. Γ. Δ. Βέργος.

Παρόλο που η λέξη «νεράιδες» είναι πολύ γνωστή και συνηθισμένη, δύσκολα μπορεί κάποιος να δώσει έναν ακριβή ορισμό και πολύ περισσότερο να περιγράψει τι είναι αυτά τα πλάσματα της φαντασίας.    ΓΔΒ-ΝΕΡΑΙΔ-Στο χωριό θεωρούσαν οι παλιοί πως οι νεράιδες ήσαν εξωγήινα όντα, που μπορούσαν να προκαλέσουν φοβερά πράγματα (κακά συνήθως, αλλά και καλά), ανεξήγητα με την απλή χωριάτικη λογική.

Πάντως, ήταν ο φόβος και ο τρόμος στο χωριό μας, όπως και σε όλα τα χωριά της ελληνικής επαρχίας, και προ παντός φόβος των γυναικών. Θα αναφέρω μερικές περιπτώσεις, που στο χωριό μας θεωρούσαν πως πίσω από αυτά τα συμβάντα υπήρχαν νεράιδες:

*Όταν στις ρεματιές του χωριού (Γκερμάζι, γκούρα κλπ) φυσούσε πολύ δυνατός αέρας, ακουγόταν ένα σφύριγμα από τα δέντρα, κυρίως τη νύχτα που υπήρχε ησυχία, το οποίο οι γυναίκες λέγανε πως είναι από τις νεράιδες. Φανταζόσαντε δηλαδή τη νεράιδα με φτερά πάνω στο δέντρο με ένα σουραύλι να σφυρίζει ασταμάτητα…

ΓΔΒ-ΝΕΡΑΙΔ-4*Όταν κάποιος σκύλος η τσακάλι γαύγιζε στις ρεματιές, δημιουργείτο ένας υπόκωφος παράξενος θόρυβος, ιδιαίτερα τη νύχτα.

ΓΔΒ-ΝΕΡΑΙΔ-5Ο ίδιος θόρυβος δημιουργείτο και από τα ορμητικά νερά, μετά από δυνατή καταιγίδα (που δεν ήταν σπάνια στο χωριό).   Το θόρυβο, λοιπόν, αυτό θεωρούσαν οι πατριώτισσες, πως τον δημιουργούσαν οι νεράιδες, για να «σκιάξουν» τους χωριάτες.

*Οι ανεμοστρόβιλοι, επίσης, συσχετίζονταν με αυτά τα εξωτικά. Δημιουργούντο συνήθως τα μεσημέρια και σήκωναν ότι έβρισκαν μπροστά τους. Ιδιαίτερα μεγάλο ανεμοστρόβιλο, πάντως, δεν θυμάμαι στο χωριό μας. Θυμάμαι μόνο μια φορά στο βουνό «γκερόρεσι», επάνω από την τρανή-βρύση, έναν πολύ δυνατό αέρα που κράτησε περί τα 15 λεπτά και σήκωσε τα δεμάτια από το θερισμένο σιτάρι, και τα σκόρπισε. Ήταν καλοκαίρι γύρω στο 1950. Αν οφειλόταν σε νεράιδες ή όχι, δεν το ξέρω…

Επειδή ακριβώς «υπήρχαν» οι νεράιδες στο χωριό, οι κάτοικοι (κυρίως οι γυναίκες, όπως είπαμε) πρόσεχαν να μην βγαίνουν τη νύχτα από το σπίτι, να μην πηγαίνουν με το βαθύ σκοτάδι σε απόμερα μέρη, σε ρεματιές, σε νεκροταφεία κλπ. Είναι γνωστή άλλωστε και η σχετική ρήση που λέγαμε στο χωριό:

«Όποιος τη νύχτα περπατεί, λάσπες και σκ_ _ _ πατεί»

