Γεωργίου Δ. Βέργου.
Για τα έθιμα των γιορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους, στο χωριό μας Σέρβου, έχουν γράψει αξιόλογα κείμενα οι αείμνηστοι πατριώτες λογοτέχνες Μαρία Παναγοπούλου και Θ. Κ. Τρουπής, καθώς και ο αείμνηστος Ηλ. Θ. Χειμώνας, στρατιωτικός γιατρός.
Επίσης οι πατριώτες Ι. Στ. Βέργος και Θανάσης Γκούτης έχουν γράψει σχετικά άρθρα, που αυτές τις μέρες βρίσκονται στην πρώτη σελίδα, της ιστοσελίδας του Συνδέσμου.
Σκέφτηκα λοιπόν, και εγώ να γράψω κάποια πράγματα που θυμάμαι, έτσι, χάριν του εορταστικού κλίματος των Αγίων αυτών ημερών.
Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, και των Φώτων, λόγω του ότι τις πιο πολλές φορές είχαμε κρύο και χιόνια στο χωριό, οι εκδηλώσεις ήταν περιορισμένες.
Την παραμονή των Χριστουγέννων πάντως, τ’ αγόρια (κορίτσια δεν θυμάμαι να έλεγαν τα κάλαντα!), σηκωνόσαντε πρωί-πρωί, ντύνονταν πρόχειρα και αφού συναντιόσαντε με τα άλλα παιδιά της παρέας, αποφασίζανε από πού θα ξεκινήσουνε να πούνε τα κάλαντα πρώτοι, ώστε να μην τους προλάβουν άλλα παιδιά. Αν πήγαιναν δεύτεροι ή τρίτοι, υπήρχε ο «κίνδυνος» να τους έδιωχναν λέγοντάς τους: «τα είπαν άλλοι».
Ο ιστορικός Ναός Ζωοδόχου Πηγής (διατηρητέο μνημείο), στο πάνω μέρος του χωριού μας Σέρβου, που χρονολογείται από το 1872. |
Ο υπέρλαμπρος και περίτεχνος
Ι. Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου,
στο κέντρο του χωριού μας,
έργο των απανταχού Σερβαίων.
|
Αν έλεγαν τελικά τα κάλαντα τα παιδιά, η αμοιβή τους συνήθως ήταν ένα-δύο καρύδια (κοκόσιες τα έλεγαν στο χωριό μας), για το κάθε παιδί, ή κανένα ξερό σύκο, που έφερναν από τη Μεσσηνία (Μεσένια), όταν έρχονταν οι άνδρες τις παραμονές των Χριστουγέννων. Στην καλύτερη περίπτωση, κανένα χαλβά, αν ο νοικοκύρης είχε φέρει λάδι, κανένα αβγό, και πολύ σπάνια καμιά δραχμή ή πενηντάλεπτο.
Τη νύχτα των Χριστουγέννων το τζάκι, σε όλα τα σπίτια του χωριού, συνήθως έκαιγε μέχρι το πρωί. Τις πρώτες ώρες με δυνατή φωτιά, και μετά που κοιμόσαντε ή χτύπαγε η καμπάνα του παππά «σικόκαιγε». Μάλιστα όποιος μπορούσε πήγαινε την παραμονή και έφερνε αρωματικά ξύλα για να μυρίζει ωραία το τζάκι. Τέτοιο ξύλο είναι η «κοκορίτσα», που αφθονεί στα βράχια του χωριού μας (Αραμανάλι και αλλού).
