Γεώργιος Ν. Παγκράτης
Πολλές ιστορίες έχουν γραφτεί στα προηγούμενα χρόνια για γάμους με προξενιά. Μια τέτοια περίπτωση έχει να κάνει και στα προηγούμενα χρόνια. Παίχτηκε σ’ όμορφο χωριό της Γορτυνίας το 1956 τότε που λόγω της φτώχειας έφευγαν για ξένες χώρες μιας και οι διακρατικές συμφωνίες το επέτρεπαν.
Ζητούσαν εργάτες για Γερμανία, Αμερική, Αυστραλία να δουλέψουν στις φάμπρικες. Εκείνοι που έπαιρναν την απόφαση να φύγουν, το αποφάσιζαν λόγω μιζέριας, οικονομικών δυσκολιών κα περιέργεια να γνωρίσουν άλλους τόπους. Ακόμα πίστευαν ότι ο καινούριος τόπος εγκατάστασης θα ήταν γι’ αυτούς τόπος εγκατάστασης, θα ήταν γι’ αυτούς τόπος παραδεισένιος. Δε μπορούσαν να σκεφτούν ότι κι εκεί θα είχαν του κόσμου τα προβλήματα.
Η τάση προς ξενιτιά είχε όμως κι ένα καλό. Πολλοί νέοι και νέες αφού ξενιτεύονταν ήθελαν και ζητούσαν να παντρευτούν γυναίκα ή άντρα αντίστοιχα από τον τόπο τους.
Έτσι μιας και ο νόμος τους το επέτρεπε, μπορούσαν να κάνουν πρόταση γάμου σε κάποιον μέλλοντα σύζυγο κι να δεχόταν του έκανε πρόσκληση κι επήγαινε να παντρευτεί τον ξενιτευόμενο- ξενιτευόμενη.
Φυσικά οι προτάσεις γίνονταν μόνο με γράμματα γιατί τηλέφωνα δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή, αλλά και στοίχιζαν ακριβά.
Στο συγκεκριμένο χωριό είχαν φύγει πολλοί νέοι για Αμερική, Αυστραλία, και Γερμανία. Προτιμούσαν οι νέοι να μην φεύγουν μεμονωμένοι αλλά κατά παρέες και στο ίδιο κράτος. Έτσι ένιωθαν περισσότερη σιγουριά και ασφάλεια. Θα μπορούσαν ευκολότερα ν’ αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της ζωής και να έχουν παρέας τα ξένα. Να θυμούνται τα περασμένα όταν βρίσκουν κάποιες ώρες να σμίξουν και να ξεκουραστούν πίνοντας κανένα ποτηράκι.
Μαζί με άλλους τρεις, τέσσερις παρέα, ο Βαγγέλης έφυγε για την ξενιτιά, για την Αυστραλία το 1956. Θα πήγαιναν σε μεγάλη πόλη. Θα πήγαιναν στην πόλη εκείνη που ήταν κι άλλα παιδιά από το ίδιο χωριό. Είχαν ακούσει γι’ αυτούς από τους γονείς και τους φίλους του.
Έφτασε στη Μελβούρνη, εγκαταστάθηκε όπως- όπως, βρήκε δουλειά με φτηνό μεροκάματο όπως όλοι. Όμως ήταν δραστήριος και πολυμήχανος κι άλλαζε τις δουλειές τη μια πίσω από την άλλη προς το καλύτερο. Τα κατάφερε και βρήκε μια καλή δουλειά και καλό μεροκάματο. Ήταν ευχαριστημένος, του έμειναν κάποια χρήματα στην άκρη
Πέρασαν καμιά δεκαριά χρόνια, όλα πήγαιναν καλά για τον Βαγγέλη. Νοιάστηκε ο κύριος Βαγγέλης και για παντρειά. Αυτός ή η μάνα του δεν ξέρω να σας πω. Ήταν Κυριακή πρωί. Σχόλασε τη λειτουργία ο παπα-Θύμιος. Βγήκαν οι γυναίκες στο προαύλιο και άλλαξαν καλημέρες. Πλησίασε και η μάνα του Βαγγέλη τη μάνα της Κατερίνας. Ηλικιωμένες γυναίκες, πολύ δουλεμένες με πολλά παιδιά και οι δυο.
