέρτερο εχθρό, άοπλοι σχεδόν, κυλίοντας και εξεσφενδονίζοντας πέτρες τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη μάχη και να φύγει ατάκτως προς Τρίπολη[34]. Οι ήρωες των μαχών του Αλφειού, Λεβιδίου, Βαλτετσίου, Λάλα,Τριπολιτσάς, Άργους, Κορίνθου, Πατρών, Κομποτίου, Σουλίου, Δερβενακίων, Ναυπλίου, Τραμπάλας, Τρικόρφων, Μεσολογγίου, με την νίκη τους στου Σέρβου στις 10 Μαίου 1826, έκλεισαν την αυλαία των σημαντικών μαχών στην Πελοπόννησο για την απελευθέρωση του έθνους και παρέδωσαν την σκυτάλη στον μεγάλο φιλέλληνα και νικητή του Τράφαλγκαρ, ναύαρχο Κόδριγκτων για να γράψη την μεγαλύτερη σελίδα της ιστορίας μας στο Ναυαρίνο, όπου την 8η Οκτωβρίου 1827 μαζί με τους ναυάρχους, Δεριγνύ (Γάλλο) και Χέυδεν (Ρώσο) μετέτρεψαν τον τρομερό στόλο του Ιμπραήμ σε ένα αξιοθρήνητο ναυάγιο. Τελευταία μάχη του Αγώνα ήταν στην Πέτρα της Βοιωτίας, 12 Σεπτεμβρίου 1829, η δε ελληνική υπόθεση θεωρήθηκε ως "οριστικώς και αμετακλήτως λήξασα" την 21 Ιουλίου 1832, με την " σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως " κατά την οποίαν η Υψηλή Πύλη δέχτηκε τα ελληνικά σύνορα μέχρι του Αμβρακικού και Παγασητικού.
4. Επίλογος
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος κατεβλήθη προσπάθεια αμοιβής των Αγωνιστών εκ μέρους του νεοσύστατου κράτους με την παραχώρηση εθνικών κτημάτων αλλά λόγω διαφωνειών δεν κατέστη δυνατόν. Το ίδιο επαναλήφθη και κατά τα έτη 1833, 1845, και τελευταία το 1864 υπό την προεδρεία του Ιωάννου Κολοκοτρώνη γιού του Γέρου του Μοριά. Η επιτροπή κατέτεξε τους στρατιωτικούς και πολιτικούς σε επτά τάξεις αξιωματικών δύο υπαξιωματικών και στους στρατιώτες. Επειδή όμως δεν υπηρχε οικονομική δυνατότητα αποζημίωσης όλων των Αγωνιστών ετέθησαν στο αρχείο. Οι αθάνατοι όμως αυτοί ήρωες ωφέλησαν πάλι το έθνος γιατί το πολύτιμο υλικό (αιτήσεις - πιστοποιητικά) που άφησαν βόηθησε πολύ την ιστορία μας.
Από του Σέρβου μόνον 14 υπέβαλλαν αιτήσεις αποζημιώσεως.
Απ' αυτούς η Επιτροπή κατέταξε έναν, αξιωματικό Δ΄ τάξεως, δύο, υπαξιωματικούς Α΄ τάξεως, τέσσερους, υπαξιωματικούς Β΄τάξεως, τέσσερους, στρατιώτες και τρεις αταξινόμητους. Δυστυχώς δεν υπάρχουν Μητρώα Αγωνιστών, για κάθε περίπτωση για την κάθε μάχη, αναλογικά όμως όπως φαίνεται από τον πληθυσμό του κάθε χωριού και από τον τρόπο στρατολογίας, ο οποίος προέβλεπε την καθολική συμμετοχή των κατοίκων, το Σέρβου είχε μεγάλη προσφορά στον Αγώνα αλλά ελάχιστες ή μιδαμινές απαιτήσεις. Όλα τα ιστορικά στοιχεία φανερώνουν ότι οι Σερβαίοι από αρχής μέχρι τέλους του Αγώνος ενδιαφέρθησαν μόνον για την αποτίναξη του τούρκικου ζυγού χωρίς προσωπικά οφέλη. Έχοντας ως οδηγό την σωτηρία της πατρίδος συμμετείχαν σ'όλους τους Αγώνες, από την πρώτη ενθουσιώδη μάχη που δόθηκε στον Αλφειό μέχρι και τις τελευταίες απεγνωσμένες προσπάθειες του κλεφτοπόλεμου κατά του Ιμπραήμ.
