Τα αναγνωστικά βιβλία του δημοτικού σχολείου τα λέγανε φυλλάδες οι γονείς μας, τον καιρό που ήμουνα και εγώ μαθητής του δημοτικού. Λέγανε ας ειπούμε: Η φυλλάδα της πρώτης, η φυλλάδα της δευτέρας κ.λπ. ίσαμε τη φυλλάδα της έκτης. Και λίγοι ήσαν εκείνοι οι γονείς που αγόραζαν καινούργια φυλλάδα στα παιδιά τους, όταν προβιβάζονταν από τη μια τάξη –τη μικρότερη– στην άλλη τάξη – τη μεγαλύτερη.

Ένας πατέρας που είχε, λόγου χάρη, πέντε παιδιά, αγόραζε, αν το αγόραζε κι αυτό, ένα βιβλίο –φυλλάδα– για κάθε τάξη. Μ’ εκείνο το βιβλίο μάθαιναν όλα τα παιδιά του γράμματα. Και σαν ξεσκόλιζαν τα παιδιά του –αγνώριστη πια η φυλλάδα ωσάν μπαρουτοκαπνισμένη λερή φουστανέλα του ’21– προσφερότανε δώρο πολύτιμο σε κάποιο συγγενόπουλο, κατά προτίμηση ορφανό, φτωχό, φτωχότερο απ’ όλα τ’ άλλα συγγενόπουλα. Ένα τέτοιο συγγενόπουλο ήμουνα κι εγώ για τη φαμελιά του παππούλη τού Λιατσόγιαννη. Εκείνη τη χρονιά του ’43 ξεσκόλιζε ο μπάρμπας μου Παρασκευάς και θυμήθηκε η μάνα μου τη φυλλάδα του. Είχαν ανοίξει τα σχολεία κι εγώ ήμουνα χωρίς φυλλάδα. Πήγαινα και διάβαζα σε ξένες φυλλάδες ή το πρωί ή το βράδυ.

Με πήρε λοιπόν η μάνα μου μια Κυριακή απολείτουργα και πήγαμε στο σπίτι του παππούλη του Λιατσόγιαννη. Έκανε κρύο και ο δρόμος ήταν πασπαλισμένος με χιονάκι της ώρας, κι εγώ φορούσα τρύπια τσαρούχια. Μου τα είχε ψευτοκαρφώσει ο Παναγής του Στρικόγιαννη, αλλά μπάζανε από παντού. Εκεί μπροστά στην εμπατή του Κωτσιογιώκα κολύμπησα για καλά. Δεν ήμουνα για να μπω σε σπίτι. Έβγαλα τα λασπωμένα τσαρούχια μου απέξω από το σπίτι του παππούλη του Λιατσόγιαννη και μπήκα. Τους βρήκαμε όλους γύρω στη φωτογωνιά στο τζάκι κι είχανε απάνω στη σιδεροστιά έναν μεγάλο τέντζερα με σφραγισμένο το καπάκι με ζυμάρι και μαγειρεύανε φασόλια στιφάδο… που από μια μικρή χαραμαδίτσα του ζυμαριού φύσαγε ένας απαλός σιγανός ατμός που μοσχοβολούσε.

Μας υποδεχτήκανε αδερφικά συγγενικά. Μας είπανε να κάτσουμε να φάμε για μεσημέρι, αλλά εμείς –για κακή μου τύχη, θα δοκίμαζα για πρώτη φορά τέτοια φασολάδα– είμαστε βιαστικοί. Και η μάνα μου μπήκε, πριν να ακουμπήσει σε κάθισμα, στο θέμα:

-Ήρθα, μπάρμπα, για τη φυλλάδα του Παρασκευά

-Ήρθες αργά, ανιψιά, αλλά δεν πειράζει. Προχτές ήρθε και την πήρε, του τη δώσαμε να διαβάσει τούτη τη χρονιά και να τη φέρει πίσω άμα ξεταχτούνε για καλοκαίρι τα παιδιά – του Θανάση της Μαρίνας. (Η Μαρίνα ήταν πρώτη ξαδέρφη της γιαγιάς μου της Λιατσογιαννούς). Ο Θανάσης έχει πατέρα να του αγοράσει φυλλάδα. Να πάει ο Παρασκευάς να τη φέρει να την πάρεις για το παιδί… κι άμα τελειώσει το σχολείο να μου τη φέρετε να τη δώσω σε κάνα ορφανό.