Γύρω στις 2 τη νύχτα τα Χριστούγεννα, χτυπούσε η καμπάνα για εκκλησιασμό. Πήγαιναν σχεδόν όλοι, μικροί-μεγάλοι, στην εκκλησιά (στο Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, που άρχισε λειτουργία και στο Ναό Κοίμησης της Θεοτόκου) και κοινωνούσαν οι περισσότεροι. Κάποια γιαγιά έμενε συνήθως στο σπίτι για να μαγειρέψει, ώστε το φαγητό να είναι έτοιμο, όταν σχολάσει η εκκλησία, για το Χριστουγεννιάτικο γιορταστικό τραπέζι. Ένα τραπέζι που το περίμεναν «πως και πως», με μεγάλη ανυπομονησία, ύστερα από τη νηστεία που συνήθως κράταγε όλη τη σαρακοστή. Στο σπίτι έμενε ακόμη όποια μαμά είχε μικρό παιδί, και έπρεπε να το θηλάσει, καθώς και οι πολύ λυπημένοι, που είχαν χάσει πρόσφατα κάποιον δικό τους. Γενικά πάντως, σε κάθε σπίτι έμενε και από μια γυναίκα, για να προσέχει και τη φωτιά.
Μετά το γιορταστικό τραπέζι, και αφού η μέρα είχε ξημερώσει πια για καλά, άρχιζε η καθημερινή απασχόληση, αφού υπήρχαν και τα ζώα της οικογένειας και τα οποία …δεν καταλαβαίνουν από γιορτές. Κάποιος έπρεπε λοιπόν, να τα περιποιηθεί και ενδεχομένως να πάει να τα βοσκίσει και ας ήταν Χριστούγεννα. Οι γυναίκες βέβαια έπρεπε να ετοιμάσουν το μεσημεριανό φαγητό και οι άνδρες …να βγουν μια βόλτα στην αγορά, να πιούν τα ποτηράκια τους και να τα πουν τα …δικά τους, με τους φίλους τους. Να προλάβουν ενδεχομένως και την «κατηγόρια» πως …δεν τους άφησαν οι γυναίκες να βγούνε!.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, πάλι τα παιδιά του χωριού έτρεχαν αξημέρωτα πρωί-πρωί στις γειτονιές να πουν τα κάλαντα, ώστε να προλάβουν πρώτα.
Το βράδυ της παραμονής (31) συνήθως δεν γινόταν κάτι ιδιαίτερο, στα σπίτια εκείνα τα χρόνια. Μάλιστα, πολλοί πατριώτες κοιμόσαντε ενωρίς. Βέβαια υπήρχαν τα καφενεία και οι ταβέρνες στο χωριό, που ήσαν γεμάτα, μέχρι αργά το βράδυ. Επί πλέον υπήρχαν και οι «φίλοι της τράπουλας» που έπαιζαν «31» και σχεδόν το ξενυχτούσαν. Έπαιζαν συνήθως με λεφτά –όχι πολλά- και κάποιοι είχαν …εξαιρετικές επιτυχίες και είχαν «όνομα στην πιάτσα». Η χαρτοπαιξία κρατούσε συνήθως κάποια βράδια στις γιορτές, αλλά και στη διάρκεια της μέρας.
Το πρωί, ανήμερα της πρωτοχρονιάς, ξυπνούσαμε πάλι ενωρίς. Η γιαγιά, αν ήταν σχετικά νέα, αναλάμβανε να κάνει τη βασιλόπιτα, με τη βοήθεια της μαμάς και των κοριτσιών, για να μαθαίνουν και αυτά. Όχι βέβαια αυτή η βασιλόπιτα που ξέρουμε σήμερα, με ένα σορό νοστιμιές, αλλά μια πίτα με αλεύρι μόνο, σε σφιχτή ζύμη, και με λίγη σόδα. Την ψήνανε στο τζάκι, στην πυρωμένη γωνιά, την σκέπαζαν με στάχτη και κάρβουνα και μέσα βάζανε το γούρι, κανένα παλιό κέρμα (κοινό ή ασημένιο), που συνήθως είχε αποσυρθεί από την κυκλοφορία. (Μετά την κατοχή και μέχρι το 1953 ή 54, που επιστρέψαμε στη δραχμή, δεν είχαμε νομίσματα σε κέρματα). Κατά τα άλλα, η μέρα κυλούσε όπως και αυτή των Χριστουγέννων, με γιορτινό τραπέζι και πολλές ευχές, ιδιαίτερα κυρίως για τα κορίτσια, για να βρεθεί «ένα καλό παιδί», από νοικοκυρόσπιτο, να αποκατασταθούνε.