Στις αιτήσεις τους φαίνεται το μεγαλείο των ηρώων.
Αναφέρει ο αξέχαστος Γεώργιος Μπακράτζης στην αιτησή του [35]: Τον ξεσηκωμό των Ελλήνων, τις συνέπειες του πολέμου, την συμμετοχή του στις σημαντικότερες μάχες και πολιορκίες, τα αποτελέσματα του Αγώνα
". επέστρεψα με πολλές πληγές και ακρωτηριασμένος", και τέλος ζητά από την πατρίδα " να τον ανταμείψη κατά αναλογίαν των αγώνων του".
Η αίτηση αυτή εμπεριέχει τα πάντα, είναι ένας απολογισμός, είναι η προσφορά προς την πατρίδα , το καθήκον, όπως το αντιλαμβάνεται ένας ήρωας, όπως το νοιώθει ένας πολεμιστής, ένας αγνός πατριώτης. Πολύ απλά: "να με ανταμείψετε κατά αναλογία των αγώνων μου", τίποτα περισσότερο.
Ήρωα Μπακράτζη. Ήρωες πατριώτες η πατρίδα σεμνύνεται για Σας
Τα Κατορθώματα σας, οι Θυσίες σας, η Προσφορά σας προς την Πατρίδα φυλάσσονται στο Ιστορικό Αρχείο του Εθνους, για να διδάσκουν εις τους αιώνες τους λαούς, τους αγώνες που απαιτούνται για την απόκτηση της Ελευθερίας. Οι αναφορές όλων σας και σήμερα ακόμη είναι επίκαιρες, δεν καλύπτουν μόνον την περίοδο του 21, αλλά όλες τις εποχές και όλους τους πατριώτες μας που έπεσαν για την πατρίδα: στα Γιαννιτσά, στη Μανωλιάσα, στη ΤΖουμαγιά, στο Αβγκίν, στο ύψ. Αλ-Μπανάζ, στον Σαγγάριο, στην Μ. Ασία, στο Κατσιλούκ, στο Καρακογιού, στο Καλέ-Γκρότο, στο Κιρέζ Ογλού Ντάγ, στη Μπίγλιστα, στο Κιάφε Λουζίτ, στο Σιρακούτ, στις Μουρνιές και αυτούς που πέθαναν από τις κακουχίες των πολέμων στα Στρατιωτικά Νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης, των Πατρών, του Ναυπλίου, της Τριπόλεως, αλλά και εκείνους που ακόμη δεν έχει προσδιορισθεί η τοποθεσία του θανάτου τους.
Για τις θυσίες αυτών των ηρώων θα αναφερθούμε σε επόμενες δημοσιεύσεις του Αρτοζήνου και οι αναφορές αυτές ας θεωρηθούν: Απότιση Φόρου Τιμής, εκ μέρους όλων.
Βιβλιογραφία-Σημειώσεις .
[1] Αγησιλάου Τσέλαλη, Πλαπούτας, Εκδ. Γιαννίκος, Αθήνα, 1962, σ.39
[2] Νέος Ελληνομνήμων, τ. 7ος, σ.238.
