H κοκκινόβρυση βρισκόταν πέντε περίπου χιλιόμετρα από το χωριό, στο δρόμο Σέρβου-Γιοφύρι Σαρά.
Ήταν κάτω από το δρόμο σε απόσταση περίπου 30 μέτρων, που κατέβαινε κανείς από ένα στενό δρομάκι. Τη βρύση αυτή την έφτιαξε ο Χρήστος Παρασκευά Στρίκος (με τον αδερφό του Θανάση) την εποχή που ξεκίνησε η κατασκευή της Κοίμησης της Θεοτόκου (1930) στο χωριό. Αυτό έγινε μετά από επιθυμία του Κουτσαντρόγιαννη, με τον οποίο ο Χ. Στρίκος ήταν μπατζανάκια. Οι Κουτσαντρέοι έμεναν στο συνοικισμό Σφυρίδα (σήμερα δεν κατοικείται) που είναι κάτω από τη βρύση στη ρεματιά και είχαν πολλά ποτιστικά χωράφια. Η μεγάλη κόρη του Χρήστου Στρίκου (Αγγελική, 90 χρονών το 2009) μας διηγήθηκε την παρακάτω ενδιαφέρουσα ιστορία, που θυμάται όταν ήταν 11 περίπου χρονών και πήγε στην κοκκινόβρυση:
"...Μια ημέρα που δούλευε ο πατέρας μου στη βρύση, με έστειλε η μάνα μου να τους πάω φαγητό, κόκορα με χυλοπίτες, να φάνε με το μπάρμπα μου. Ο Κουτσαντρόγιαννης μέχρι να έρθη η ώρα του φαγητού, ήταν κάτω στη Σφυρίδα και έκοβε κλαρί για τις γίδες του, ανεβασμένος στην κορυφή ενός δέντρου. Κακή του τύχη (κακό μάτι;) πέφτει από το δέντρο. Οι μαστόροι ακούσανε την κραυγή και το ΄΄μπάμ΄΄ από το πέσιμο. Τρέχουν την κατηφόρα, κουτρουβαλίζοντας, μέσα από τα δέντρα και βρήσκουν τον Κουτσαντρόγιαννη αναίσθητο, με το πρόσωπο μελανιασμένο. Όμως ανάσενε. Έβαλαν τις φωνές και σε λίγο μαζεύτηκαν όλοι οι τσοπάνηδες της περιοχής. Γρήγορα-γρήγορα έφτιαξαν ένα ξυλοκρέβατο με δύο μακριά ξύλα και μία κουβέρτα και σιγά-σιγά ανέβασαν τον άντρα, μέσα από την απότομη πλαγιά με την πυκνή βλάστηση, μέχρι τον δρόμο και στη συνέχεια όλοι μαζί τον μετέφεραν στο χωριό. Το άσχημο νέο είχε μεταδοθεί πολύ γρήγορα στου Σέρβου και όλοι είχαν βγει από τα σπίτια τους και περίμεναν στο δρόμο, εκει στα Κουτσαντρέικα, ενώ κάποιος συγγενής είχε φύγει να φέρει γιατρό. Πράγματι ήρθε γρήγορα ο γιατρός και θυμάμε που λέγανε πως όλο του το κορμί ήταν μελανό και πως μπορεί να ζήσει αν δεν έχει χτυπήσει στο κεφάλι!. Θυμάμε τη μάνα μου που έλεγε πως γέμιζαν με βραστό νερό μπουκάλια και τα τύλιγαν σε τριχωτά δέρματα (για να κρατάνε ζέστα), και τα έβαζαν στο χιλιοχτυπημένο σώμα. Τελικά ο Κουτσαντρόγιαννης έγινε καλά μετά από κάποιους μήνες και μέχρι το 1946 που πέθανε (63 ετών), έπινε και ευχαριστιόταν το γάργαρο νερό της κοκκινόβρυσης και θυμόταν που γλίτωσε από του χάρου τα δόντια".
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 η κοινότητα αποφάσισε να πάρει μέρος του νερού της κοκκινόβρυσης και με υδραγωγείο να το μεταφέρει στο χωριό, για ύδρευση των κατοίκων. Επίσης στις αρχές της δεκαετίας του 1970 με άλλη απόφαση η Κοινότητα πήρε και το υπόλοιπο νερό της βρύσης και το έριξε στο υδραγωγείο, αφού αποζημείωσε τους Κουτσαντρέους και όποιος άλλους είχαν ποτιστικά στην Σφυρίδα και χρησιμοποιούσαν το νερό της βρύσης. Σήμερα το επάνω χωριό υδρεύεται με νερό της κοκκινόβρυσης και το κάτω χωριό με νερό της Τρανηβρύσης.
Οι βρύσες του χωριού και το υδραγωγείο
Χ. Ι. Μ