-Ναι, μπάρμπα… Εδώ είναι τ’ ακούει… να την προσέχει σαν τα μάτια του και καλύτερα.

Εγώ ήμουνα αυτός που άκουγε… και που έπρεπε να την προσέχω. Η φασολάδα, στιφάδο, όλο και δυνάμωνε τη μοσχοβολιά της.

Ο Παρασκευάς βγήκε τρέχοντας και σε δυο κιόλας λεπτά της ώρας γύρισε με τη φυλλάδα της έκτης στα χέρια του. Κι ω… τι θαύμα παράδοξον! Η φυλλάδα είχε περάσει από εξίμιση χέρια και άντεχε ακόμη για αρκετά χέρια, αν την πρόσεχαν όσο τα προηγούμενα. Μέσα δεν είχε ούτε μια λερωματιά. Το Ευαγγέλιο της επάνω εκκλησιάς είχε περισσότερες λαδιές.

Μου την παράδωσε ο Παρασκευάς με αγάπη… μα εγώ την πήρα σαν κάτι το ιερό… που δεν ήμουν σίγουρος για τη συμπεριφορά απέναντί της. Πρώτη μου φορά, μπροστά σε τόσα πρόσωπα, με καθιστούσαν, χωρίς ελαφρυντικά, υπεύθυνο απέναντι σε κάτι… Κι ακόμη… πώς θα ’βλεπα την άλλη μέρα στο σχολείο τον φίλο μου τον Θανάση… χωρίς τη φυλλάδα του… Αισθανόμουν ένοχος.

Φύγαμε μετά από πολλές ευχαριστίες κι αφού φίλησα το χέρι του παππούλη του Λιατσόγιαννη για το μέγα δώρο, δυο φορές, μετά από νοηματική υπόδειξη της μάνας μου. Βγήκαμε και η μοσχοβολιά από τη φασολάδα στιφάδο μ’ ακολουθούσε. Πήγαμε, με τη φυλλάδα στον κόρφο μου, ίσια στον Μύλο. Της ζήτησα να μαγειρέψει φασολάδα στιφάδο. Μαγέρεψε χυλοπίτες με κοτόπουλο, μα δεν μοσχοβόλαγε όπως η φασολάδα της γιαγιάς της Λιατσογιαννούς. Έφτιασε η μάνα μου φασολάδα κάποια Κυριακή, φασολάδα στιφάδο, μα κι εκείνη ήταν λειψή σε άρωμα. Το είπα αυτό στη μάνα μου, κι εκείνη ψιθύρισε…

-Είναι η μοσχοβολιά του γλυκαδιού βλέπεις

1Την άλλη μέρα ήρθε με φυλλάδα κι ο Θανάσης στο σχολείο. Είχε βρει από κάποιο άλλο παιδί κι ήταν ευτυχισμένος που είχα κι εγώ φυλλάδα και το ’δειχνε με το αιώνιο, άσβηστο, χαρούμενο χαμόγελό του. Από τότε κάτι περισσότερο μας έδεσε. Δεν ξέρω να το ονοματίσω. Θα καταλάβατε για ποιον Θανάση σας γράφω. Για τον Θανάση του Βασίλη του Μαραγκού… ντε.

Η φιλία μας είχε αρχίσει και από το σχολείο αλλά και από το σπίτι του θείου του, του Κουτσοβασίλη, όταν ο θείος μου ο Πανάγος –ο αδερφός της μάνας μου– είχε αρραβωνιαστεί την αδερφή της μάνας του, τη θεια του, και τη… θεια μου, τη Ντίνα, μόσχος στο χώμα της.

