Μαρίας Παναγοπούλου (1932-1993)
«...τ’ άσπρα σου τά γένια, μοιάζουν άσημένια...»-
Γιαγιά, που βρίσκεται τώρα ό 'Αγιο-Βασίλης;
- Στή στράτα. Πασκίζει νά προκάμει νά μπεί στό χωριό μπριχού συναπαντηθούνε οι χρόνοι πού άλλάζουνε... Γιατί βλέπεις τούτ’ ή συντυχιά κάνει τό ραβδί του καί άνθίζει!...
- Κι άπέ, γιαγιά;
- Μμμ... Πρέπει τό γληγορότερο νά γυρίσει στήν Καισαρεία!...
- Γιατί, γιαγιά;
- Γιά νά ματακινήσει πάλε, μάτι μου, νά προκάμει τού χρόνου πιά...
- Κι άν προλάβει άπόψε;
- ’Έ, τότενες θά μπεί σ' όσα σπίτια προκάμει, ώς νά λαλήσουνε τά κοκόρια. Γιά τούτο κι άφήνουμε τή φωτιά όλονυχτίς άναμμένη... Γιά νά ζεσταθεί, νά στεγνώξει τό ράσο του...
- Έγώ δέ θά κοιμηθώ νά τόν ίδώ.
- Άμ’ δέ θά ’ρθεϊ τότες!...
- Γιατί, γιαγιά;
- "Ετσι. Καί δέν κάνει νά ρωτάτε. Άπό τά παλαιικά, μιά φορά, τά χρόνια, έτσι κάναμε. Αφήναμε άναμμένη τή φωτιά ούλη νύχτα. Φυλάγαμε ξεπιτούτου τό καλύτερο πουρναρίσιο κούτσουρο στό κατώι... Χέι, καημένα χρόνια!...
Βύθιζε τό βλέμμα άόριστα μακριά, κι έφερνε τό μικρό δάχτυλο τού δεξιού της χεριού ανάμεσα στά δόντια της, σάν κάθε πού τήν κρατούσε λύπη ή χαρά.
- ... Θυμάμαι τήν τρανή μου - Θός συχωρέσ' τηνε - πού μάς έβγανε στό παραθύρι, νά ίδούμε πρώτα τις προβατίνες τού Παπα-γιωργολιά, κι άπέ μάς έδινε άπό μιά κουταλίτσα μέλι κρατημένο ξεπίτηδες!... Γιά νάναι λέει ό χρόνος ήμερος σάν τού προβάτου, καί νάχει τή γκλυκάδα τού μελιού!...
... Τώρα πιά, τά περγελάνε κείνα... Καημένα χρόνια!...
(Γιαγιά, νοσταλγούσες κι έσύ λοιπόν τόν φευγάτο παιδικό σου παράδεισο! Κι είχε μονάχα δυό προβατίνες, καί μιά κουταλίτσα μέλι...)
- Γιαγιά, που είναι ή Καισαρεία;
- Ου, άλάργα, μάτι μου. Στήν... Καππαδοκία!...
Αλάργα, χωρίς μεζούρα, θά πεί νά περνάς βουνά καί βουνά. Κάμπους, ποτάμια καί δάση... Νά φτάνεις καί νά περνάς πολιτείες άστραφτερές, μέ μεγάλα - θεόρατα - σπίτια, καί πλατείες, δρόμους ολόισιους, μέ μαγαζιά γιομάτα χίλιω λογιώνε πραμάτειες!...
... Κι άνθρώπους μυρμηγκιά νά πηγαινόρχονται...
- Καί μέ ποιόνε μοιάζει, γιαγιά, ό Αγιο-Βασίλης;
- "Ογιονε γέρο καί νά ονοματίσεις στό χωριό, όξω πολύ δέν πέφτεις. ’Εγώ τόν προσήφερνα τού παππούλη μου τού μακαρίτη...
