Η ανάδυση της ιστορίας των πρόσφατων προγόνων μας είναι αποκαλυπτική της ταυτότητάς μας. Χωρίς αυτό να είναι πάντα δεσμευτικό, το παρελθόν σηματοδοτεί το μέλλον. Αναζητώντας το παρελθόν των Αρκάδων προγόνων μου, στάθηκα στον παππού, Κωνσταντή Γκούτη.
Είχε γεννηθεί στου Σέρβου στην εκπνοή του 19ου αιώνα, πρωτότοκος γιος του «χτίστη» Γεωργίου Γκούτη και της περίφημης μαμής της εποχής Παναγιωτίτσας, το γένος Παναγοπούλου. Δωδεκαετής μετακινήθηκε με τα αδέρφια του στον Πειραιά «προς βελτίωσιν του βίου», όπως έλεγε αργότερα. Η κινητικότητα του εμπορικού λιμανιού πρόσφερε ευκαιρίες αστικοποίησης στους επαρχιώτες που συνέρρεαν στα μεγάλα αστικά κέντρα και έτσι τα αδέρφια Γκούτη, σαν τους περισσότερους Αρκάδες τότε, ξεκίνησαν την ενασχόληση με το εμπόριο, αρχικά ως πλανόδιοι.
Ωστόσο, η ιστορική συγκυρία δεν ευνοούσε την ομαλή αστικοποίηση της οικογένειας. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η καθυστερημένη εμπλοκή της Ελλάδας σε αυτόν, αλλά και τα προηγηθέντα γεγονότα (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Εθνικός Διχασμός) έδεναν τους νέους της εποχής στο άρμα των εθνικών επιδιώξεων. Το 1918, όταν ο Κων/νος Γκούτης θα στρατευόταν, οι πυξίδες έδειχναν την ανατολή. Συγκεκριμένα, τις ακτές της Μ.Ασίας, την κοιτίδα του Ελληνισμού από την εποχή του α’ αποικισμού των αρχαίων χρόνων. Ο Ελευθ. Βενιζέλος είχε πιστέψει πως με την αρωγή των συμμάχων της Αντάντ, η υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας ήταν θέμα χρόνου και κατάλληλης διαχείρισης των συγκυριών. Όμως οι κατ’ ευφημισμόν, όπως αποδείχθηκε αργότερα, Σύμμαχοι ζητούσαν μια απόδειξη της υποστήριξης των Ελλήνων, προκειμένου να επιτρέψουν την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Αυτή η απόδειξη συνοψιζόταν στη συμμετοχή στρατιωτικών σωμάτων τριών ελληνικών μεραρχιών(Ιη, ΙΙη και ΧΙΙΙη) του Α΄ Σώματος Στρατού στην εκστρατεία της «Μεσημβρινής Ρωσίας», δηλαδή της Ουκρανίας, με στόχο την καταστολή της επανάστασης των Μπολσεβίκων. Εν τω μεταξύ, τον Σεπτέμβριο του 1918 το Μακεδονικό Μέτωπο είχε πέσει με την υποχώρηση του βουλγαρικού στρατού και την επικράτηση του συμμαχικού. Στη Μεραρχία Αρχιπελάγους και αργότερα στο Σύνταγμα Πλαστήρα, ο νεαρός στρατιώτης από την Αρκαδία, έζησε τις μεγάλες στιγμές ενός άλλοτε αισιόδοξου και μαχητικού έθνους. Ο Κ.Γκούτης υπηρέτησε υπό τας διαταγάς στρατιωτικών φυσιογνωμιών της εποχής στη Μακεδονία, στη Χίο, την Ουκρανία, στη Μ.Ασία, αλλά και στη στρατιά του Έβρου μετά τη μεγάλη ήττα του 1922.