ΓΔΒ-ΝΕΡΑΙΔ-2Για τον ίδιο λόγο, και επειδή οι νεράιδες αγαπούσαν ιδιαίτερα τις νεαρές και ωραίες γυναίκες και ήθελαν να τις κάνουν αέρινες σαν αυτές, οι κοπέλες του χωριού έπρεπε να προσέχουν πως ντύνονται, τι φοράνε, να είναι δηλαδή σεμνά ντυμένες, όπως επιβάλλουν τα ήθη και έθιμα του τόπου μας. Αν κάποια κοπέλα π.χ. ήταν λίγο καλοντυμένη και είχε και αλογοουρά, ήταν μοντέρνα, και περπατούσε κάπως κομψά, και τέλος πάντων ήθελε να προβάλει λιγάκι τη θηλυκότητα της, έλεγαν οι άλλες:

«αφήστε την αυτή, είναι Νεραϊδοπαρμένη».

Επίσης, μετά τον πρώτο χρόνο του γάμου τους, οι νιόπαντρες κοπέλες -ιδιαίτερα αν είχαν αποκτήσει και παιδί- δεν έπρεπε να βάζουν λευκό μαντήλι (τσεμπέρα), αλλά καφέ, ότι ακριβώς φορούσαν και οι μεγαλύτερες παντρεμένες γυναίκες.

Με λίγα λόγια, ότι παράξενο συνέβαινε στο χωριό μας, το συζητούσαν οι γυναίκες (και κάποιοι λίγοι άνδρες) και το απέδιδαν στις νεράιδες και στα στοιχειά. Για τα στοιχειά θα αναφερθώ σε άλλο άρθρο. Είναι γνωστή, πάντως, η φράση που αναφέρεται σε συμβάν του χωριού:

«Φέγα Νάσιο Καπλάνη, το στοιχειό του Καρκασάνι»

Και τώρα θα σας διηγηθώ μια προσωπική «νεραιδίστικη» ιστορία.

Ήταν το 1951, που ήμουνα 13 χρόνων. Τότε συνηθιζόταν στο χωριό, τα καλοκαίρια μετά το θερισμό των σιτηρών, να πηγαίνουμε τα μουλάρια το βράδυ σε κάποιο βουνό, να τα αφήνουμε εκεί όλη τη νύχτα να βοσκίσουν και την άλλη μέρα το πρωί να πηγαίνουμε να τα παίρνουμε, για να πάμε στις δουλειές μας.

  ΓΔΒ-ΜΟΥΛΑΡΙ Έτσι λοιπόν, ένα βράδυ αργά, μου λέει ο πατέρας μου να πάρω το μουλάρι μας και να το πάω στο βουνό (στην περιοχή «λεσιά» πάνω από την ταρανηβρύση), να βοσκίσει. Στην εντολή του πατέρα δεν υπήρχε καμία περίπτωση άρνησης. Πήρα και εγώ τη «σήβα» μας, καβάλησα διχάλα στο σαμάρι, και κατ΄ευθείαν στο βουνό, στο δρόμο που πηγαίναμε για τα Λαγκάδια. Εγώ δεν ήξερα πολλά για τα χτήματα σε αυτό το βουνό, γιατί εμείς δεν είχαμε εκεί χωράφι. Βρέθηκα λοιπόν σε ένα δίστρατο στην κορυφή του βουνού και δεν ήξερα πούθε να στρίψω. Αφού δεν άκουγα τίποτα από πουθενά, αποφάσισα να πάρω τον αριστερό δρόμο.

   Προχώρησα αρκετά μέτρα στο σκοτάδι, στο πουθενά, με «σφιγμένη κάπως την καρδιά», μέχρι που άκουσα κάποια κουδούνια άλλων ζώων και …η καρδιά μου ήρθε στη θέση της. Γρήγορα-γρήγορα ξεκαβάλικα, έδεσα χαλαρά το καπίστρι στο μπροστινό κολιτσάκι του σαμαριού, και άρχισα να τρέχω στο δρόμο της επιστροφής.

