Γραμματάκια λίγα έμαθε σαν πήγαινε στο σχολειό, όταν ήτανε παιδί ο μπάρμπα Θύμιος. Από λίγη γραφή, ανάγνωση, και της προπαίδειας τα έμαθε όλα, απέξω και ανακατωτά!...
Και από την αριθμητική; Την πρόσθεση, την αφαίρεση, τον πολλαπλασιασμό, την διαίρεση! Λιγάκι περισσότερο έμαθε από την γεωμετρία. Την ευθεία την γραμμή!... που πάντα εφάρμοζε στην ζωή του, τον κύκλο, την γωνία, την τεθλασμένη. Από τα γεωμετρικά τα σχήματα, το τετράγωνο, το τρίγωνο, το παραλληλόγραμμο, το τραπέζιο. Και από τα γεωμετρικά τα σώματα, το κύβο, τον κύλινδρο, την σφαίρα, την πυραμίδα.
Τα τόξα με τον διαβήτη έμαθε να μετρά και με το μοιρογνωμόνιο να υπολογίζει. Έμαθε την επιφάνεια να μετρά και να τετραγωνίζει, τον χώρο, με λεπτομέρεια να κυβίζει!
Μα περισσότερο από το σπίτι και στο σχολείο έμαθε το ήθος, την αρετή, την πραότητα, την υπομονή. Και στην ζωή του εμπέδωσε και εφάρμοσε καλά, πιστά, την μπέσα, την ντομπροσύνη!...
Δεν προχώρησε για πιότερα γράμματα ο μαστροΘύμιος, παιδί σαν ήταν. Όχι γιατί είχε λίγο το μυαλό, δεν είχε καθόλου από εξυπνάδα, και προθυμία!... Αλλά, γιατί οι συνθήκες της ζωής τον πεδούκλωσαν και του έκοψαν, ... την φόρα!... Ψωμί έπρεπε να φέρει στην φαμελιά!... Στα δέκα τρία του χρόνια!...
|
Αγόγγυστα, με υπομονή πήγε στην τέχνη, στην μαστοριά, το πρώτο του ταξίδι στην Μεσσένια. Ζόμπολα πήγαινε κοντά στην σκαλωσιά, πέτρες κουβάλαγε με τα μουλάρια στους μαστόρους. Καλλιτεχνήματα να φτιάχνουν. Πρόθυμος, υπάκουος ήταν πάντοτε, για όλες τις δουλειές και στα θελήματα, ήταν σβέλτος. Το αυτί, το μάτι του, το είχε ανοιχτό, άκουγε και έβλεπε τους μαστόρους!...
Σιγά- σιγά, όταν τσάπωσε έλεγε στους μαστόρους, να τον αφήσουνε και αυτός, λίγο να χτίσει τοίχο. Να δοκιμάσει την εξυπνάδα του, να δοκιμάσει την αξιοσύνη του, την μαστοριά του! Το τι, το πόσο, του κόβει ο νους του!...
Και αυτό παρακαλούσε και ζήταγε να γίνεται!...Όταν τους κεφαλιώνει, από την λάσπη, τα ζόμπολα και τα λιθάρια!... Επιζήμιος δεν ήθελε να γίνει και δούλευε περισσότερο, από όσο μπορούσε.
Ο αρχιμάστορας και οι μαστόροι, την προθυμία του την εκτίμησαν και τον άφηναν να κτίζει .Κάπου, κάπου, τον μάλωναν και τον ορμήνευαν και του έδειχναν πώς να σταυρώνονται οι πέτρες, για να είναι πάντοτε, για παντοτινά αγκαλιασμένες, του έλεγαν ,μονιασμένες, ποτέ τους να μη μαλώσουνε, ποτέ τους να μη χωριστούνε!...
Μα ούτε και αυτό το άγριο θεριό, ο Εγκέλαδος για να μπορεί να τις χωρίσει!... Και αυτός, από αυτά τα λόγια τα μαστορικά, τα περίεργα τα λόγια που άκουγε, που λέγανε, αυτοί οι μαστόροι, από μέσα του γέλαγε, χωρίς, αυτά πολύ καλά, καλά, να καταλαβαίνει!...