Οι περιπέτειες της Μ.Ασίας έγιναν βίωμα και μνήμη, που σαν αφήγηση προς παιδιά και ανίψια, έφτασε ως τα εγγόνια. Η παραμονή του στρατού στο Εσκί-Σεχίρ, η μάχη στον Σαγγάριο ποταμό κοντά στην Αλμυρά Έρημο και η τελική υποχώρηση του στρατού προς το Τσεσμέ και από εκεί στη Χίο υπό τον συνταγματάρχη Πλαστήρα ήταν τα κύρια σημεία των αφηγήσεων του Κ.Γκούτη, ως στρατιώτη με παρατεταμένη θητεία στα μεγάλα και κρίσιμα μέτωπα των Ελλήνων. Στην εύνοια της τύχης απέδιδε την επιβίωσή του κατά την «ατυχή εκστρατεία» του Σαγγάριου, ενώ ο ένας χρόνος αδράνειας στο Εσκί-Σεχίρ ήταν γεμάτος από βιώματα όλων των αποχρώσεων. Το κρύο και οι κακουχίες του δύσκολου χειμώνα του 1920-21 εναλλάσσονταν με τις φροντίδες του ελληνικού τμήματος του Ερυθρού Σταυρού υπό την καθοδήγηση της περίφημης «Μάνας του Στρατιώτου», Άννας Μελά, αδερφής του Μακεδονομάχου Παύλου, που επισκεπτόταν συχνά το σύνταγμά του. Οι ελλείψεις στην τροφοδοσία εναλλάσσονταν με κυνήγια αγριογούρουνων και τα ανάλογα επακόλουθα γεύματα. Μιας και οι Οθωμανοί δεν κατανάλωναν αυτό το είδος λόγω θρησκευτικού περιορισμού, τα αγριογούρουνα αφθονούσαν στην ευρύτερη περιοχή της Ιωνίας και της Ερυθραίας και έτρεφαν τους στρατιώτες.
Με την πτώση του μετώπου, ο Κ.Γκούτης ήταν και πάλι από τους «τυχερούς στρατιώτες» - αν ευσταθεί τέτοιος συνδυασμός- , που δεν αιχμαλωτίστηκαν και επέστρεψαν συντεταγμένα στη μικρή πλέον πατρίδα. Όταν τον Ιούλιο του 1923, μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λοζάνης, ανακοινώθηκε η αποστράτευση, ο Κ.Γκούτης επέστρεψε στον Πειραιά και στις εμπορικές ασχολίες, φέροντας μαζί με τις μνήμες του μετώπου και μια ασθενική κράση. Με τους αδελφούς του επέκτειναν την επιχείρηση, αλλά η θεά τύχη που τον συνόδευε ως τότε δεν συμβάδιζε τόσο αρμονικά με τον Ερμή, όσο με τον Άρη.
Ο Μεσοπόλεμος, πλήρης εντάσεων και κρίσεων, έφερε την οικογενειακή πληρότητα, αλλά και την οικονομική αναστάτωση. Ο γάμος του με την Κυράτσω, μοναχοκόρη του πεσόντος βαλκανομάχου Μιχάλη Σχίζα και της πολύτεκνης χήρας Ευσταθίας Κωνσταντοπούλου, έγινε το 1927 και ως το 1933 η οικογένεια είχε συμπληρωθεί από δύο γιους και μια κόρη. Ωστόσο, ο τόπος δεν ησύχαζε. Η πτώχευση του 1932, επακόλουθο της διεθνούς κρίσης του 1929, έφερε δυσκολίες στην εμπορική δράση των αδερφών Γκούτη, που είχαν στραφεί στο εμπόριο υφασμάτων και φανελών. Το φιλόδοξο σχέδιο της εισαγωγής ακριβών υφασμάτων από την Αγγλία, ματαιώθηκε, αλλά η προσαρμοστικότητα στις εκάστοτε συνθήκες αποτέλεσε ίδιον των Αρκάδων εκείνων των εποχών που έφεραν μέσα τους τη δυναμική του ορεινού τοπίου και την προσδοκία της αστικοποίησης. Σύντομα, η επιχείρηση ανένηψε. Όχι για πολύ. Ο πόλεμος του 1940 μετέβαλε και πάλι τα δεδομένα. Η Κατοχή ακόμα περισσότερο, μιας και η επιβίωση στον Πειραιά ήταν ανέφικτη. Το ορεινό χωριό, η πατρίδα με το ευρύχωρο σπίτι που φιλοξενούσε όλη την οικογένεια τα καλοκαίρια, φαινόταν εν προκειμένω ο πιο φιλόξενος τόπος για εγκατάσταση. Πάντα ένα οχυρό η πατρίδα, χωρίς άμεση οδική πρόσβαση τότε. Στου Σέρβου, λοιπόν, αλλά με γυναίκα, μάνα και πέντε παιδιά. Πέντε γιατί στην οικογένεια εντάχθηκαν οι δύο ορφανές κόρες του θανόντος αδερφού του, Βασίλη. Η αστικοποίηση πάγωσε μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος.