Αφού πέρασα τη «λεσιά» πηλάλα και προχώρησα κάμποσα μέτρα, μου φάνηκε πως άκουσα κάπου μακριά, τραγούδια με μουσική.

ΣΕΡΒ-ΜΑΙ-18-ΑΝΑΤΟΛ-ΧΩΡΙΟ 

 ΛΕΣΙΑ,

λέγαμε το σημείο που ενώνεται το παλιόκαστρο
αριστερά με το Σερβόβουνο δεξιά.
Είναι το τελευταίο ορατό σημείο από το χωριό
που ξαγναντίζουμε για τα Λαγκάδια.
Από εκεί περνάει ο δρόμος για τα Λαγκάδια 
που αμέτρητες φορές πηγαίνανε και ερχόσαντε
τα Σερβιωτόπουλα στο Γυμνάσιο
και από κοντά και οι γονείς τους.

Κοντοστάθηκα, έστησα αυτί, και περίμενα να ιδώ τι γίνεται. Σκέφτηκα πως πάνω στο βουνό ήταν σχεδόν αδύνατο να συμβαίνει αυτό, αφού δεν είχαμε πανηγύρι στο χωριό, ούτε σε κάποιο άλλο κοντινό χωριό είχαν κάποιο ανάλογο γεγονός.

Παρόλο που δεν πίστευα σε νεράιδες, μου πέρασε από το μυαλό, μήπως είναι κάτι τέτοιο. Κι αν είναι έτσι, σκέφτηκα, και με πάρουν τι γίνεται; Στο χωριό συχνά μας φοβέριζαν, για να είμαστε υπάκουα παιδιά, πως μπορεί και να μας πάρουν οι νεράιδες, πράγμα που φαίνεται πως υπήρχε στο βάθος του μυαλού μου.

   Τι να κάνω; τι να κάνω; σκεφτόμουνα για μερικά λεπτά. Είπα θα προχωρήσω και ότι θέλει ας γίνει. Έσφιξα τις γροθιές μου και άρχισα να περπατώ ανάλαφρα. Αν ήσαν νεράιδες να μην τις προκαλέσω με τις πηλάλες μου! Αφού προχώρησα κάποια μέτρα με αυτιά τεντωμένα και τα μάτια να κοιτάζουν παντού, μέσα στο σκοτάδι, μου φάνηκε πως η μουσική δυνάμωνε και πως τρεις ανθρώπινες σκιές με τεντωμένα χέρια περπατούσαν στο δρόμο και έρχονταν κατά πάνω μου. ΓΔΒ-ΝΕΡΑΙΔ-3Να τρέξω; Αν ήταν οι Νεράιδες; Θα μ’ έφταναν, θα με έπιαναν και μετά «κλαύτα Χαράλαμπε, που λέγαμε στο χωριό». Ποιος ξέρει τι θα μου κάνανε!

Λούφαξα πίσω από μια πέτρα, αφού έτρεμα ολόκληρος και κοντανάσενα, μέχρι που οι σκιές πλησίασαν και με ανακούφιση διέκρινα πραγματικούς ανθρώπους μέσα στο σκοτάδι, και μάλιστα μια γνωστή φυσιογνωμία, το φίλο μου το Γιώργο του Σταύρου Γκούτη, με τις αδερφές του. Ηρέμησα, η καρδιά μου ήρθε στη θέση της, έκανα το σταυρό μου που δεν ήσαν «νεράιδες», καλησπέρησα τους πατριώτες και τους διηγήθηκα τα όσα προηγήθηκαν.  Γελάσαμε όλοι, μου είπαν και αυτοί (καθότι Αθηναίοι) πως δεν υπάρχουν νεράιδες και πως αυτά είναι φαντασίες των ανθρώπων, και αποχωριστήκαμε. Εγώ τρέχοντας γύρισα στο χωριό, ενώ ο Γιώργος με τις αδερφές του συνέχισαν τη βόλτα τους. Είχαν έρθει για διακοπές από την Αθήνα και βγήκαν το βράδυ να περπατήσουν στο βουνό. Είχαν μαζί τους και ένα μικρό ραδιοφωνάκι (τρανζίστορ) και άκουγαν μουσική, από κάποιο μακρινό σταθμό. Εγώ πρώτη φορά έβλεπα και άκουγα τρανζστορ. Ραδιόφωνο είχα ακούσει στα Λαγκάδια που πήγαινα στο Γυμνάσιο και είχζαν τα δύο καφενεία. 

Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ, τότε, ότι θα μπορούσαμε στο βουνό να ακούμε ραδιόφωνο! Και όμως. Η τεχνολογία προχωράει πολύ γρήγορα. Σύγκριση βέβαια με το σήμερα δεν υπάρχει καμία. Όχι μόνο ραδιόφωνα και τρανζίστορ υπάρχουν στα χωριά μας, αλλά και όλοι οι χωριάτες κυκλοφορούν με το κινητό στο χέρι.

Η εξέλιξη της τεχνολογίας, βλέπετε, έχει φτάσει σε απίθανα ψηλά επίπεδα, που εκτός των άλλων επιτευγμάτων έχει συμβάλει και στο να …διαλυθούν και οι ωραίοι μύθοι για νεράιδες, εξωτικά, στοιχειά, σμιριδάκια κλπ, που «μαζί τους» μεγαλώσαμε στα χωριά μας…

……………

Σχετικά με τις νεράιδες διαβάζουμε στο διαδίκτυο:    

                                              Οι Νεράιδες είναι δαιμονικά, κατά κανόνα ωραία, αγαθά, ή, κατά τις περιστάσεις, βλαπτικά όντα της λαϊκής φαντασίας. Οι νεράιδες, που κλώθουν, υφαίνουν και τραγουδούν, έχουν ασυνήθεις δυνάμεις (γίνονται αόρατες, μεταμορφώνονται και μεταμορφώνουν), διευθύνουν την ανθρώπινη τύχη, την καθορίζουν μάλιστα με τις καλές ή κακές ευχές τους. Διάφορες θεωρίες προσφέρουν μία εξήγηση για την προέλευση των νεράιδων: είναι ξεπεσμένες θεές, πρωτόγονα πνεύματα της φύσης, πνεύματα των νεκρών, μυθικά πρόσωπα που προήλθαν από την ανάμνηση των αρχαίων τελετουργιών της μύησης. Παράλληλα με τις λυγερόκορμες και όμορφες νεράιδες υπάρχουν και μερικές που παρουσιάζουν τερατώδη χαρακτηριστικά, όπως σιδερένια άκρα (Γερμανία), πάρα πολύ μακριά στήθη (ΣαρδηνίαΒόρεια Αφρική). Οι νεράιδες ανήκουν σε μία προφιλολογική παράδοση και η πίστη σ' αυτές είναι παγκόσμια.

Για τις ελληνικές νεράιδες - που επιχειρήθηκε η συσχέτισή τους με τις «νηρηίδες» της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, με τις οποίες υπάρχει φανερή ετυμολογική σχέση - ο Νικόλαος Γ. Πολίτηςδημοσίευσε πλήθος από θαυμάσιες παραδόσεις στον πρώτο τόμο των Παραδόσεών του (1904): έχουν εξαίσια όμορφα, μακριά ξανθά μαλλιά - κάποτε πράσινα - που τα χτενίζουν με χρυσό χτένι, μάτια αμυγδαλωτά, και είναι κατά κανόνα ασπροντυμένες· ζουν σε όλα τα σημεία της φύσης, σε νεραϊδόκηπους και νεραϊδόσπηλιους, όπου απάγουν εκείνους που ερωτεύονται. Οι παραδόσεις για τις νεράιδες διατηρήθηκαν ζωντανές ως τα νεώτερα χρόνια στη μνήμη του ελληνικού λαού, όπως οι παραδόσεις των καλικαντζάρων.

.

(ΧΙΜ)