[3] Χάρτης, ΓΥΣ, φ. Καλαμάτα 1/250000, 1977
[4] Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, 1961, σ. 277, (Κληρικοί Αγωνιστές του Εικοσιένα)
[5] Την 25ην Μαρτίου, επιδόθηκε στους Προξένους που ήσαν στην Πάτρα, η διακύρηξη της Ελληνικής επανάστασης η οποία είχε ως εξής:
" Ημείς το Ελληνικόν έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει τον όλεθρον εναντίον μας, πότε μ' ένα και πότε μ' άλλον τρόπον, αποφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν. Και τούτου ένεκα, βαστούμε τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματά μας. Όντες λοιπόν βέβαιοι ότι όλα τα Χριστιανικά Βασιλεια γνωρίζουν τα δίκαιά μας και όχι μόνον δεν θέλουν μας εναντιωθεί, αλλά και θέλουν μας συνδράμει, και όυι έχουν εις μνήμην ότι οι ένδοξοι πρόγονοί μας εφάνησάν ποτε ωφέλιμοι εις την ανθρωπότητα, δια τούτο ειδοποιούμεν την Εκλαμπρότητά σας και σας παρακαλούμεν να προσπαθήσετε να είμεθα υπό την εύνοιαν και προστασίαν του μεγάλου τούτου κράτους [5]".
Την επαναστατικήν αυτήν διακήρυξην υπέγραψαν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κερνίκης Προκόπιος, ο Ανδρέας Ζαϊμης, ο Ανδρέας Λόντος, ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος και ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος.
[6] Δ. Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, εκδ. Μέλισσα, τ. 1ος ,σ. 275
[7] Βασίλη Ι. Δάρα, Ιστορικά Σέρβου Γορτυνίας, Αθήνα 1988, τ. 1ος, σ. 32-62. Στο βιβλίο του ο σ. αναφέρει πλήρη στοιχεία των φακέλλων των αγωνιστών, Αιτήσεις -Πιστοποιητικά , και με σχόλια από άλλες πηγές περιγράφει λεπτομερώς τους Αγώνες και τις Θυσίες των Σερβαίων.
[8] Όπως αναγράφονται στις Αιτήσεις και Πιστοποιητικά των Αγωνιστών.
[9] Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. Μέλισσα, Τ. 2ος, σ. 62-63
[10] Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. Μέλισσα, Τ. 2ος, σ. 79-83
[11] Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. Μέλισσα, Τ. 2ος, σ. 168-179
[12] Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. Μέλισσα, Τ. 2ος, σ. 131-143
[13] Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. Μέλισσα, Τ. 3ος σ. 307-310
[14] Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. Μέλισσα, Τ. 3ος, σ. 179
[15] Διονυσίου Α Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. Μέλισσα, Τ. 4ος , σ. 178 - 185
[16] Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. Μέλισσα, Τ. 4ος, σ. 221-229
[17] Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. Μέλισσα, Τ. 4ος, σ. 230-232
[18] Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. Μέλισσα, Τ. 4ος, σ. 344-368
[19] Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. Μέλισσα, Τ. 5ος, σ. 343-358
[20] Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. Μέλισσα, Τ. 9ος, σ. 49-51
[21] Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. Μέλισσα, Τ. 9ος, σ. 162-164
[22] Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. Μέλισσα, Τ. 9ος, σ. 397-412
[23] Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. Μέλισσα, Τ. 10ος, σ. 142
[24] Τον Πλαπούτα που ήταν στην Γορτυνία ενημέρωνε σχετικώς: "Αδελφέ Δημητράκη σε ασπάζομαι με το Χριστός Ανέστη.Σου επεύχομαι να εορτάσης και εις πολλούς χρόνους το Άγιον Πάσχα. Σε ειδοποιώ ότι το Μέγα Σάββατον το εσπέρας εμβήκεν η νεα διοικησις εις Ναύπλιον και αμέσως άρχισεν με δραστηριότητα τας εργασίας της. Απόφασις έγινε γενική και σταθερά να εκστρατεύσουν όλοι οι Πελοποννήσιοι κατά του εχθρού, και τοιαύται διαταγαί εδόθησαν και άδεια εις τους οπλαρχηγούς να μεταχειρισθούν κάθε είδους βίας και παιδείας δια να τους ξεκινήσουν όλους χωρίς εξαίρεσιν. Όθεν και η γενναιότης σου, λαμβάνοντας την παρούσαν μου, να συνάξης τους οπλοφόρους της Λιοδώραςκαι να σταθής εις όποιο μέρος κρίνεις αρμοδιώτερον, παρατηρών τα κινήματα του εχθρού. Αι ζωοτροφίαια των στρατιωτών θέλει οικονομούνται επί του παρόντος από τα σπίτια των, έως να οικονομίσει η Διοίκησις. Εκείνο όπου ο καθείς έχει να φάγει εις το σπίτιτου, ας το πάρη μαζί του. Και ας μας φανή ότι σήμερα κάμνονεν αρχή της ιεράς εκστρατείας μας, καθότι και οκινδυνος οπού μας παρουσιάζεται είναι φοβερώτερος παρ' άλλοτε. Από τα όπλα μας αδελφέ στέκει να γλυτώσωμεν εαυτούς, γυναίκας, παιδιά και την πατρίδα μας.
