Θ. Κ. Τρουπή (1932-2008)
Από στόμα σε στόμα, σαν αστραπή, έφτασε το χαμπέρι σ΄όλα τα γύρω χωριά, πως ένα λεφούσι από Γερμανούς ανηφορίζει στου Ντελαλή…
Μυρμηγκιά από ζα κι ανθρώπους δρασκέλαγε διάσελα και ραχούλες κι ερχότανε κατά το χωριό. Τα ζα ήσαντε όλα φορτωμένα κι ανάμεσά τους στρατιώτες αρματωμένοι τ΄ακολουθούσαν αμίλητοι, με βήμα σταθερό κι αποσταμένο. Από καιρό σε καιρό μονολεκτικές διαταγές άλλαζαν τον μονότονο απόκοσμο ρυθμό της αρβύλας και του πέταλου
.
Στο χωριό δεν είχε μείνει μήτε ψυχή από νιό άνθρωπο. Ήτανε πεθαμένος από βραδιού ο Μπουσμπουνογιώρης και τον ταφιάσανε κανά τεσσάρι νοματαίοι, μισοδιαβασμένο αυγή-αυγή. Τα πρόβατα, τα γουρούνια, τα μουλάρια, τις κότες και κάθε άλλο φαγουλάρικο ζωντανό το είχανε κρυμμένο οι αφέντες τους στις απόμερες σπηλιές και στα ρουμάνια. Και μαζί με τα ζωντανά τους κρυβόντουσαν και οι ιδιανοί. Τις προίκες των κοριτσιών τις είχαν θαμμένες βαθιά στη γης, στα υπόγεια των σπιτιών, καθώς και κάθε ανάχρειο αξίας. Ότι δεν πρόκαμαν να σιγουρέψουν σε κρυψώνα καλή, το παραμέριζαν, προς ώρας, σε κανά νεροφάγωμα ή τ΄ανέβαζαν σε πλατύφυλλο δεντρί.
Σαν ξαγνάντησε η μπροστέλα της γερμανουριάς στο διάσελο, το χωριό έχασε την ανάσα του. Λουφαγμένα τα γερόντια πίσω από τα κλειστά παράθυρα περίμεναν κάθε κακό… Στο έμπα του χωριού, είδανε έναν κόκορα και τον πήρανε. Περάσανε ανάμεσα από τον πεθαμένο και κλειδαμπαρωμένο χωριό, φτιάσανε καινούριο πέρασμα στο δρόμο με τα πέταλα και τις αρβύλες και τρίψανε την ξερή γης μια σπιθαμή και την έκαμαν μπουχό. Πέρασαν, βγήκαν από το χωριό και όλοι πίστεψαν πως δεν θάμεναν και θα τραβούσαν γι αλλού. Μα λάθεψαν. Εκείνοι σαν έφτασαν στο κεφαλόβρυσο, σκορπίσανε γύρω στα χωράφια και άρχισαν να στήνουν σκηνές και να αφήνουν τα μουλάρια στις καλαμιές λυτά. Ήταν παραμονή του Σταυρού.
Με το ηλιοβασίλεμα μια ομάδα από δαύτους κατηφορίσανε στη ρεματιά και πήγε στου Ψάρι. Κανά δυο που πέσανε στ΄αμπέλια για συκοστάφυλα, περάσανε από την καλύβα μας. Κάτι φώναζαν απ΄τ΄αγνάντιο. Μα εμείς, εξόν που δεν καταλαβαίναμε τα λεγόμενα, δεν μας άφηνε και η τρομάρα να ξεπορτίσουμε. Εκείνοι ξακολουθούσαν να φωνάζουν. Εμείς λουφάξαμε μέσα, με την εμπατή της καλύβας μας ανοιχτή. Που να ξεμυτίσουμε! Εκείνοι είδαν απλωμένα τα πλυμένα σκουτιά μας και τις κότες και τις βαρέλες και τα καρδάρια και κατάλαβαν πως κάποιον θάβρισκαν μέσα και, φωνάζοντας και κουβεντιάζοντας, έφτασαν μπροστά στην ανοιχτή μας πόρτα. Τα πρόσωπά τους ήσαν φωτισμένα με ένα πονεμένο χαμόγελο. Η μάνα μου όμως δεν έδινε καθόλου μπέσα. Προσπαθούσε να με κρύψει πίσω από μια παλιοκάδι, πούχαμε για τ΄αλεύρι. Μα πριν προλάβει να βγει εκείνη, ξεγλίστρησα και πετάχτηκα πρώτος εγώ. Βρέθηκα, δίχως να το καταλάβω, στην αγκαλιά ενός Γερμανού. Κείνος μου χάιδευε τα μαλλιά και εγώ τη θήκη της ξιφολόγχης του. Η μάνα μου τρόμαξε και έκανε να με τραβήξει από κοντά του. Ο Γερμανός έδειξε πως λυπήθηκε πολύ, που έκανε τη μάνα μου να ταραχτεί τόσο, και άρχισε να με χαϊδεύει στα μαλλιά και να με φιλεί και να με καθίζει για καλά στα γόνατά του.
