Αγέλαστας (ή) πέτρα

Αρχαία παροιμία, η προέλευση της αποδίδεται σε μια πέτρα της Ελευσίνας, πάνω στην οποία η θεά Δήμητρα θρήνησε την αρπαγή της κόρης της Περσεφόνης από τον θεό του Άδη και χρησιμοποιείται όταν προκαλείται λύπη προσώπων ή πραγμάτων.

Αιέν αριστεύειν

"Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων, μηδέ γένος πατέρων αισχυνέμεν" (Ιλ. Ζ΄208). Πάντα πρώτος και ανώτερος από τους άλλους και να μην νροπιάζεις τη γενιά των προγόνων"

Ήταν τα λόγια του Ιππόλαχου στον υιό του Γλαύκου, όταν τον έστειλε στην Τροία να πολεμήσει ενάντια στους Έλληνες. Το ανιστορεί ο Γλαύκος στο Διομήδη, όταν ο δεύτερος τον ρώτησε σχετικά με τη γενιά του. Επίσης, υπήρξε αγαπημένη πατρική συμβουλή του Ρωμαίου Κικέρωνα.

Άιντε να κουρεύεσαι - Άστον να κουρεύεται - Έασον αυτόν χαίρειν

Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήταν συνηθισμένο το θέαμα της διαπόμπευσης, μιας και για τους κατοίκους του Βυζαντίου αποτελούσε ένα από τα πρώτα προσφερόμενα δημόσια θεάματα. Πήγαιναν, λοιπόν, στις πλατείες και στους δρόμους με σκοπό να παρακολουθήσουν τη διαπόμπευση κλεφτών, δηλών, μέθυσων, ανταρτών, μοιχών αλλά και εξεχόντων προσωπικοτήτων. Αρχικά, αυτός που επρόκειτο να διαπομπευθεί, δεχόταν την κουρά, πράγμα άκρως προσβλητικό για την εποχή. Αντίστοιχα, στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, αποτελούσε βρισιά και μόνο η απειλή σε κάποιον ότι θα του ξυρίσεις το μουστάκι.

Οι φράσεις "άστον να κουρεύεται" και "άντε να κουρεύεσαι" στη λαϊκή εκδοχή σημαίνουν πως κάποιος είναι τόσο "σκάρτος", ώστε του αξίζει η κουρά, το κούρεμα. Σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιείται και η φράση "κουρέματά σου". Στους κατοίκους του Βυζαντίου το ρήμα "κουρεύω" είχε και την έννοια του "κουράζω", όπως η γνωστή φράση "τον τάδε εκούρασον μοναχόν". Επεξηγηματικά, αναφέρεται πως, ο καταδικασμένος σε διαπόμπευση και κουρά δεχόταν ψυχική και σωματική κόπωση (πολλές φορές το πλήθος πρόβαινε και σε βιαιοπραγίες εναντίον του), έμεινε έτσι το κουράζω ως συνώνυμο του καταπονώ.

Ακόμα δεν τον είδαμε και Γιάννη τον εβγόλαμε

Μία εκδοχή θέλει τον Τριπολιτσιώτη Αγγελάκη Νικηταρά να παράγγειλε κάποτε του στενού του φίλου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη να τον επισκεφτεί στο χωριό και να βαφτίσει το μωρό του. Επίσης, ο Νικηταράς του παράγγειλε ότι σκόπευαν να το βγάλουν Γιάννης αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να το βαφτίσουν δίνοντας του το όνομα του, δηλαδή Θεόδωρος.

Ο Γέρος του Μωριά απάντησε πως με μεγάλη ευχαρίστηση θα πήγαινε μόλις θα "έκλεβεν λίγον καιρό", γιατί εκείνον τον καιρό έπαιρνε συνέχεια μέρος σε μάχες. Ένα μήνα αργότερα ο Κολοκοτρώνης δεν είχε καταφέρει να πραγματοποιήσει την υπόσχεση του, με αποτέλεσμα ο Νικηταράς να του στείλει δεύτερη παραγγελία. Ο Γέρος τότε πήρε την απόφαση και μαζί με δύο παλικάρια του πήγε στο χωριό. Μπαίνοντας στο σπίτι του φίλου του δεν είδε μήτε μωρό, μήτε καμιά προετοιμασία που να θυμίζει βάφτιση.

Το τι έχει συμβεί το διαπίστωσε αμέσως μετά. Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Ο τελευταίος δε, γνωρίζοντας πως ο Κολοκοτρώνης είχε επιφορτιστεί με το χρέος να ελευθερώσει την πατρίδα από τον Τούρκικο ζυγό θα καθυστερούσε στα σίγουρα να τους επισκεφτεί, οπότε θα είχε γεννηθεί κλαι το παιδί, που του παράγγελνε και του ξαναπαράγγελνε για τη βάφτιση. ¨Οταν ο Γέρος άκουσε τη δικαιολογία του Νικηταρά ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε: "Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε".