Τη 22 Απριλίου 1826. Εκ Ναυπλίου. Ο αδελφός Θ. Κολοκοτρώνης "
[25] ΓΑΚ, Εκτελεστικόν, φ. 180, 12 Μαίου 1826, Πλαπούτας προς Διοικ. Επιτροπή.
[26] Η επαρχία Γορτυνίας από την πρώτη Τουρκοκρατία (1460 - 1685), αποτελούσε το βιλαέτι της Καρύταινας και χωριζόταν σε τέσσερα τμήματα, σέμπια. Των Βουνών: Νταβιά, Αλωνίσταινα, Πιάνα και άλλα 31 χωριά με 13.860 κατοίκους. Του Κάμπου Καράτουλα, Παλαμάρι, Καρυές και άλλα 27 χωριά με 3.265 κατοίκους. Της Άκοβας και Πέρα Μεριάς: Νεμούτα, Βυζίκι και άλλα 37 χωριά με 4.245 κατοίκους. της Λιοδώρας: Δημητσάνα, Σέρβου, Παλούμπα και άλλα 38 χωριά με 7.385 κατοίκους. Ρωμαϊκά σπίτια 8.000, τούρκικα 100. Γιδοπρόβατα , ζώα χοντρά, γεννήματα πλήθος και ολίγα μετάξια. ( Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1962, σ. 317) .
[27] ΓΑΚ, Εκτελ. φ, 180.12 Μαίου 1826, Δ. Κανελλόπουλος από Ανδρίτσαινα προς Διοικ. Επιτροπή.
[28] ΓΑΚ, Εκτελεστικόν, φ, 181. 11 Μαίου 1826, Δημ. Δηλιγιάννης από Κερπινή προς Γεν. Αρχηγόν
[29] " Εκλαμπρότατε γενικέ αρχηγέ. Ήλθον σήμερον εδώ στην Κερπινήν και ηύρον μόνον τέσσαρες φαμελιές κερπινιώτικες και δέκα γλογοβήτικες και τα λοιπά χωριά όλα ετούτου του μέρους Άκοβα, Λαγκάδια και Πέρα Μεριάς έφυγαν όλα και απέρασαν στην μάνην. Οι εχθροί έως πέντε χιλιάδες το Σάββατον εκατέβηκαν εις της κυράς το γεφύρι, και την Κυριακήν έγιναν δύο κολώνες η μία απέρασεν εις Πέρα Μεριά και οι άλλοι στα Λαγκάδια και το κατέστρεψαν αυτό το μέρος. Εχθές βράδυ εκοιμήθησαν εις τον κάμπον Δημητζάνας. Σήμερον εφαίνοντο φωτιές εις Μαγούλιανα και Βυτίναν. Ο Κωνσταντής Αναστόπουλος είναι εις την πολιανή και εχθές βράδυ απερνούσαν από την κρυόβρυση είκοσι καββαλαρέοι και εβγήκαν εις το Διάσελο της Αλωνίστενας με δέκα νομάτους που είχε τους εβάρεσαν και εκράτησαν εις τον τόπον πέντε και έναν έπιασαν πληγωμένον και οι άλλοι επέστρεψαν στα Λαγκάδια. Εγώ αύριον θέλω απεράσω εις Άκοβες για γράμματα εις Παλούμπα και Πέρα Μεριά. και μένο.
