Παραθέτω δύο εύθυμες λαϊκές ιστορίες όπως τις έχω ακούσει από το πεθερό μου και τη πεθερά μου, Αριστείδη και Κανέλα Τρουπή. Είναι από την εποχή που η διασκέδαση της οικογένειας ελάμβανε χώρα δίπλα στο τζάκι λέγοντας ιστορίες, άλλοτε πραγματικές και άλλοτε φανταστικές, εύθυμες ή τρομακτικές.
Οι περισσότερες ήταν διδακτικές. Εδώ και πολλά χρόνια, όλα αυτά τα έχει αντικαταστήσει η τηλεόραση.
Παίρνω την πρωτοβουλία να σας τις στείλω για ανάρτηση ή δημοσίευση, συμβάλλοντας έτσι στην καταγραφή λαογραφικών στοιχείων της περιοχής μας που συνθέτουν τον τοπικό λαϊκό πολιτισμό. Είμαι σίγουρη ότι οι περισσότεροι Σερβαίοι γνωρίζουν τις ιστορίες αυτές, πολλοί όμως επισκέπτες της ιστοσελίδας θα τις διαβάσουν για πρώτη φορά.
Πρώτη ιστορία.
Κάποτε σ' ένα χωριό ο παπάς ήθελε ένα ψυχογιό να του φυλάξει τα γιδοπρόβατα. Είχε διαλέξει το κατάλληλο παιδί που πίστευε ότι θα έκανε για τη δουλειά του, πήγε στο σπίτι του και είπε στον πατέρα του:
-Ρε Παναγή! Ο Κώστας δεν είναι για γράμματα. Θα το φέρεις να μου φυλάει τα γιδοπρόβατα και τα γουρούνια και εγώ θα του δίνω κάτι κάθε μήνα.
Το παιδί ανήσυχο ρωτάει:
-Γιατί ρε πατέρα; Αφού είμαι καλός στο σχολείο! Αφού σου το λέει και ο δάσκαλος!
-Δε μου λες, του λέει ο παπάς, αφού είσαι τόσο καλός, πως τη λένε τη κατσούλα στη καθαρεύουσα;
-Γάτα! απαντάει ο Κώστας.
-Α! Είδες που δεν ξέρεις! Γράτσα τη λένε, λέει ο παπάς.
Προβληματίστηκε ο Κώστας. Στο μεταξύ καθόντουσαν γύρω από τη φωτιά στο τζάκι για να ζεσταθούν.
Ρωτάει πάλι ο παπάς:
-Τη φωτιά πως τη λένε στη καθαρεύουσα;
-Πυρ! λέει ο Κώστας
-Ούτε αυτό το ξέρεις! Χαρά τη λέμε γιατί, όταν μαζευόμαστε όλοι γύρω- γύρω είδες πως χαιρόμαστε;
Συνεχίζει ο παπάς:
-Το σπίτι πως το λέμε;
-Οικία! απαντάει ο Κώστας.
-Τίποτα δεν ξέρεις, Κώστα; Το σπίτι το λέμε αποκούμπι, γιατί όλοι εδώ αποκουμπάμε. -Παιδί μο, του λέει ο πατέρας του, δεν ξέρεις τίποτα.
-Θα σου κάνω άλλη μια ερώτηση επιμένει ο παπάς. Το νερό πως το λένε;
-Ύδωρ! φώναξε το παιδί.
-Λάθος είναι κι αυτό Κώστα. Το νερό το λένε φτήνια γιατί είναι φτηνό.
-Αυτό το πράγμα που κάθεσαι πάνω, πως το λένε; Συνέχισε ο παπάς.
-Σκαμνί! Λέει ο Κώστας αγανακτισμένος.
-Είδες Κώστα, ούτε αυτό το ξέρεις! Κολοκούμπι το λένε .
Ο πατέρας του Κώστα πείστηκε ότι ο Κώστας «δεν ήταν για γράμματα» και
τον έδωσε για ψυχογιό στο παπά να του δουλεύει. Πέρασαν κάποιες μέρες δουλεύοντας , ώσπου συνέβη κάτι τραγικό. Ξέσπασε φωτιά στου παπά το σπίτι.
Την είδε ο Κώστας και τρέχοντας έφτασε στην εκκλησία που λειτουργούσε ο παπάς να τον ειδοποιήσει. Άρχισε να φωνάζει:
-Παππούλη! Τρέξε γρήγορα ! Πήρε η γράτσα τη χαρά κι έτρεξε στ' αποκούμπι κι αν δε φτάσει η φτήνια ούτε αποκούμπι ούτε κολοκούμπι!
Δηλαδή, η γάτα καθισμένη όπως ήταν δίπλα από τη φωτιά, άναψε η ουρά της κι έτρεξε στο κατώι με τ' άχυρα. Μετά πήρε φωτιά το σπίτι κι αν δεν πήγαινε γρήγορα με νερό να τη σβήσει δεν θα έμενε ούτε σπίτι αλλά ούτε και κάθισμα να κάτσει.
Ο παπάς όμως, μέχρι να σκεφτεί πως τα είχε πει του παιδιού και να καταλάβει τι ακριβώς συνέβη έχασε πολύτιμο χρόνο και κάηκε το σπίτι του .
Δεύτερη ιστορία
Μια φορά κι ένα καιρό, σ' ένα χωριό, ο παπάς πήγε το βράδυ της Ανάστασης στην εκκλησία όπως τον καλούσε το καθήκον κι έστειλε τον αδερφό του να κλέψει ένα κατσίκι.
Του είπε:
-Εγώ θα πάω στην εκκλησία να κάνω Ανάσταση και συ θα πας για «κυνήγι». Τότε ήταν τα χρόνια που κυκλοφορούσαν ζωοκλέφτες.
Όμως δεν του «έστερξε». Δεν πήγε καλά η απόπειρα.
Οι ιδιοκτήτες φυλάγανε καλά τη στάνη και όχι μόνο κατσίκι δεν πήρε παρά του πήραν το άλογο του και τον έδειραν κιόλας.
Γύρισε λοιπόν άπρακτος και ταπεινωμένος . Ο παπάς λειτουργούσε αλλά συγχρόνως είχε το νου του αν ήρθε ο αδερφός του. Όταν τον είδε που μπήκε μέσα στην εκκλησία άρχισε να τον ρωτάει έντεχνα. Δηλαδή ψέλνοντας:
-Αδερφεεεεεέ Βασίλειεεεεεεε ! Πήγες κει που σ' έστειλαααααα;
Εκείνος δεν είχε τι να απαντήσει . Βρήκε το κουράγιο και είπε ψέλνοντας επίσης:
-Πήγα ‘κει που μ' έστειλεεεεεες! Δεν έφερα το μπεεεεε! Και μου πήραν το ντεντεεεέ!
Και με δείρανε και μεεεεεέ!
Πέταξε κάτι βλαστήμιες ο παπάς του αδερφού του και τον πέταξε έξω από την εκκλησία.
Μαρίνα Διαμαντοπούλου-Τρουπή