Με την απελευθέρωση της Αθήνας τον Οκτώβριο του 1944, πίσω στον Πειραιά, για να ζήσουν τον βομβαρδισμό της πόλης από τους Άγγλους και όσα άλλα δεινά συνέθεσαν την εικόνα του εμφυλίου πολέμου. Εν μέσω οδομαχιών η μεταφορά εμπορευμάτων στις γειτονιές του Πειραιά κατά τα τότε ήθη δεν ήταν εύκολη και ο Κ.Γκούτης άρχισε να κινείται στα νησιά των Κυκλάδων διαμορφώνοντας ένα δίκτυο πελατών, το οποίο θα χρησιμοποιούσαν αργότερα στην από κοινού επιχείρησή τους ο δεύτερος γιος του, Μιχάλης, και ο εξ αδελφής ανιψιός του, Ηλίας Λιατσόπουλος. Η βελτίωση των υλικών όρων ήρθε σταδιακά, μαζί με την ειρηνικό βίο.
Το ανήσυχο πνεύμα δεν επαναπαύτηκε. Παρατηρώντας τις κοινωνικές μεταβολές και την αλλαγή των νοοτροπιών, διαπίστωσε τον παραγκωνισμό των γηραιότερων στις νέες πυρηνικές οικογένειες. Ως επίτροπος του Ι.Ν. Αγ.Δημητρίου Πειραιά συμμετείχε μαζί με επιφανείς κληρικούς της εποχής στην ίδρυση του φιλανθρωπικού σωματείου «Ο Λυτρωτής», που στόχο είχε την περίθαλψη και φροντίδα των άπορων ηλικιωμένων γυναικών με την ανέγερση του γηροκομείου στην περιοχή Μανιάτικα του Πειραιά. Το ίδρυμα υφίσταται ακόμα και πρόσφατα εγκαινιάστηκε η νέα πτέρυγά του σε υπερσύγχρονο κτήριο. Σε κεντρική αίθουσα έχει τοποθετηθεί το πορτρέτο του Κ.Γκούτη εις μνήμην της συμμετοχής του στο έργο του σωματείου.
Η εργασία για την επιβίωση και για την αλληλεγγύη προς τον συνάνθρωπο δεν έπαψε ποτέ ως το 1965, όταν ένα ήσυχο μαγιάτικο απόγευμα ακούγοντας ραδιόφωνο, η Περσεφόνη τον κάλεσε στο σκοτεινό ανάκτορο…Μια ιστορία από έναν πατριώτη μιας άλλης εποχής, τότε που η δύναμη των γεγονότων και η ιστορική συγκυρία σε κρατούσε αναπόδραστα δεμένο με τη συλλογική μοίρα. Μια ανάμνηση από τους προγόνους μας, που σε έναν αγώνα επιβίωσης, αστικοποίησης και εκπλήρωσης του καθήκοντος δεν απώλεσαν τον τόπο καταγωγής ως σταθερό σημείο αναφοράς. Σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλες ανάλογες ιστορίες στο παρελθόν του «οχυρού της Αρκαδίας».
Μαρία Μιχ. Γκούτη