Φυσικά, υπάρχει η πιθανότητα η φράση αυτή να προυπήρχε αλλά να έγινε γνωστή από τον Θ. Κολοκοτρώνη.

Άλλη εκδοχή θέλει τον πατέρα δύο κοριτσιών της παντρειάς να δέχθηκε επίσκεψη από προξενητή, που του έφερνε γαμπρό για την μεγαλύτερη από τις θυγατέρες του. Ο πατέρας τότε έστειλε την κόρη του να φέρει κρασί από το βαγένι για να κεράσει τον μουσαφίρη. Εκείνη, αφού έβαλε την κανάτα κάτω από την κάνουλα του βαγενιού, την οποία και άνοιξε για να γιομίσει την κανάτα, άρχισε να συλλογίζεται το γάμο της και πως το παιδί που θα έκαμε θα ήταν αγόρι και θα το έβγαζε Γιάννη. Ξαφνικά της πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να είχε κακό ριζικό και να της πέθαινε το παιδί, τότε άρχισε τα μοιρολόγια, ενώ το κρασί έτρεχε. Μιας και η ώρα είχε περάσει η μικρότερη αδερφή της πήγε να δει τι συνέβη και άργησε. Όμως, στο άκουσμα των θλιβερών λεγομένων της αδερφής της, άρχισε και αυτή τα μοιρολόγια για το αδικοχαμένο ανιψάκι της, ενώ το κρασί εξακολουθούσε να τρέχει. Αφού, πέρασε κάμποση ώρα, ο πατέρας θορυβημένος άφησε τον καλεσμένο και πήγε να δει γιατί αργούν οι θυγατέρες του να φέρουν το κρασί. Μπαίνοντας και βλέποντας το κρασί χυμένο, τις κορές του να κλαίνε και ακούγοντας στη συνέχεια το λόγο, κούνησε το κεφάλι του και τους είπε: "Κόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εκράξαμε και το κρασί τρέχει!".

Είναι πιθανό η ανάλογη αρχαία παροιμία, που αναφέρεται σε ίδιες περιστάσεις, "Αίξ ούπω τέτοκεν, έριφος δ' επί δώματι παίζει" (Ζηνοβ. 42 Διογένι. 40. 656. Μακάρ. 54 Αποστολ. Κώδ. Βοδληίαν 70. Crusii Analecta ad paroem. σ.110) να προέρχεται από μύθο.

Άκουσον άκουσον

Χρησιμοποιείται προκειμένου να τονιστεί ότι κάτι τρομερό, έξω από κάθε λογική, συνέβη. Επίσης είναι μια έκφραση που χρησιμοποιείται από το Αγγλικό Κοινοβούλιο, όταν ο προεδρεύον θέλει να ανακαλέσει στην τάξη κάποιο βουλευτή ή να επιβάλει ησυχία (hear, hear, him).

Άκουσον μεν, πάταξον δέ

"Χτύπησε με, μα άκουσε με". Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, (Θεμιστοκλής 11) στο Συμβούλιο της Σαλαμίνας στα 480 π.Χ., αυτή ήταν η απάντηση του Θεμιστοκλή στο Σπαρτιάτη ναύαρχο Ευρυβιάδη, όταν ο τελευταίος θέλησε να τον χτυπήσει, επειδή ο Θεμιστοκλής υποστήριζε πως η ναυμαχία έπρεπε να γίνει στα νερά της Σαλαμίνα και όχι στον Ισθμό, όπως πρότεινε ο Ευρυβιάδης.

Έτσι, η παροιμιώδης αυτή φράση έμεινε και χρησιμοποιείται για να δείξει την ηρεμία και τη σταθερότητα που χαρακτηρίζει, κατά τη διάρκεια μιας έντονης συζήτησης, αυτόν που θέλει να βρεθεί η αλήθεια και να γίνει το πρέπον.

Αλά Μπουρνέζικα

Θέλοντας σε κάποιον να δείξουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε τίποτα από αυτά που μας λέει χρησιμοποιούμε τη φράση "αλά Μπουρνέζικα". Πολλοί θεωρούν ότι η παραπάνω έκφραση είναι μία λέξη, κάτι που είναι λάθος, μιας και είναι δύο. Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα μιας φυλής, που υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι και τις μέρες μας και η οποία ονομάζεται Μπουρνού. Η φυλή αυτή κατοικεί σε μια περιοχή του Σουδάν και ήρθε σε επαφή με τους Έλληνες κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ιμπραήμ στον Ελλαδικό χώρο. Γνωρίζοντας όλοι μας πόσο δύσκολη γλώσσα είναι η Αραβική και κατ' επέκταση μια διάλεκτος της, όπως τα Μπουρνέζικα, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε γιατί οι πρόγονοι μας ακούγοντας τους να μιλάνε τους φάνηκε η γλώσσα "αλά Μπουρνέζικη".


Μαρίνος Ρουσιάς

πηγή: Νατσούλης Τ., "Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις", εκδ. Σμυρνιωτάκης