Κάποια ημέρα, Τετάρτη του Μάρτη, έπρεπε να πάω να φάω το μεσημέρι στο σπίτι της γιαγιάς… θα ήταν εκεί η θεια μου η Ντίνα και αδελφή της μάνας του Θανάση. Αλλά η θεια μου η Ντίνα μου έδωσε εντολή να πάμε το μεσημέρι, μαζί με τον Θανάση, στην Ντρακαβάνα, όπου ο πατέρας του, η μάνα του και η θεια μου η Ντίνα θα σπέρνανε το χωράφι του Θανάση μαρτιάτικο.

Ξεκινήσαμε, σαν σχόλασε το σχολείο, μαζί με τον Θανάση και πήγαμε στο χωράφι τους στην Ντρακαβάνα. Όπως πάμε για τους Αράπηδες αριστερά, λίγο πριν του Μιλιάνθη.

Εκεί, στην Ντρακαβάνα, όλες οι μάντρες βγάζανε νερό κι εμείς οι δυο βαλθήκαμε να φτιάχνουμε στερνούλες με γλίνα –έχει μπόλικη ο τόπος– και να τις στρώνουμε με πλακάκια… Όλα επινοήσεις του Θανάση. Εγώ ήθελα να φτιάσουμε σ’ ένα ξέσπασμα νερόμυλο… μα δεν μπορούσαμε να βρούμε καλάμι για βαγένι και σιφούνι… Κι αρχίσαμε να ξελιθαρίζουμε το χωράφι τους για να κάνουμε και λίγο το θέλημα του πατέρα του. Φάγαμε μπομπότα, τσιγαρίδα, κι άρμη νόστιμη για μεσημέρι και το βράδυ χωρίσαμε κατάκοποι από το ξελιθάρισμα.

Συνεχίσαμε μαζί στο δημοτικό.

Και ήρθε μαζί με μένα στο Γυμνάσιο. Καθυστέρησε μια χρονιά. Και όταν ήρθε φόραγε τσαρούχια καλύτερα από τα δικά μου παλιοπάπουτσα. Είχαν αποκάτω λάστιχο από μοτοσυκλέτα. Τον στένευαν λίγο. Του είπε ο τσαγκάρης πως θα ντώνανε με το περπάτημα… αλλά δεν ντώσανε. Κι ο Θανάσης φαινότανε στο περπάτημα πως κάτι τον ενοχλεί.

Ο Θανάσης δεν ήταν πλασμένος για κλάσματα και για εξισώσεις. Ήταν πλασμένος γι’ αυτά που λέμε: καλές τέχνες! Ήταν φυσικάρης καλλιτέχνης. Τι καλλιτέχνης; Καραγκιοζοπαίχτης, ας ειπούμε. Πού το ξέρω; Το καλοξέρω! Όσα λεφτούλια του δίνανε από το σπίτι του για ν’ αγοράσει το κατιτί, να προσφαΐσει το ψωμί του, τα ’δινε όλα! – Όλα σας λέω– κι αγόραζε φυλλάδες του Καραγκιόζη από τον κουρέα και εφημεριδοπώλη Κακαζή.

Κι ύστερα με μεράκι και υπομονή καθότανε και μάθαινε ολόκληρο το κείμενο απέξω. Διάβαζε δε και απάγγελνε υπέροχα! Με προσωπικό χρώμα και ύφος! Τα’ άλλα παιδιά που μέναμε μαζί, δεν έδιναν καμιά σημασία σ’ αυτές τις δεξιότητες του Θανάση. Εγώ, όμως, τον θαύμαζα κι ήμουν πάντα αφοσιωμένος, θαυμαστής κι ακροατής του. Πολλά απογέματα περάσαμε, στο σπίτι που έμενε ή στο σπίτι που έμενα, διασκεδάζοντας, με τις ιστορίες του Καραγκιόζη, που τις έλεγε τη μια πίσω από την άλλη, και τις άκουγα μόνο εγώ όλο ευχαρίστηση και θαυμασμό.