(Ποιος σού δίδαξε τήν τέχνη, γιαγιά, παραμύθι κι άλήθεια νά βγαίνουν άπό τά λόγια σου άξεχώριστα;)
- ...Εσείς,... άλλά γιά έλάτε τώρα νά ίδούμε ποιος θά γενεί πλούσιος έφέτο.
Μέ τή μύτη τής τσιμπίδας τσίγκλαγε τά ξύλα, πού τάζωναν οί γαλαζοπράσινες φλόγες, λέγοντας κάθε φορά τά όνόματά μας κατά ήλικία.
- Σπίθα καί φλουρί, κι όγιος μετρήσει...
Τού σκοτωμού νά προλάβουμε χοντρικά, νά μετρήσουμε τίς χρυσοκόκκινες σπίθες πού ξεπετιόνταν μπουκέτο... Εκατό... πεντακόσια... χίλια!... Σωρός τά «φλουριά» καί πού νά τά βάλεις!...
Τά κούτσουρα τρίζανε, καί γκρεμίζονταν κατακόκκινα κάρβουνα, πού στοιβάζονταν πυραμίδα. Ανάκατες οί μυρωδιές σ' όλο τό σπίτι. Πρόσφορα, μοσκολίβανο, βρασμένο μέλι...
Ο παππούλης στό παραγώνι, βυθισμένος στή Σύνοψη, σιγόψελνε τό τροπάριο τού Αγίου Βασιλείου. Όμορφη, λυγερή, σβέλτη ή μάνα, πέρα δώθε, φρόντιζε νά συμπληρώσει τίς έτοιμασίες. Καθάριζε τά λαμπογυάλια, μάδαγε τόν σφαγμένο κόκορα στό πεζούλι τού παραπορτιού, ίσιωνε τά στρωσίδια, ξεχώριζε τά ρούχα γιά τήν έκκλησιά...
- Νύφη, νά θυμηθούμε τό σταχτοφούρνι. Ν’ άδειάσει μπριχού τά μεσάνυχτα...
- Γιατί, γιαγιά;
- Στάχτη νά γενοΰνε οί άναποδιές τού χρόνου πού σώνεται, παιδάκι. Κι άιντε τώρα νά μετρήσουμε τούς Βασίληδες, πού έχουνε γιορτοφόρι ταχιά. Ας πιάσουμε άπό τήν κά' μεριά... Ό Βασίλη-Βέργος τού Παρασκευά ένας...
Κάπου στή μέση τού χωριού πρόφταινε ό ύπνος. Στ’ όνειρό μου ό Αγιο-Βασίλης, έκεί κατά τό διάσελο, πάσκιζε μέ μεγάλες δρασκελιές πάνω στό χιόνι νά προφτάσει νά μπεί στό χωριό... Έμοιαζε κάπως τού μπαρμπα-Τασιούλη, τού γερο-Γιώργη, τού παππούλη μου... Μόνο τά γένια του ήσαν διαφορετικά. Αστραφτερά, άπό Ασήμι!...
Ένα ζιλεδάκι, ένα ζευγάρι παπούτσια, μιά τσαπέλα σύκα, μάς πληροφορούσε μέ σιγουριά, τήν άλλη μέρα, άν είχε προλάβει νά ’ρθεϊ
"Ομως πάντα σχεδόν δέν προλάβαινε, γιατί συναπαντιότανε μέ τούς χρόνους!...
- 'Έ, του χρόνου εξάπαντος πιά. Καί μήν κλαίς, γιατί θά κλαίς ούλον τό χρόνο...
(Πώς τά κατάφερνες, γιαγιά, ν' άφανίζεις τή λύπη καί νά κρατάς ορθάνοιχτα καρδιά καί μάτια ένα χρόνο ολόκληρο;)
Τό πρωί, πρώτος πρώτος έμπαινε ό θείος.
- Αίσιον καί εύτυχές τό νέον έτος!... Ελάτε κοντά γιά τούς μποναμάδες σας!...
