Ο Παναγιώτης Ανδρέα Τσαντίλης γεννήθηκε το 1892 στο χωριό μας και έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία 2 χρονών. Είχε και μια αδελφή (την Ανδριανή), που πήρε το όνομα του πατέρα της που πέθανε και επειδή παντρεύτηκε Κατσιάπη τη λέγανε Κατσιαπαντριάνα. Η μητέρα του η ''Μαρία η Μοδίστρα'', όπως την αποκαλούσαν, είχε μείνει χήρα σε ηλικία 24 ετών.
Για να αναθρέψει τα ορφανά παιδιά της, έπαιρνε τη ραπτομηχανή στον ώμο και πήγαινε στα χωριά Ψάρι, Λυκούρεση, Λιοδώρα, Ρένεση και Μπέχρου και έραβε προίκες.
Πήγε στο σχολείο 2-3 χρόνια και στα 12 χρόνια του έγινε μαστορόπουλο. Μεγάλωσε, πήγε φαντάρος και έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους. Τελειώνοντας το στρατιωτικό παντρεύτηκε την Μαρία Παρασκευόπουλου (κόρη του Δημήτρη Σαμαρά) και απέκτησε ένα γιο, τον Δημήτρη (Μήτσο) Τσαντίλη. Αδέλφια της Μαρίας ήταν ο Σαμαρολιάς, ο Σαμαρόγιαννης, ο Τασιούλης Σαμαράς που έμενε στη Θεσσαλονίκη, η Διαμάντω Κωνσταντοπούλου και η Ελένη Σχίζα (της Πετρούς). Το 1920, ανήσυχο πνεύμα καθώς ήταν, προσπάθησε να δραπετεύσει από τη φτώχια και έφυγε μετανάστης στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ήταν τότε 28 χρονών.
(Το πρώτο κύμα Ελλήνων μεταναστών άρχισε το 1900 και οι πρώτοι πατριώτες μας που έφθαναν εκεί μέχρι και το 1924 συνήθως πήγαιναν στην πόλη όπου υπήρχαν συγγενείς ή φίλοι και απασχολούνταν σε οποιαδήποτε δουλειά μπορούσαν. Τα πιο συνηθισμένα επαγγέλματα εκείνης της εποχής για τους Έλληνες ήταν στιλβωτές υποδημάτων (λούστροι), λαντζέρηδες, εργάτες μεταλλείων, βιομηχανικοί εργάτες ή εργάτες σιδηροδρόμων. Πολλών βέβαια το όνειρο δεν εκπληρωνόταν όταν έφθαναν στο νησί «ΕΛΛΙΣ». Εκεί τους εγένοντο πολλές ιατρικές εξετάσεις, και όσοι ήσαν κοντοί, αδύνατοι ή άρρωστοι γυρνούσαν πάλι με το ίδιο εισιτήριο.
Οι Αμερικανοί πολίτες, ειδικά στις Πολιτείες του Νότου, αντιμετώπιζαν ρατσιστικά τους πατριώτες μας και σε πολλά καταστήματα υπήρχαν επιγραφές
Απαγορεύεται η είσοδος σε σκύλους και Έλληνες).
Ο Παναγιώτης Τσαντίλης εγκαταστάθηκε στο Σικάγο και εργαζόταν όπως και όλοι σχεδόν οι πατριώτες (π.χ. ο Δημήτρης Δημητρόπουλος ή Δημητράκος, αδελφός του πατέρα του Στρατηγού Ευθ. Δημητρόπουλου και της Φώτως, συζύγου του Χρήστου Αριστείδη Βέργου) σαν συντηρητής στους κινηματογράφους και τα θέατρα που είχε η οικογένεια «Βασιλόπουλοι» από του Ράφτη. Μετά παραμονή 10 ετών στο Σικάγο γύρισε το 1930 στο χωριό και στη συνέχεια έκανε άλλα τρία ταξίδια μέχρι το 1960, οπότε επέστρεψε και έμεινε μόνιμα στο χωριό, χωρίς να διακόψει τους δεσμούς του με το Σικάγο, γιατί από το 1956 είχε μεταναστεύσει εκεί οικογενειακώς ο μοναχογιός του Δημήτρης, που και αυτός έχει επιστρέψει και ζει μόνιμα στην πατρίδα. (Και ο Δημήτρης ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του, στις προσφορές και τις ευεργεσίες στο χωριό και τους πατριώτες).