Κάτσε λίγο να σου πω λέει η μάνα του Βαγγέλη στη Μάνα της Κατερίνας. Σε θέλω να έρθεις στο σπίτι μου για μια σοβαρή συζήτηση.
Πήγε την άλλη μέρα η μάνα της Κατερίνας, ήπιαν καφέ και η μάνα του Βαγγέλη είπε στην καλεσμένη της ότι θέλει την κόρη της για νύφη της και γυναίκα του γιου της του Βαγγέλη στην Αυστραλία.
Άκουσε κυρά μου της απάντησε η μάνα της Κατερίνας. Ευχαριστώ για την πρόταση. Είναι τιμή για μένα. Θα το κουβεντιάσω με το κορίτσι και με τον άντρα μου και θα σου παραγγείλω. Καληνύχτισε κι έφυγε. Πήγε στο σπίτι της. Έγινε οικογενειακό συμβούλιο. Ο πατέρας του σπιτιού, ο αφέντης δέχτηκε γιατί τον ήξερε τον Βαγγέλη και γιατί είχε άλλους τέσσερις να παντρέψει. Όσο για την Κατερίνα πέταξε απ’ τη χαρά της. Κοριτσόπουλο πράμα πολύ όμορφη, δεν το πολυσκέφτηκε. Το αποφάσισε γρήγορα. Μάλλον από φτώχεια, από αυταρχικό πατέρα κι από περιέργεια να γνωρίσει ξένους τόπους.
Κανονίστηκαν όλα, προίκα ημέρα αναχώρησης, χαρτιά πρόσκλησης. Ο πατέρας του Βαγγέλη έκανε νούμερα, ακόμα και τις τελευταίες ημέρες. Πήρε και την τελευταία δεκάρα που λέμε και για μια προβατίνα λίγο έλειψε να χαλάσει το προξενιό πριν την ώρα του. Τους έδιωξε όμως ο πατέρας της Κατερίνας. Μετάνιωσε ο πατέρας του Βαγγέλη, γύρισε πίσω, ζήτησε συγνώμη και τα πράγματα προχώρησαν κανονικά.
Ήρθε η ποθούμενη ημέρα. Παραμονές, κλάματα, στενοχώρια στο σπίτι της Κατερίνας μέχρι την ώρα που ανέβηκε στο καράβι η Κατερίνα για το μεγάλο ταξίδι να βρει τον καλό της. Ταξίδι ατελείωτο τριάντα ημερών στη θάλασσα με φουρτούνα και απεραντοσύνη νερού.
Οι μελλόνυμφοι δεν γνωρίζονταν πολύ. Ο Βαγγέλης τη θυμόταν μικρό κοριτσάκι την Κατερίνα. Είχαν βλέπεις δέκα χρόνια διαφορά στην ηλικία. Η Κατερίνα σχεδόν δεν τον ήξερε, δεν τον θυμόταν. Βέβαια της είχε στείλει φωτογραφίες του όπως κι εκείνη επίσης. Η Κατερίνα επίσης είχε ακούσει καλά για το Βαγγέλη από φίλους και έτσι το αποφάσισε. Όσο για το Βαγγέλη είχε στο μυαλό του την εικόνα της σαν θεά. Τη θεωρούσε ένα πραγματικά όμορφο κοριτσόπουλο, μια πραγματική κούκλα. Την περίμενε με ανυπομονησία και ο έρωτας γι’ αυτήν κάλπαζε στο μυαλό του πολύ μεγάλος.
Έφτασε η πολυπόθητη ημέρα της άφιξης. Μάζεψε τους φίλους του χωριού του και πήγαν στο λιμάνι να καρτερέσουν την αγαπημένη του για να μην είναι μόνος του.
Το καράβι ήταν γεμάτο επιβάτες. Πολύς ο κόσμος, πολλά τα πράγματα, πολλοί εκείνοι που περίμεναν δικά τους πρόσωπα. Σε μια άκρη ήταν και η παρέα του Βαγγέλη. Η αγωνία στο κατακόρυφο. Θα είναι καλά η Κατερίνα, θα κουράστηκε.
