Ακρίτα στης Ευρώπης τους πυλώνες
η Μοίρα σ’ έχει τάξει, Μάννα Ελλάδα,
τη λευτεριά να διαφεντεύεις στους αιώνες.
Χαρά σου, όταν Φειδίες με λαμπεράδα
στη γη σου πελεκούνε Παρθενώνες
κι Αισχύλοι ανάβουν θεία ανέσπερη λαμπάδα

Μα ο πόνος σου βαθύς, όταν βαραίνει
τυράννων μαύρη σκιά τ’ άγιο σου χώμα
και της ελπίδας τους ανθούς αργομαραίνει.
Κακό όμοιο εκράτει κάποτε -κι ακόμα
πιο ασήκωτο- την όψη σου θλιμμένη.
Κι ήταν πικρόχολο, που σώπαινε το στόμα
Μια αυγή όμως -της φυλής την αμαρτία
το πλήρωμα του χρόνου είχε ξεπλύνει-
το βλέμμα ρίχνοντας στην που έσβηνεν εστία,
Τινάχτεις, Κι ήταν Μάρτης, οι άσπροι κρίνοι
ευώδιαζαν. Τινάχτεις την αιτία
για να μετρήσεις του κακού, που φρένα λύνει
Κι ως στάθηκες ψηλά στο μετερίζι,
με ορμή, που ξεπερνούσε και του ανέμου,
το κοφτερό έσυρες σπαθί σου, που σπιθίζει.
Και φώναξες τρανά: «Καιρός πολέμου.
Με ανθούς του ονείρου η γη ξαναγεμίζει.
Ανάστα τώρα με την άνοιξη, λαέ μου». 

(ΕΚΜ)