Κάποιο καλοκαίρι πήγε ξεπιτούτου στα Λαγκάδια ν’ αγοράσει καινούργιες φυλλάδες του Καραγκιόζη. Βρήκε μία. Την αγόρασε κι ώσπου να ’ρθει στο χωριό την έμαθε απέξω. Κάτι τσίμπησε στο σπίτι του, κι ίσια, κατά το απογεματάκι, ήρθε τρέχοντας τον κατήφορο στα βαρυκά για να με βρει στον Μύλο. Δεν ήμουν εκεί. Ρώτησε και με βρήκε στου Λώτη το καταράχι. Ξανάφανε στον Κάτω Πλάτανο. Για να σιγουρευτεί και να μ’ εντοπίσει, φώναξε:

-Θοδωρή!

-Έλα… ρε…

Να σας περιγράψω τη χαρά μου; Θα την στραπατσάρω, αν το αποτολμήσω. Οι μεγάλες χαρές και οι μεγάλες λύπες ούτε λέγονται ούτε γράφονται… Καμιά λιποθυμία, κάνα ξερό πετρωμένο δάκρυ… κάνα τσουλουφοξερίζωμα… ίσως κάτι πάει να ειπεί… μα δεν το ολοκληρώνει. Τώρα αν σας γράψω εδώ πως, ακούοντας εκείνη και μόνο τη φωνή του Θανάση, δάκρυσα, ίσως γελάσετε. Μα δεν μπορώ ν’ αποσιωπήσω την αλήθεια για να μη γίνω ψεύτης.

Έφτασε στου Λώτη στο καταράχι και μου ιστόρησε το πρωινό ταξίδι του στα Λαγκάδια και το κατόρθωμά του να μάθει και να μου ειπεί το έργο απέξω . Και μου το έπαιξε κάνοντας με τα χέρια του και τα δάχτυλά του φιγούρες, τρεις-τέσσερες φορές… Ούτε κι εγώ θυμάμαι πόσες.

Νυχτωθήκαμε εκεί. Ήρθαμε μαζί ίσαμε τον Μύλο. Κάτι δειπνήσαμε. Δεν άντεχα να τον αφήσω να φύγει μοναχός του για το χωριό. Αποζητούσα ακόμη τη συντροφιά του… Μου την πρόσφερε ίσαμε την Κατωκκλησιά… όπου εγώ γύρισα για τον Μύλο κι εκείνος ανηφόρισε για το σπίτι του.

Ησυχία. Το χωριό κοιμότανε αποσταμένο κι αλαφροπατούσαμε και ψιθυρίζαμε για να μην ξυπνήσει.

Τα χρόνια, όπως το ξέρουν και οι βράχοι, περνούν. Περάσανε κι από μένα κι από τον Θανάση κι απ’ όλον τον ντουνιά.

Βρεθήκαμε εργάτες στης Γριάς τον Σωρό κουβαλώντας πέτρες στην πλάτη για να φτιάσουμε δημοσιά για να ιδούμε το αυτοκίνητο στις ημέρες μας, να ξαγναντίζει στη Στρογγύλω και να μπαίνει στο χωριό βαρώντας την καραμούτζα του στη στροφή της Ζαχαρούς.

Εκεί, στον Σωρό και στο διάσελο, κάναμε τα πανέμορφα αστεία μας με τον παππούλη τον γερο-Παναγά.

Κάποια ημέρα, την ώρα που κάποια γυναίκα από το χωριό μας κρέμασε το μεσημεριανό φαΐ των μπουλντοζιέρηδων στο μεγάλο πουρνάρι… βάζει ο Θανάσης μια φωνή… –ψέματα–:

.

-   Ο παππούλης ο Πανάγος τρώει το φαΐ των μπουλντοζιέρηδων!..

Άκουσε τη φωνή ο παππούλης ο Πανάγος και πήρε φωτιά το φουρνέλο του…

Όσες βρισιές και βλαστήμιες κυκλοφορούσαν εκείνον τον καιρό στον Μοριά τις είπε όλες διπλές και τριπλές φορές… Και οι εργαζόμενοι είχαν χωριστεί σε δύο παρατάξεις. Σ’ εκείνους που είχαν ξεκαρδιστεί από τα γέλια και σ’ εκείνους που απαιτούσαν σεβασμό στα γηρατειά… μα το χαμόγελο δεν κατάφερναν να το κρύψουν ούτε κάτω από τα κρεμαστά πυκνά μουστάκια τους.