Τη 11 Μαϊου 1826. Κερπινή, Δημήτριος Δηληγιάννης"
[30] ΓΑΚ, Εκτελ. φ, 180. 12 Μαίου 1826, Δ. Πλαπούτας από Παλούμπα προς Διοικ. Επιτροπή
"Σεβαστή Διοικητική Επιτροπή. Ενώ κατεγινόμουν εις την συνάθροισιν στρατιωτών, του τμήματος τούτου, και εισηκούσθην και με άλλους οπλαρχηγούς διά να περάσωμεν εις Καλάβρυτα, προς ανθίστασιν του εχθρού, ήλθον οι εξ Νεοκάστρου και Αγουλινίτζαν, και βιασμένοι από τους ιδίους κατοίκους των μερών τούτων εστάθην εις τα μέρη Μπέλεση και Άσπρα Σπίτια, καθώς ελθών και ο στρατ. Νικήτας το απέναντι μέρος, έπιασα πρώτα την Σμέρνα, με απόφασιν δια να ημπορέσωμεν να τους βαρέσωμεν εκεί όπου ήτον οι εχθροί τοποθετημένοι, αλλ' αυτοί μετά μία ημέρα του ερχομού τους δια νυκτός απέρασαν άντικρυ του κλειδιού το παράλιον δι´ Αρκαδίαν. Εισηκούσθην ευθύς με τον στρατ. Χρύσανθον δια να ανταμώσωμεν εις Δίβριν ή στα Τριπόταμα, και να απεράσωμεν εις Καλάβρυτα, με απόφασιν δια να τους βλάψωμεν εκεί όσον ημπορέσωμεν. Αλλ' ο εχθρός προλαμβάνων ήλθεν εις τα σύνορα Άκοβας και Πέρα Μεριάς, ο ερχομός του τάραξεν όλους τους κατοίκους των μερών τούτων μην ηξεύρωντα πόθεν θα κινηθή και δια πού, διο βιασμένοι από τας γυναίκας και παιδιά των διεσκορπίσθησαν τήδε κακείσαι, χωρίς να έχη την παραμικράν δοχήν εις αυτούς η πιθώ ή ηβία. Εγώ μην ημπορώντας να φέρω σε έκβαση του σκοπού μου, επήρα τους μισθωτούς στρατιώτας και ευγήκα εις το πλευρό του εχθρού, παρατηρώντας όθεν ημπορώ να τους βλάψω και να εμποδίζω όσον ημπορούσα τροφάς οπού ενδέχετο να πάρει. Καθώς την δευτέραν πρωί απερνώντας εν Σώμα από αυτούς, περίπου των χιλίων πεζών και ιππέων εις το διάσελον της γριάς, και εκινήσαντες δια τα μέρη τούτα ήλθον εις το Λυκούρεσι και συναντήθηκα με αυτούς εις του Σέρβου από κάτω, με τους οποίους ετουφεκίσθημεν και όσον ημπορέσαμε τους αντισταθήκαμε πέρνωντας τους περίπου των πέντε χιλιάδων προβάτων όπου είχαν παρμένα, μερικά αλογογελάδια, εμποδίζοντας ακόμη και όσα άλλα εκ του πλησίον ημπορούσαν να πάρουν . Εσκοτώθηκαν από αυτούς μερικοί, από τους οποίους έμειναν τρεις τέσσεροι, και ακολούθως πάλιν τουφεκιζόμενοι οι μισοί απέρασαν εις τον κάμπον Δημητζάνας. Εγώ δε μ' όσους περισσοτέρους ιμπόρισα εις Ζάτουνα, με απόφασιν οπού να έλθουν εις