Πολύ σπουδαίο πράμα πρέπει νά ήταν τό έ σ ι ο ν. ”Ετσι θερμά κι επίσημα πού τόλεγε. Δέ μπορεί. Κάτι πολύ σπουδαίο ήταν...
Κουδούνιζε ό τσίγκινος κουμπαράς τό τραγούδι τών «μπουλαμάδων». Πενηνταράκι, φράγκο, δίφραγκο, μπορεί... τάληρο! Μήν κι έβλεπες άπό τή χαρά σου; Τό χωριό, ντυμένο στ’ Ασπρα του. Εύτυχισμένο! Άπό τήν άκρη τών κεραμιδιών ίσαμε κάτω, τά κρουσταλλένια «σπαθιά» στή γραμμή. Τιμή στόν Άρχοντα τό χρόνο πού είχε φτάσει!
Ό κόκορας άχνιζε στόν τέτζερη, πού χόρευε πάνω στή σιδεροστιά. Καί ή πείνα πιά!
Άπό τά φουγάρα, καπνός κι εύωδιές σμίγανε σ' άξεδιάλυτο σύννεφο.
- Πολλα-χρόνια, Γιώρη. Μέ ύγεία κι εύτυχία τό νέον έτος.
- Ό Θεός νά δώκει, κουμπάρε. Πολλα-χρόνια.
Μπουλούκια ξεχυνόμασταν στούς δρόμους μετά τό φαΐ τά παιδιά, γιά τά «πολλα-χρόνια» στούς Βασίληδες. Σπίτι τό σπίτι, μαχαλά σέ μαχαλά, κι οί τσέπες φούσκωναν άπό τις «φιλιές». Καρύδια, τσαπελόσυκα, λουκούμι πού καί πού!...
Καί νάχεις τούς πονηρούς νά ξεκόβουνε. Νά τραβάνε, μοναχός του ό καθένας, καί νά σου γυρίζουνε πίσω, μέ δίπλες, χαλβάδες, ώς καί κουραμπιέδες άκόμα!...
'Επίσημα οί μεγάλοι, γυναίκες καί άντρες, γιορτοφορεμένοι πήγαιναν συντροφιές γιά «χαιρετούρα» κι έκείνοι. Άπό τή μι' άκρη τού χωριού ώς τήν άλλη, δίχως διάκριση.
Τραγούδια στούς δρόμους, κι άσε πιά στά σπίτια πού είχανε Γιορτή. Γλέντια κι εύχές χωρίς τελειωμό.
«... νά χαίρεσθε τήν ονομαστικήν σου έορτή...»
«... Εύτυχές τό νέον έτος...»
«... καί στής φαμελιάς σου έπίσης...»
Κι έρχότανε τό βράδυ πιά (τί γρήγορα βραδιάζει τίς γιορτές) ή ώρα τής «Βασιλοκουλούρας». Ή χόβολη έτοιμη, καί στό άψε-σβήσε τήν ετοίμαζε ή μάνα. Νερό, κι άλεύρι σιταρένιο, άλάτι, λίγη ζάχαρη, έναν κόμπο λάδι, καί τό «φλουρί» - ένα πενηνταράκι - στό ζυμάρι, γιά τή δοκιμή τής τύχης.
Ζεματιστή τήν κομμάτιαζε ό πατέρας. «... Τού Χριστού... τού ξένου, τού... σπιτιού...». Κι ύστερα, «κατά ήλικίαν» ή οικογένεια.
Θέ μου, καρδιοχτύπι γιά τό... «φλουρί»! Κι όσο γιά τή Βασιλο-κουλούρα, γλυκύτερο πράμα στόν κόσμο δέ γίνεται!...
- Πολλα-χρόνια. Αίσιον κι εύτυχές τό νέον έτος.