Εμένα με μέτραγε με τους μπλουλντοζιέρηδες ο παππούλης ο Πανάγος, γιατί φορούσα μια ολόσωμη εργατική φόρμα. Κι ο Θανάσης ήταν σχέτος ο Θανάσης της ανιψιάς του της Μαρίνας… που τον πυκροχόλιζε… τόσο καλόκαρδα.

Τα χρόνια περνάνε, χωρίς να μας ρωτάνε.

Άνοιξε νοικοκυριό μπροστά από μένα ο Θανάσης. Είναι ο μόνος από τους παιδικούς μου φίλους που με επισκέφθηκε στην Κάτω Αχαγιά.

Τα είπαμε, τα θυμηθήκαμε, τα χαρήκαμε.

Τον είδα και στο χωριό κάποιο καλοκαίρι. Τον είχε τσακίσει το στομάχι του. Μου πρόσφερε μερικές φωτογραφίες του χωριού για το περιοδικό δωρεάν… και με πολύ κόπο δέχτηκε το φίλεμά μου. Το ίδιο και για ένα καθρεφτάκι με σκαλισμένη χειρολαβή… από τον ίδιονε. Είχε και μάτι και χέρι καλλιτέχνη και χαραμίστηκε.

Να σας ειπώ για τη θωριά του; Τον ξέρατε. Στα νιάτα του οι πρώτοι ηθοποιοί του αμερικάνικου σινεμά… θα μέριαζαν να περάσει. Και χαραμίστηκε, όπως χαραμίζονται χιλιάδες ταλέντα σε όλον τον κόσμο.

Κάποτε κάποιος από αυτούς που μετρούσαν και μετράνε την αξιότη του ανθρώπου συγκρίνοντάς τον με τον εργάτη, τον χτίστη, τον τσοπάνο και τον νταμαριτζή… μου τον κατηγόρησε για τεμπέλη… Κι εγώ κατάλαβα αμέσως τα μέτρα του και τα σταθμά του… Και τον πληροφορώ πως ο Θανάσης δεν ήταν πλασμένος για πέτρες και για πρόβατα… Του είχε δώσει ο Θεός τα πέντε τάλαντα. Αλλά: Κατοχές, Εμφύλιος, νοοτροπίες, ανέχειες, απαιδευσιά… του τα στραγγαλίσανε, του τα κατάντησαν ανάπηρα και σχεδόν του τα αφάνισαν ή τους άλλαξαν πορεία.

Με βοήθησε και στα ασβεστοκάμινα ο Θανάσης. Κουβαλούσαμε τα πορτολίθια και τα κλειδιά με την τζουβιέρα… και τα ’βλεπε σαν ταφόπλακές του. Και, για να ξεφύγει από την ψυχική του οδύνη, άρχιζε πότε πότε με την καθάρια σωστή φωνή του τα κελαηδήματα στης Γκούρας την ερημιά:

«Αρχοντογιός παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα».

Κι άλλα… κι άλλα… Τα λέγαμε μαζί… και χαιρότανε διπλά. Και έκανε το πετροκουβάλημα τραγούδι…

Στα 61του μας έφυγε. Ας πάει στο καλό. Μας καρτερεί… όπως έφυγε. Ένας ελεύθερος καλλιτεχνικός ογκόλιθος, που δεν υποτάχθηκε στα τερτίπια της άνοστης ζωής, και την έζησε, παράτυπα για τους άλλους, μα όλη δική του κι όπως του την είχε χαρίσει ο μέγας πλάστης τ’ ουρανού… Δεν κατάφερναν να του τη μολέψουν… οι χρείες.

Με θαύμαζε σαν γραφιά, τον αγαπούσα και τον θαύμαζα σαν άνθρωπο, καλλιτέχνη… κι έτσι τον κουβαλάω στη μνήμη μου.

.

(ΧΙΜ)