Όπως πολλοί ξενιτεμένοι μας, δεν ξέχασε το χωριό και άφησε έντονα τα ίχνη του στο πέρασμα του χρόνου, ώστε να τον θυμόμαστε και να τον ευγνωμονούμε για την προσφορά του, που η αξία της την χρονική στιγμή που εδίδετο ήταν τεράστια. Μεγάλη προσφορά του αποτελεί το κτίσιμο της εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων στο νέο Κοιμητήριο στου Μπουλούτσου. Πριν από αυτό, τους κεκοιμημένους προγόνους μας έθαβαν κάτω από το βράχο στην επάνω εκκλησιά. Το Κοιμητήριο έγινε με φροντίδα και του πατριώτη μας Ηγούμενου Δαυίδ (κατά κόσμο Διονύσιου Δημόπουλου), της Ιεράς Μονής «Βουλκάνου» Μεσσηνίας. Η εκκλησία αφιερώθηκε στους Αγίους Θεοδώρους, με επιθυμία των Ηλία Κωνσταντόπουλου (Λιαθοδωρόπουλου) και Δημ.Κωνσταντόπουλου πού παραχώρησαν το χώρο του Νεκροταφείου για τη μνήμη του πατέρα τους Θεοδώρου.
Στο προσκλητήριο για την ανέγερση της Εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου έδωσε το παρόν του, χρηματοδοτώντας με 70.000 δραχμές (ποσό που αντιστοιχεί σε πάνω από 500 μεροκάματα αν σκεφθεί κανείς πως το μαστορικό μεροκάματο εκείνη την εποχή ήταν 100-150 δραχμές) το ωραιότατο μαρμάρινο τέμπλο της. Ακόμη δεν ξέχασε και τα ξωκλήσια μας, με σημείο αναφοράς τον Άγιο Δημήτρη στον Αρτοζήνο, που κάθε περαστικός για το χωράφι του ή για νερό στη βρύση δίπλα στο εκκλησάκι, είχε την ευκαιρία να ανάψει ένα κεράκι. Τον οβολό του είχε καταθέσει και για τη βελτίωση των υποδομών του σχολείου του χωριού, την ηλεκτροδότησή του καθώς και την ηλεκτροδότηση του Σταθμού Χωροφυλακής. Επίσης βοήθησε σημαντικά στο να γίνει η εκκλησία στην Τσίπολη. Πέραν των πιο πάνω προσφορών του, που ήταν επαναλαμβάνω πολύ μεγάλες στο χρόνο που δόθηκαν, γιατί υπήρχε ανέχεια και φτώχια, ήταν και αλτρουιστής-ταπεινός Σαμαρείτης. Υπάρχουν ομολογίες ότι βοηθούσε φτωχούς συμπατριώτες μας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Ο ''παππούλης'' -έτσι τον προσφωνούσαν πολλά παιδιά στο χωριό- ήταν καλοκάγαθος και είχε πολύ χιούμορ. Ήταν ουσιαστικά ένα μεγάλο παιδί και του άρεσε να πειράζει τα μικρά παιδιά για να τα διασκεδάσει, παίζοντας "κρυφτό" μαζί τους. Ήταν, εκτός των άλλων, και κυνηγός και σαν ''Μπρούκλης'' με παρά αγόρασε ένα κυνηγόσκυλο από τα Λαγκάδια, τον «Γκέκο». Όμως ο ''Γκέκος'' βγήκε άγριος και αντί για λαγό, σε κυνήγι που πήγε ο παππούλης με τον εγγονό του το Γιώρη στη ρεματιά απέναντι από την Κάπελη, έπνιξε μια προβατίνα. Μεγαλόψυχος όπως ήταν πάντα καθησύχασε τον τσοπάνο λέγοντας του: «πάρε την προβατίνα, βράστην και έλα στο χωριό να σε καλοπληρώσω». Έτσι και έγινε. Ο Γκέκος ασφαλώς επέστρεψε στα Λαγκάδια.
Κοιμήθηκε το 1976, σε ηλικία 84 ετών και αναπαύεται στο Κοιμητήριο του Χωριού. Το Δ.Σ. του Συλλόγου με έγκριση και της Γενικής Συνέλευσης έχει προτείνει να ονομασθεί ο δρόμος από το σπίτι των αδελφών Νίκου και Ηλία Παπαγεωργίου μέχρι το Κοιμητήριο
"Οδός Παν. Τσαντίλη".
Θοδωρής Γ. Τρουπής