Ο Θύμιος

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ του τον βάφτισε Θύμιο, του έδωσε το όνομα από το σόι της γυναίκας του της Φωτεινής.
0 παππούλης του ο γερ-Αρεστείρης του χάρισε παρατσούκλι δικό του.
Τον βάφτισε: Λαμπίρη.

Και σε ποιον δεν είχε κολλήσει παρατσούκλια ο γερ - Αρεστείρης, ο Βέργος !
Αρκετά από τα παρατσούκλια αυτά είχαν πάρει τη Θέση του βαφτιστικού και του επώνυμου σ' όλο το χωριό. Αλ­λά, τα λιγότερα κυκλοφορούσαν μόνο στον στενό οικογενειακό τους κύκλο.

Εγώ, το Θύμιο δεν τον είπα ποτέ Λαμπίρη.
Είτε μπροστά του είτε στην απουσία του.
Τον αγαπούσα και μ' αγαπούσε και παίζαμε από τα παιδικά μας χρόνια, δίχως ζαβολιές και παράπο­να.
Μπορώ να ειπώ πως με σεβότανε κιόλας κι ας ήμουνα κατά ένα χρόνο μικρότερός του.
'Εφερνε τις γίδες και το μουλάρι τους τη Ρούσα στα δικά μας χωρά­φια και τα βοσκούσε μαζί με τα δικά μας ζωντανά.

Ο Θύμιος ήταν δεξιοτέχνης... στις αγροτικές εργασίες.
Ό,τι έκα­νε, το έκανε με πολύ μεράκι και αγά­πη κι αυτό μ' έκανε να τον θαυμάζω και να τον εκτιμώ ιδιαίτερα.
Παίζαμε μονά ζυγά τα βελονόκουκα και ποτέ δεν σκέφτη­κε να με γελάσει...
'Ηταν ο πιο τίμιος παίχτης, όπως και ο Γιώργης του Λάμπρου του Βέργου.
Άλλος πιστός παιδικός μου φίλος τούτος... μ' άλλες δεξιότητες και χαρίσματα τού­τος.
Στα γράμματα τα εκκλησιαστικά και στα τραγούδια και στο χορό.
Ας είναι.

Ο Θύμιος μπορούσε να διαβεί γιδόστρατες κακοπάτητες, ν' ανεβεί σε βράχια και σε δέντρα με τόση ευκολία... σαν να έκανε βόλτα αναψυ­χής.
'Οσο για μένα ... κοίταζα αλλού για να μην τον βλέπω και σφίγγεται η καρδιά μου απ το φόβο μου, μην ξαμολυθεί και πέσει.
Ανέβαινε στα βράχια της Σπη­λιαδράκας, στο Μεσοζώνι, στου Λώτη, στις αριές κι έκοβε κλάρες, πολυτρίχια, κισσούς, μανόγαλα, κορεβιθιές, γαύρους και βαγιόκλαδα για να χορτάσουν τη χλωρασιά οι γί­δες μας και να καμαρώσουν οι γο­νείς μας τις τηλωμένες κοιλιές τους... και ν' αποσπάσουμε το χαμόγελο των γονιών για βραβείο μας...
Το βραβείο αυτό, βέβαια, ήταν ολάκερο του Θύμιου.
Εγώ στ' ανεβά­σματα τα δύσκολα ήμουν εντελώς ξένος.
Και δεν ήταν πως δεν απο­τολμούσα τέτοια ανεβάσματα, ήταν που κοβόταν η αναπνοή μου, όταν έβλεπα άλλους ν' ανεβαίνουν.

Η μάνα του Θύμιου δεν ήταν πο­τέ ευχαριστημένη κι από τίποτα.
Δεν τολμούσε να παινέψει τίποτα δικό τους. Φοβότανε το κακό μάτι.
'Ολο κλαιγότανε, η μακαρίτισσα. 'Ηταν έτσι το φυσικό της.

Κάπως έτσι ήταν κι ο Θύμιος... και φρόντιζε όλο για το καλύτερο... όλο για το περισσότερο, όλο για το πιο δροσερό κλαρί κι όλο και πιο ψη­λά ανέβαινε κι όλο στα δύσκολα κι απάτητα βράχια σκαρφάλωνε... για να χορτάσουν οι γίδες και να πάρου­με και στους ώμους κλαρί... να φάνε οι γίδες το βράδυ... και να μένουν και τ' απόκλαρα για το φούρνο και το τζάκι...
Με χέρια αδειανά δεν γύριζε κα­νένα βράδυ ο Θύμιος στο σπίτι του στο χωριό...
Το αισθανότανε σαν εσωτερική προσβολή, σαν οκνηρία αδικαιολόγητη, σαν αυτοϋποτίμηση.

Κάποτε μεγαλώσαμε, χωρίσαμε.
Η αφεντιά μου στα γράμματα στο δασκαλίκι κι εκείνος στην οικοδομή.
Είμαι βέβαιος πως και στη δου­λειά του οικοδόμου θα ήταν άριστος και ταμαχιάρης και σβέλτος κι ακού­ραστος και τίμιος.

Είχα πολλά χρόνια να τον ιδώ.
'Εμαθα κάποιο βράδυ, πως έχασε τη ζωή του, πέφτοντας από κάποια οικοδομή στην Αθήνα.
Δεν το πίστεψα.
Ούτε και τώρα που το σημειώνω εδώ το πιστεύω.
Νομίζω πως αν βρεθώ στα παλιά βραχολημέρια μας θ' ακούσω από το μεσόβραχο ή τη κορφή του γάβρου να μου φωνάζει:

— Θοδωρή !. ..
Τούτη την κλάρα που θα ρίξω τώρα, να την χωρίσεις ... μην τη μαδήσουν τα ζωντανά...
Θέλω να την πάρω στο χωριό το βράδυ.

(ΧΔ)