Με το μυαλό του σκεφτότανε και με το νου του λέει: Μαλώνουνε, τσακώνονται και αυτές οι πέτρες;... Τι λένε αυτοί οι μαστόροι!...Και αυτές, οι πέτρες μοιάζουνε με τις κακές γειτόνισσες και στους κακούς ανθρώπους; Για ποιες αγάπες και ποια μονοιάσματα τους, μου λένε;.... Έτσι σιγά, σιγά και με υπομονή και επιμονή, την τέχνη ξέκλεψε!...
Σαν μεγάλωσε και έγινε μάστορας καλός, άριστος πελεκάνος, καλλιτέχνης, τότε, καλά, πολύ καλά, κατάλαβε αυτό που το έλεγαν αυτοί οι μάστορες και το έλεγε και αυτός, τώρα στους άλλους:<< Πως και οι πέτρες στον τοίχο, για να κάνουν προκοπή, μονιασμένες πρέπει να είναι!.....>> Όλες μαζί να συνεργάζονται με υπομονή, αγέρωχα, όχι μόνο το βάρος τους να βαστάνε , αλλά να βοηθούν και τις άλλες! Να καμαρώνουνε, όμορφες, περήφανες, για το δημιούργημα , και καλλιτέχνημά τους, χαρούμενες, ωφέλιμες στους αιώνες !....Για να νε!... Να μαρτυρούν, να διαλαλούν, πολιτισμό και πνεύμα. Πως κάτι στην πλάση και αυτές, όμορφο και χρήσιμο προσφέρουνε!....Το κτίσμα!.. Το καλλιτέχνημα!...Το ποίημα!... Του κτίστη! Την συνέχεια της Θείας δημιουργίας!...
Με την γωνιά, το ράμμα και τον διαβήτη, μέτραγε και σημάδευε την πέτρα, μορφή για να της δώσει. Η σμίλη το σφυρί και το μυστρί ήταν τα εργαλεία του, με αυτά και το μυαλό του, έδινε στην πέτρα την αγάπη του, το μεράκι του, πνοή, μιλιά για να αποκτήσει. ΄
Η κάθε πέτρα που πελέκαγε από μόνη της, μιλούσε και όλες μαζί στο κτίσιμο, στο οικοδόμημα, έκαμαν αρμονική, αιθέρια, ουράνια αρμονία. Κοσμούσαν γεφύρια και καμπαναριά, σπίτια και εκκλησίες, σαν σε ουράνια, Θεία συναυλία!...
Και στο χωριό του, τώρα κοσμούν, τα καλλιτεχνήματα τους , και τα μαρτυρούν τα έργα τους, τα έργα, της ομόνοιας, της αγάπης, στο κτίσιμο, της εκκλησιά τας τόξα!... Που όλοι τους μαζί με όλους τους πατριώτες, πελεκάνους, κτίστες, καλλιτέχνες, αφιλοκερδώς πελέκισαν και έκτισαν, δώρο, στολίδι, κόσμημα, στην πλατεία του χωριού, αφιέρωμα στη Παναγιά, την εκκλησιά μας !... Και τις άλλες εκκλησιές μας!
Ήταν πολυτεχνίτης, καλλιτέχνης, ο μάστροΘύμιος!... Τριχιές, σχοινιά έφτιαχνε, στην κατοχή από σπάρτο, να ζαλωθούν οι γυναίκες, μαζί και τα γαϊδούρια, στεφάνια για τα βαρέλια του κρασιού και του νερού για να τα στεριώσουν. Τον λάκκο, τον αργαλειό, μαστόρευε, τον έστηνε, τον ζύγιζε, του έφτιαχνε τα μιτάρια, το χτένι του καλά στερέωνε!... Να υφαίνουν οι όμορφες τσούπες το πανί, να φτιάξουν τα προικιά τους!... Και για τους κυνηγούς στα όπλα τους, τους διόρθωνε τους μποβούς, τις καψουλομάνες, στέριωνε καλά την σκανδάλη!... Και όταν την δουλειά, ποιά αποτέλειωνε, στα μαγαζάκια του χωριού μαζί με τους φίλους του, στου Αλούπη το τσαγκάρικο, την ταβερνούλα, αγαπημένα, μονιασμένα, έπιναν τα κρασιά τους. Ξέχναγαν για λίγο τα βάσανά τους!....
