Από την ποιητική συλλογή "Φθινωπορινά", Αθήνα 2004.

Όλα τα ψυχοσάββατα γιορτάζουν οι νεκροί μας

και στολισμένοι κάθονται στη μνήμη τη δική μας. 

Με φουστανέλες ο παππούς, η γιαγιά με το παπάζι. 

Ο θείος με στρατιωτικά με μια πληγή στο στήθος.

Κι ο λοχαγός, ο Δημητριός, πεζεύει στην αυλή μας,

Ακώ τα φτερνιστήρια του, μα δεν τονε γνωρίζω.

 

Ο μπάρμπα-Νίκος με καλό ντρίλινο παντελόνι,

με μπαλωμένα άρβυλα και καλοκουρεμένος. 

Λουσμένη η Μάνα κι όμορφη στα ολόμαυρα ντυμένη

Με την ελιά στο μάγουλο και τη ματιά σε μένα.

Πλάι της θέση αδειανή μένει για τον πατέρα,

-όταν στον Άδη κατεβώ θα τον καλογνωρίσω-

 

…Έρχονται οι φίλοι δεν χωρούν και στην αυλή γλεντάνε…

Κι έχουν χαρές που στο μυαλό τους έχω αναστημένους. 

Και χαίρονται… και χαίρονται κι ο θάνατος σωπαίνει…

.

(ΧΙΜ)