Δημητζάνα και Ζάτουνα να τους βαρέσωμεν. Αλλ´αυτοί από εκεί οπού ετοποθετήθησαν το εσπέραν ανεχώρησαν κατ ευθείαν δια την Τριπολιτσάν. Και ούτος εχόντων των πραγμάτων εγύρισα οπίσω εδώ γράφωντας εις όλα τα μέρη δια να συναχθούν όλοι εν γένει, και να κινήσωμεν όθεν η ανάγκη το καλέσει, ή όπου ο γενικός αρχηγός μας διατάξη. Ταυτοχρόνως όμως ένας Τούρκος καβαλάρης, χάσας τον δρόμον επήγε στην Στεμνίτζαν και εκεί επιάσθη από τους ιδίους στεμνιτσιώτες, όστις ομολόγησεν πως ο Ιμπραήμ ζή και ήλθεν εις Τριπολιτζάν, ο αριθμός των στρατιωτών του είναι έως δέκα χιλιάδες. Έχει σκοπόν δια να φέρει και τους λοιπούς από τα κάστρα και να κατέβει στο Άργος και να σταθή εκεί έως ότου να του έλθη η αρμάδα του και τότε να βαρέση τα νησιά. Ο δε Κιουταχής και Χουσεϊν μπεης εσκοτώθηκαν, έχει μαζί του τον Ζεϊτούλαγα λαλιώτη και έναν άλλον όμοιον από Πάτρας. Αυτά όλλα έτρεξαν έως ώρας και κατά χρέος σας αναφέρομαι περιμένοντας από αυτού να με οδηγήσεται, όσα αναγκαία κρίνεται δια να ακολουθήσω καθ´ ότι βλέπω μεγαλοτάτην αμηχανίαν και απελπισίαν εις τον λαόν και όλα ταύτα τα αποδίδουν εις την έλειψη του αρχηγού των, και δεν (φτιάνει) σε κανένα μέρος στρατόπεδον τοποθετημένον διά και περί όλλων τούτων λάβη τα όσα αναγκαιούσοι τα μέτρα. Εγώ δε μ'όλλον το Σέβας μένω.
Τη 12 Μαϊου 1826. Παλούμπα, ο πατριώτης δημητράκης πλαπούτας"
[31] ...Απέστειλε προς τούτο αποσπάσματα ισχυρά εις την Βυτίναν και την Καρύταιναν τα οποία ηφάνισαν ότι είχεν απομείνει. Άλλος στρατός εστράφη προς την άκοβαν και την Πέραμεριάν , και οι κάτοικοι έσπευσαν προ του κινδύνου να διασκορπισθούν προς τα βουνά. Προσέτρεξαν τότε ο Δ. Πλαπούτας και ο Φώτης Ντάρας και επετέθησαν εις του Σέρβου, και της Γρηάς το Διάσελον, ενανατίον χιλίων περίπου Αιγυπτίων πεζών και ιππέων, που είχαν αποκομίσει εκ της επιδρομής χιλιάδες πρόβατα και άλλα ζώα, και αφού τους επροξένησαν φθοράς, τους ηνάγκασαν να αποχωρήσουν, και ελευθέρωσαν τα αποκομιζόμενα.
Κόκκινου Δ, Η Ελληνική Επανάστασις, Αθήναι 1954, τομ. 10, σ. 141-142.
Σπηλιάδου Ν. Απομνημονεύματα, τ. Β΄, σ.367.
[32] ΓΑΚ, Εκτελ. φ, 181. 13 Μαίου 1826, Θ. Κολοκοτρώνης από Μπουγιάτι προς Διοικ. Επιτροπή
[33] Σπηλιάδου Ν. Απομνημονεύματα, τα Β΄ σ. 367.