Μα δεν είναι τα καλλιτεχνήματα που τον παινεύουν, αυτά είναι έργα των χεριών του και των χεριών τους και οι άλλοι, αλλού αυτά τα φτιάχνουν! Υπάρχουν και αλλού τα ίδια και ίσως όμοια και καλύτερα καλλιτεχνήματα, δεν έχουν φτάσει αυτοί οι καλλιτέχνες, οι μάστορες, στην φήμη δα και τον Φειδία!
Για ένα είναι πιότερο επαινετός ο μπάρμπα Θύμιος, και ίσως και οπωσδήποτε και οι άλλοι. Είναι για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, το ήθος, την ντομπροσύνη, την λεβεντιά της ψυχής του!... Που σήμερα σπανίζει! Μακάρι να έχουμε την δύναμη να την αποκτήσουμε όλοι, εμείς οι άλλοι!
Και την λεβεντιά αυτή της ψυχής, του χαραχτήρα του, είναι ομολογούμενη, μολογιέται! Δεν είναι μόνο, από ένα, δύο, που την έχω ακούσει. Την έχω ακούσει από πολλούς φίλους του και γνωστούς, συντεχνίτες του, μαστόρους, που δύσκολα λένε τα παινέματα, αυτοί για τους άλλους! Αυτοί ήσαν τσιγκούνηδες, στα λόγια τους, στις κουβέντες τους, δεν παίνευαν κάποιον χωρίς να του αξίζει!... Στο τσάπα, όποιον και όποιον!...
Δουλειά έπιασε στο Χολαργό -Παπάγου, όταν τότε κτιζότανε στη περιοχή τα σπίτια των αξιωματικών, μια βίλα για να φτιάξει . Να την φτιάξει, με πέτρα σκαλιστή, με τόξα ,καμάρες και γωνίες πελεκητές, την φάτσα της να ομορφαίνουν.
Συμφώνησε το μεροκάματο ο μαστροΘύμιος, τα πόσα θα παίρνει την ημέρα και όλα της δουλειάς τα χρειώδη, τα τερτίπια, ώστε όταν αρχίσει την δουλειά, προβλήματα να μη έχει.
Την πρώτη ημέρα άρχισε την πέτρα να πελεκά και όλη μέρα λάλαγε, στην πέτρα το καλέμι, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος! Την δεύτερη την μέρα με την χτένα του, την πέτρα άργησε να χτενίζει, για να της δώσει την ομορφιά και της σιγοτραγουδούσε σιγά, σιγά, μαστορικό τραγούδι,<< της Άρτας το γεφύρι!>>
Την τρίτη την ημέρα άρχισε να την κτίζει, για να σταθεί η πέτρα στη θέση της να πάρει την μορφή της, να αρχίσει να δείχνει την ομορφάδα της και όλη την προκοπή της!...Όλη την βδομάδα με μεράκι δούλευε και ήρθε το Σαββάτο, το απομεσήμερο. Η ώρα της χαράς, η ώρα της πληρωμής του ιδρώτα του εργάτη, η ώρα της πληρωμής των κόπων, των έργων των χεριών του μάστορα! Να πάει το ψωμί ο μάστορας στην φαμελιά, καλούδια στα παιδιά του!...