Τα μάτια είχαν μεγαλώσει. Κοίταζαν στο καράβι να την δουν να την γνωρίσουν. Κάποια στιγμή ο Στέλιος, ένας απ’ την παρέα, φωνάζει: Να την έρχεται. Τη βλέπετε; Κοίταξαν όλοι, χάρηκαν, συμφώνησαν πως αυτή είναι και περίμεναν πολλή ώρα ακόμα για να γίνει η συνάντηση.
Πέρασαν αρκετά λεπτά. Χαρές και γέλια στα πρόσωπα τους. Χαρά και στο Βαγγέλη το γαμπρό. Περίμεναν, περίμεναν, συζητούσαν γιατί άλλο για τη νύφη την Κατερίνα. Συζητούσαν και γέλαγαν από χαρά. Κύλησε ο χρόνος και επιτέλους βλέπουν την Κατερίνα να πλησιάζει.
Ξαφνικά το πρόσωπο του Βαγγέλη κατσουφιάζει. Κοιτάζει- ξανακοιτάει, φουντώνει – ξεφουντώνει, κρεμιέται από τα κάγκελα να δει καλύτερα, χάνει το χρώμα του. Και ξαφνικά γυρίζει στους φίλους του και τους λέει:
Αν πραγματικά είναι αυτή Κατερίνα δεν την παίρνω. Να το ξέρετε τελεία και παύλα.
Είχε πάρει μαζί του τους φίλους που ήταν μικρότεροι να την γνωρίσουν καλύτερα. Στενοχωρήθηκαν κι εκείνοι. Επέμεναν όμως κι αυτοί ότι αυτή ήταν και ότι δεν έκαναν λάθος.
Τότε πάμε να φύγουμε, τους έλεγε. Τι καθόμαστε, δεν την παίρνω να το ξέρετε. Ρε καλέ μου, ρε χρυσέ μου, κάτσε φρόνιμα. Αυτή είναι του έλεγαν, περίμενε λίγο κα θα δεις.
Όμως εκείνος το χαβά του. Μη με κρατάτε άλλο, πάμε να φύγουμε έλεγε και έφτασε στο σημείο να κλαίει. Δεν αντέχω, δεν μπορώ άλλο, αφήστε με να φύγω τους παρακαλούσε.
Περιμένεις τόσο καιρό και τώρα μας τα χαλάς του απαντούσαν. Δεν τη σκέφτεσαι, δε σκέφτεσαι την κούραση, τη στενοχώρια της, αν δεν σε βρει εδώ. Τι θα γίνει το κορίτσι; Τι θα νιώσει μόνο και απροστάτευτο σε ξένο τόπο;
Θύμωσε πολύ ο Βαγγέλης και τους φώναξε. Ακούτε να δείτε τους είπε. Μην επιμένετε. Δεν γίνεται τίποτα. Δεν μου αρέσει. Δεν θα την κάνετε εσείς γυναίκα σας αλλά εγώ. Εγώ αλλιώς την ήξερα την Κατερίνα, μια πραγματική κούκλα.
Σηκώθηκε και ετοιμάστηκε να φύγει. Με το ζόρι τον κρατούσαν ώσπου από το βάθος του καραβιού, από τα σκαλιά φάνηκε ένα νέο κοριτσόπουλο γεμάτο ομορφιά και χάρη. Τον κράτησαν με το ζόρι λίγο ακόμα το Βαγγέλη, να δουν καλύτερα και ευτυχώς γνώρισαν την Κατερίνα, την καλή του. Άλλαξαν τα πρόσωπά τους, γέμισαν χαμόγελο, κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν.
Γρήγορα έγινε ο γάμος, απέχτησαν παιδιά και εγγόνια, πέρασαν καλά στη ζωή τους.
Ευτυχώς για τον Βαγγέλη που δεν του έπαιξε η μοίρα άσχημο παιχνίδι να ήταν η πρώτη γυναίκα που αγνάντεψαν στο καράβι, γιατί τότε τα πράγματα μάλλον θα ήταν άσχημα γι’ αυτόν.
(ΧΙΜ)