[34] ............πάντες ασφαλίζοντες τας οικογενείας αυτών σπεύδουσιν εις τα στρατόπεδα του Κολοκοτρώνη. Αλλ' ο Ιμπραήμ προς βιαίαν διάλυσιν αυτών στέλλει άγρια αποσπάσματα εις όλας τας επαρχίας. Εν τοιούτον έκαυσε πάλιν την Βυτίναν, έφθασεν εις Άκοβαν, διέβη τον Λάδωνα, ελεηλάτησε την Θέλπουσαν και απήγαγε χιλιάδας προβάτων και κτηνών. Αλλ' ο Πλαπούτας ενεδρεύσας εις Σέρβου έτρεψε τους Τούρκους εις φυγήν παρά της Γριάς το Διάσελον και ήρπασε την λείαν, ενώ ο μέγας Γέρων διέτρεχεν ακαταπόνητος όλην την Πελοπόννησον..
Τ.Χ.Κανδηλώρου, Η Γορτυνία, Εκδόσεις "Διόνυσος", σ. 316.
[35] Αίτηση Μπακράτζη Γεωργίου.
"Γεώργιος Μπακράτζης
Εν Παλούμπα τη 10η Μαίου 1846
Είναι αναντηρήτως ομολογούμενον ότι πάντες οι Έλληνες ηγωνίσθησαν άμα εδόθη το σύνθημα και υψώθη η σημαία της ανεξαρτησίας μας και υπέστησαν τας κακίας και τας συμφοράς του καταστρεπτικού και πολυχρονίου πολέμου εκείνου.
Είναι επίσης ομολογούμενον ότι πολλοί μετασχόντες εις τον καταστρεπτικόν τούτον αγώνα ου μόνον απώλεσαν πάσαν την ζωήν των αλλά και εξήλθον από το πεδίον του Άρεως νικηταί και τροπαιούχοι αλλά αιματωβαμμένοι και καταπεπονημένοι και πραγματικώς άξιοι αμοιβής. Και εις εκ των τελευταίων τούτων είναι και ο ευσεβάστως υποσημειούμενος κάτοικος του χωρίου Σέρβου της επαρχίας Γορτυνίας. Σ επιτροπή ευθύς άμα ήχησεν η σάλπιξ της ελευθερίας μας εις τας ακοάς των Ελλήνων εκίνησα αυθορμήτως πάραυτα εναντίων των εχθρών της Πατρίδος, επικεφαλής τεσσαράκοντα οπλοφόρων στρατιωτών και υπό τας διαταγάς των περιφανών και ενδδόξων στρατηγών μας επολέμησα καθ' όλην την διάρκειαν του καταστρεπτικού και πολυχρονίου εκείνου αγώνος. Παρευρεθείς στις σημαντικώτερες μάχες και πολιορκίες.
Δεν δύναμαι ένεκα της ακρωτηριάσεως των χειρών μου και προξενηθησών πληγών να πορισθώ τα προς το ζην εμού τε και της επταμελούς αδυνάτου οικογενείας μου, ην ανέθρεψα μέχρι σήμερον, με τα ελέη των χριστιανών και Αγωνιστών , ους ως είρηται από αρχής μέχρι τέλους του αγώνος. Και μη ανταμειφθείς άχρι τούδε αναλόγως των αγώνων και θυσιών μου, ενώ έχω τέκνα αδύνατα και τρεις θυγατέρας. Τούτων ούτως εχόντων παρακαλώ γονυκλινής την Σεβαστήν ταύτην επιτροπήν να ενσκύψη ευμενώς εις τους αγώνας και θυσίας μου και ευαρεστουμένη να με ανταμείψη κατά αναλογίαν των αγώνων μου τούτων, δια να δυνηθώ να οικονομήσω εμαυτόν τε και τα αδύνατα τέκνα μου .
Ευπειθέστατος, Γεώργιος Μπακράτζης"