Και να!.. φάνει από μακριά να έρχεται το αφεντικό, ο στρατηγός μαζί με την κυρά του. Και η ματιά τους πήγε και έπεσε στην είσοδο, της πόρτας στο αγκωνάρι, που ο μάστορας είχε φτιάξει σκαλιστό, παρθενικό, το στήθος!.. Σημάδι χαράς, ευτυχίας, γονιμότητας του σπιτιού του. Το είδαν και ευχαριστήθηκαν, αμέσως χωρίς άλλο, του δίνουν την πληρωμή του.
Τα παίρνει ο μάστορας τα λεφτά, στα γένια του τα περνάει, κάνει το σταυρό του, τα εύχεται και αρχίζει να τα μετράει. Αμέσως κατάλαβε πως είναι τα λεφτά περισσότερα από ότι είχαν στην συμφωνία. Στρατηγέ, αφεντικό, νομίζω, πως στα λεφτά, λάθος κάνεις!
Ο στρατηγός, το αφεντικό ξαφνιάστηκε, κοκκίνισε, από ντροπή η κυρά του!... Πώς έγινε και αυτό; Λιγότερα, είναι μάστορα τα λεφτά πως έγινε και τούτο;
Όχι, περισσότερα είναι από ότι έχουμε στρατηγέ, αφεντικό συμφωνήσει. Να πάρε τα αυτά, είναι τα παραπάνω, από την δούλεψή μου!
Μάστορα είμαι ευχαριστημένος από την δουλειά σου και σου αξίζουνε και αν νομίζεις πως είναι παραπάνω, κράτα τα για φιλοδώρημα! Σου πρέπει!..
Όχι- Όχι, αυτά τα πράματα είναι άτιμα, δεν πρέπει!...δεν τα θέλω!...Την δούλεψη μου εγώ κρατά, από ότι και όσο έχουμε συμφωνήσει, από αυτή την δούλεψη, δεκάρα δεν σου χαρίζω, την ώρα της συναλλαγής! Όσο για την δουλειά, που σου αρέσει, για αυτό με πληρώνεις, να την φτιάξω καλή, για να σου αρέσει. Δουλειά πληρώνεις και δουλειά σου κάνω και την δουλειά μου, δεν την ψευτίζω!
Εγώ θα την τελειώσω την δουλειά και θα φύγω!...Αυτή εδώ θα μείνει, θα μιλάει, εδώ αιώνια και άμα δεν είναι καλή, εμένα, καθημερινά θα με βρίζεις, εσύ και οι άλλοι μετά που θα ερθούνε!...Και τούτα εγώ δεν τα θέλω, τα τέτοια τα αναθεμάτια!... Και τα ανίδρωτα λεφτά καλό τόπο δεν πιάνουν!....<< Από τα καλοδουλεμένα παίρνει ο διάβολος τα μισά, από τα κλεμμένα τα παίρνει ούλα!...>> Τα σελέμικα εγώ δεν τα τρω! Νομίζω αφεντικό, πως σε κλέβω!..
Δεν μου τα κλέβεις μάστορα, εγώ με την κυρά μου με ευχαρίστηση στα δίνουμε, για την απόδοση που έχεις στην δουλειά σου! Να πιεις ένα ποτήρι περισσότερο κρασί, σου αξίζει!... Κοντά δεν είμαστε, να σε φιλέψουμε, ένα καφέ, ένα μεζέ με ένα ποτήρι κρασί, μόνος σου στο λιοπύρι, παλεύει με τις πέτρες όλη μέρα. Η δουλειά μου είναι αυτή, το ψωμί μου, στρατηγέ και αυτή καλά πρέπει να κάνω, άμα δεν μου άρεσε ας μη την έκανα, ας γινόμουνα, άμα μπόραγα δάσκαλος, παπάς ή καλόγερος σε μοναστήρι! ...