Την παραμονή των Φώτων «της Πρωτάγιασης», σπάνια τα παιδιά πήγαιναν να πουν κάλαντα. Ότι είχαν να πάρουν, τα είχαν πάρει την παραμονή Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς. Η μέρα αυτή ήταν, μέρα του παππά. Πρωί-πρωί ξεκίναγε να αγιάσει τους πιστούς σε όλα τα σπίτια του χωριού. Σε μία μικρή τέσσα (μεταλική λεκανίτσα με χερούλι) είχε την αγιαστούρα του, και πήγαινε από σπίτι σε σπίτι, για τον αγιασμό, για να φύγουν οι καλικάτζαροι, που σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, «μας τυραννούσαν, από την ημέρα των Χριστουγέννων». Μαζί του είχε και ένα παιδί ο παππάς, σχετικά μεγάλο και από το σόι του, με ένα καλαθάκι για να βάζει τα αυγά, που οπωσδήποτε του έδιναν οι νοικοκυρές.
Να σημειωθεί πως η παραμονή των Φώτων ήταν αυστηρή νηστεία, για να πιούμε όλοι τον αγιασμό, και να μην ….αμαρτήσουμε, σε περίπτωση που είχαμε φάει!
Τη μέρα των Φώτων, πάλι η εκκλησία ήταν γεμάτη από κόσμο και αφού παίρναμε τον αγιασμό, πηγαίναμε τρώγαμε και στη συνέχεια πηγαίναμε να αγιάσουμε τα χωράφια μας, όπου και αν βρίσκονταν, στην Αράχωβα, Αρτοζήνο, Τσίπολη, Μακριά Λάκα, και όπου αλλού, ώστε να έχουμε καλή σοδειά το καλοκαίρι.
«Τ’ Αϊ Γιανιού την άλλη μέρα πάρ’ τη σάκα σου και φεύγα»,
λέγαμε στο χωριό, αφού τελείωναν οι διακοπές για τους μαθητές, και άρχιζε πάλι το σχολείο και ο αγώνας να μάθουμε λίγα γράμματα, γιατί παράλληλα είχαμε και τις δουλειές στο σπίτι (ζωντανά, νερό από τη βρύση, θελήματα κλπ), και όχι όπως σήμερα που τα παιδιά ασχολούνται μόνο με τα μαθήματα τους. Αυτό βέβαια ήταν καλό για μας, που είμαστε παιδιά τότε, γιατί μάθαμε να δουλεύουμε από μικρά παιδιά και συνεπώς να ωριμάζουμε νωρίτερα. Έτσι συνειδητοποιούσαμε και τις υποχρεώσεις που είχαμε απέναντι στην οικογένεια. Για παράδειγμα, να πα΄με να βοσκήσουμε τις γίδες αλλά να τις προσέχουμε μη πάνε σε κανά κήπο, και στην επιστροφή να φέρουμε και μια κλάρα κλαρί στον ώμο για την άλλη μέρα να φάνε οι γίδες.
Μπορεί να ήταν κοπιαστική η ζωή μας τότε στα χωριά, αλλά με ευχαρίστηση τη θυμάμαι, γιατί μεγαλώσαμε με τρόπο, που μας έδωσε εφόδια για τη ζωή, ώστε να ζήσουμε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Τι θα γίνει σήμερα και αύριο με το μέλλον των δικών μας παιδιών και εγγονών κανένας δεν ξέρει, με τις γνωστές άσχημες συνθήκες που επικρατούν τα τελευταία χρόνια, σε όλη τη χώρα.
Πάνω-κάτω αυτά θυμάμαι για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Ότι έχω ξεχάσει θα το βρείτε στις δημοσιεύσεις των άλλων πατριωτών.
Καλές γιορτές σε όλους τους Σερβαίους, σε Ελλάδα και Εξωτερικό.
Δεκέμβριος 2017 .
(ΧΙΜ)