Τά τραγούδια, άπό τά σπίτια πού είχανε γιορτή, παραδεισένιοι ήχοι χάιδευαν τ' αύτιά. Σκυλί δέν άκουγότανε πουθενά, κι άς κινιότανε τόσος κόσμος πάνω κάτω. Όλα φιλιωμένα σήμερα. Αρχιμηνιά κι άρχιχρονιά σου λέει...
Χορτάτα μάτια καί καρδιά, φέρνανε στό κορμί τή λαχτάρα τού ύπνου. Τό αύριο, μακρινό καί κοντινό μαζί, στεριωμένο γερά στό «έσιον» τών εύχών.
...Χρόνια πολλά... Καληνύχτα.
Ώρα 12 καί 1'.
Τό 1978 είναι πιά «πέρυσι». Θά κλείσω στό ντουλαπάκι του νου μου τίς θύμησες γιά τού χρόνου. Έκλεισα καί τήν τηλεόραση. Απόψε δέ μπορώ ν' άκούσω δελτίο ειδήσεων, μέ τήν άντάρα καί τούς βόγκους άπ’ τίς μάχες. Προπάντων, δέ μπορώ ν' άκούσω δηλώσεις κι εύχές τών... «Μεγάλων» γιά ειρήνη... Προπάντων αυτό.
Τό άπόγευμα μιλούσα στά παιδιά γιά τόν 'Αγιο-Βασίλη τού καιρού μου, πού δέν κατάφερνε ποτέ σχεδόν νά ’ ρθεί ώς έμάς, γιατί συναπαντιότανε μέ τούς χρόνους!...
- Μ’ άκουγαν συνεπαρμένα καί - ιδέα μου ήταν; - μου φάνηκε σά νά ζήλευαν.
Γιατί όμως; "Εχουνε πράγματα, πού ούτε νούς δικός μας δέν τά χώραγε, όχι χέρια... Αλήθεια, πώς νά νιώθουν τούτα τά παιδιά; Τί νά σκέπτονται, όταν τούς κλείνει τό μάτι ό ' Αγιο-Βασίλης καλώντας τα στά μαγαζιά, πού τά περιμένει μέ δώρα;
- Ηθοποιός είναι, βρέ κουτέ. Καί τά δώρα, οί μαμάδες τ' άγοράζουνε κι οί μπαμπάδες...
- Πρέπει νά πιστεύουμε στόν Άγιο-Βασίλη. Τό είπε ή μαμά μου, κι ή Τηλεόραση!...
- Κατάλαβες; Πρέπει, λέει, νά πιστεύουν...
«... ά γινόσαντε φτούνα μέ τό πρέπει, μάτι μου... ”Α δέν έρχονται άπό μέσα σου...».
Γιαγιά, ξαγρυπνάς; Καί είσαι λυπημένη... Γιατί ; Παιδιά θά πεί χ α ρ ά, σέ κάθε έποχή, μ' όποιες συνήθειες. Κάποτε, όταν θάναι μεγάλοι, τότε πού ή πραγματικότητα συντρίβει τ’ όνειρο, τότε πού οι εντυπώσεις λοξοδρομούν να φτάσουν στήν καρδιά, κι ούτε τήν βρίσκουν, μπορεί - ποιος ξέρει - νά νοσταλγούν τόν τωρινό καιρό, καί νά τόν στήνουν μπρος στά μάτια τους Παράδεισο!...
Κι εκεί, θά ύπάρχει κι ό δικός μου 'Αγιο-Βασίλης, καί μέσ’ άπό μένα κι ό δικός σου, κι άκόμα πίσω, έκείνος τής τρανήκως σου!...
Κι αύτό τό λέω αιωνιότητα, γιαγιά. Πώς τ’ άκούς; Βλέπω δαγκώνεις τό μικρό σου δαχτυλάκι... Μάλλον συμφωνείς, έ;
Αίσιον λοιπόν τό Ν έ ο ν "Ετος. Κι Ε ύ τ υ χ έ ς.
Καληνύχτα.
(ΧΔ)