Η πράξη του αυτή και το τρυφερό του φέρσιμο έκανε τη μάνα μου να γαληνέψει λίγο, μα χωρίς να παίρνει ούτε στιγμή τα μάτια της από τα χέρια του και από μένα. Ο κρυμμένος φόβος της μάνας έκανε τα μάτια του εχθρού να βουρκώσουν. Δύο δάκρυα αυλάκωσαν τα μάγουλά του. Τα χέρια του, τρέμοντας, ξεκούμπωσαν την πάνω ζερβιά τσέπη του αμπέχονου και έβγαλαν ένα καφετί πορτοφόλι. Το κρατούσε σαν άγιο δισκοπότηρο. Το άνοιξε και μας έδειξε μια φωτογραφία με την εικόνα της γυναίκας του και των δύο παιδιών του –που θα ήσαν στην ηλικία μου- και σε μια άλλη ζελατινένια θήκη τρεις μπουκλίτσες μαλλιά από τα κεφάλια των τριών αγαπημένων του.
Της μάνας μου και του άλλου στρατιώτη τα μάτια βούρκωσαν. Κι εγώ ήμουν πνιγμένος στη στοργή, στα φιλιά και στα χάδια. Κείνη την ξεχωριστή μέρα της ζωής μου δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ίσως γιατί δεν γνώρισα πατέρα. Ίσως γιατί το χάδι της αληθινής αγάπης ριζώνει στην ψυχή του αλλουνού. Ίσως γιατί ήταν από του εχθρού το χέρι. Έκλαψα και εγώ λίγο, μα δεν ξέρω να πω το γιατί. Θυμάμαι ακόμα πως ήμουν ζωσμένος με ένα προβάζι δισακκιού. Ο δακρυσμένος εκείνος πατέρας μου τόβγαλε και με έζωσε με μια πέτσινη ζωστήρα αντρίκεια, που τη φορώ ακόμη.
Σηκώθηκαν να φύγουν. Ο πατέρας εκείνος αποχαιρετώντας μας, με χεροδόσιμο και με ένα ολοΰστερο φιλί σε μένα, κάτι μας έλεγε. Τούτες τις τελευταίες του λέξεις του μπόρεσα να συγκρατήσω: …SENIORAMIA… BELLAAUSTRIA… PICOLO… Μας τις είπε σαν αποχαιρετισμό. Τράβηξαν αμίλητοι και χάθηκαν πίσω από τις ιτιές και τα πλατάνια της ρεματιάς.
Σε δυο-τρεις μέρες ξεσηκώθηκαν από το χωριό. Τοιμαζόσαντε για να φύγουν καθόλου από τον τόπο μας. Το χωριό ξαναβρήκε τη ζωή του. Έλληνες αρματωμένοι του βουνού ξανοστίσανε στο σχολείο μικρό νοσοκομείο.
Μια ημέρα ακούστηκε πως φέρνουνε αιχμαλώτους και λαβωμένους Γερμανούς στο χωριό, από τη μάχη στο διάσελο. Όλο το χωριό βγήκε να δει αν ακούσει να χαρεί το κατόρθωμα των παλικαριών μας. Οι καμπάνες αλάλαζαν τη δόξα. Τα παιδιά –και εγώ μέσα- φωνάζαμε χαρούμενα και τραγουδούσαμε πατριωτικά τραγούδια. Η πομπή έφτασε στο σχολείο. Τους αιχμαλώτους τους κλείσανε σε μια αίθουσα και δεν τους φύλαγε κανείς. Τους αλαφρά λαβωμένους τους ανεβάσανε στου μπάρμπα μου του Θοδωρή τη σάλα, για να τους προσέχει η θειά μου, που ήξερε από λαβωματιές και γιατροσόφια, όσο ναρχότανε και οι γιατροί μας. Δεν αφήνανε κανέναν να ανεβεί στου μπάρμπα μου το σπίτι. Εμένα μ έμπασε κρυφά η ξαδέρφη μου η Ρήνα, και σαν οι άλλοι καταγίνονταν με τις δουλειές τους, εγώ βρήκα καιρό να ανοίξω την πόρτα της σάλας, όσο γινόταν πιο σιγά και να κρυφοκοιτάξω.
Δυο μάτια γνώριμα με κάρφωσαν. Ήταν ο άνθρωπος με τη φωτογραφία. Έτρεξα κοντά του, τον αγκάλιασα, τον φίλησα πολλές φορές και έβαλα τα κλάματα. Ήρθαν και με πήραν οι δικοί μου μισοπεθαμένο… Την άλλη μέρα πέθαναν και οι δύο. Τους θάψανε στην ανατολική πλευρά του νεκροταφείου μας. Δεν τους έβαλαν μήτε σταυρό, μήτε σημάδι κανένα. Εγώ μόνο ξέρω καλά τον τόπο τους. Τους έχουν και τους δύο στον ίδιο τάφο πλάι-πλάι και τον ένα λίγο να βλέπει κατά την εκκλησία με απλωμένα διάσκελα τα πόδια και τα χέρια υψωμένα σαν σε ικεσία.
Κάθε που πάω στο χωριό, πηγαίνω και στο κοιμητήρι. Ανάβω κερί στον τάφο των δικών μου. Πάω και σε κείνων τον τόπο. Στέκομαι αμίλητος, θυμάμαι και δακρύζω.
.
(χιμ)