Γυναίκες νάυλον ντυμένες
σερνάμενες καθαρίζουν το δάπεδο
προς δόξαν Θεού του ενός και κυρίαρχου.
Στο αναπηρικό καροτσάκι
σε δεκάδες αντίγραφα γύρω η ασχήμια εποπτεύει...
Μπαλσαμωμένα πουλιά
από ράφια μετέωρα κρώζουν: «Κρυφτείτε. Κρυφτείτε.
Του αφανισμού σας η ώρα ήγγικεν γαρ...»
Αίφνης
θηλυκή σιλουέτα με άσπρα εμφανίζεται,
πυρσό αναμμένο κρατώντας και στάχυα.
«Η αγάπη εγώ. Η ψυχή σου, η αλήθεια...» μιλεί.
Λάμψη φωτιάς με τυφλώνει. Με πνίγουν καπνοί...
Χορεύω ανάερα ωστόσο χορό που ποτέ δε διδάχτηκα.
Φως!
Πυραμίδες σταχτιές
κι αμπελώνες ολάνθιστοι γύρω.
Πεταλούδα λευκή η γυναίκα αντικρύ μου
«σωθήτω, σωθήτω» μ’  επουράνια ψάλλει φωνή.
Δίχως μέλη κινούμαι σε λάγνο χορό
εφαπτομένη του ουράνιου τόξου
και «σωθήτω  — αντιφωνώ το σκοπό της —  σωθήτω!..»

 

(ΧΔ)