Πιότερες κουβέντες αφεντικό, στρατηγέ, μη λες, εμένα, με αυτά που τώρα πάνε να γίνουνε, δεν μου αρέσουνε, μου φαίνετε πως σε κλέβω! Δεν μου γυρίζεις το κεφάλι!... Καλύτερα είναι, εγώ με το εαυτόν μου να τα έχω καλά, παρά εγώ με σένα! Και αν επιμείνεις πιο πολύ και ας πούμε διαταγή αφεντικού μου δόσεις, δεν το έχω και σε τίποτα να φύγω, να σε αφήσω και στη μέση! Και εσύ θα βρεις άλλο μάστορα καλό, τον τέτοιο που τον θες, που σου αρέσει, να κάνεις την δουλειά σου! Και εγώ θα βρω τη ησυχία μου, το βράδυ, ήρεμα θα κοιμάμαι, και εσύ θα βρεις, θα κάνεις την δουλειά σου!
Εγώ τέτοια λεφτά, στα χέρια μου, δεν πιάνω, και αν είναι και βλαστημημένα, ούτε που να τα ιδώ τα θέλω! Εγώ την πληρωμή του ιδρώτα μου, κατά την συμφωνία μας, στο ακέραιο μόνο θέλω! Στην ταβέρνα, στρατηγέ, αφεντικό να φάμε και να πιούμε και τότε εκεί αν θα κεράσεις, εσύ ή εγώ, δεν έχει σημασία! Εδώ καλά σαν θέλεις να τα έχουμε θα τηρηθεί ο λόγος μας, η κουβέντα μας, θα τηρηθούν τα συμφωνημένα!...
Ο στρατηγός, το αφεντικό έριξε μια ματιά στην γυναίκα του, κοιτάχτηκαν στα μάτια!...Σε μια στιγμή, είπαν πολλά!... Έβαλε τα περίσσια λεφτά στην τσέπη του, χαιρέτησαν και δύο τους με σεβασμό τον μάστορα, πήραν το πισάχναρο και έφυγαν.
Ο μάστορας, ευχαριστημένος, χαρούμενος για την πληρωμή του ιδρώτα του, συνέχισε σιγοτραγουδώντας την δουλειά του ,ως το ηλιοβασίλεμα. Ο στρατηγός, το αφεντικό με την κυρά του, τριβέλι έβαλαν στο κεφάλι τους, σκοτούρα μπήκε στο νου τους και όλη νύχτα κουβέντιαζαν με την ιδιοτροπία, αυτού του ανθρώπου. Λεφτά του δίναμε και δεν τα έπαιρνε, μα τί άνθρωπος είναι και τούτος; Έλεγε η κυρά του.
Με προσβολή μας τα πέταξε στα μούτρα! Μας φοβέρισε κιόλας, πως άμα επιμένουμε, στη μέση θα μας παρατήσει και θα φύγει! Από δουλειά χωρίς να πολύ καταλαβαίνω, λουλούδια ,αγγέλους φτιάχνει. Μήπως εμείς τον προσβάλαμε τον άνθρωπο με την συμπεριφορά μας; Μη νόμισε, από την στάση μας και την συμπεριφορά μας, πως είμαστε από αυτό νε, το κάτι παραπάνω και αυτός, μας έδωσε το μάθημα, το καθώς μας πρέπει;
Ο στρατηγός, με αυτά που είδε και άκουσε πολύ προβληματίστηκε. Την παράλλη μέρα, παίρνει αναμάσχαλα, ένα μπουκάλι τσίπουρο με τρία γυάλινα ποτήρια, ντυμένος τα παλιά του και το απομεσήμερο, στην οικοδομή πηγαίνει. Χαιρετάει τον εργάτη, τον μάστορα, κάθεται χάμου σε μια πέτρα. Έλα μάστορα εδώ, να κάτσουμε λιγάκι να τα ειπούμε, να πιούμε μαζί ένα τσίπουρο, είναι από το χωριό μου.
Ο μαστροθύμιος τίναξε τις λάσπες που είχαν τα χέρια του, τα σκούπισε στο παντελόνι, και πηγαίνοντας λέει: Αυτού νε καλά έκανες και το έφερες, καλό είναι τέτοια ώρα, στυλώνεται η καρδιά μας, είναι η ξένη δύναμη... και πίνουνε μαζί, το πρώτο. Έκατσε κάτω, έβγαλε την σκούφια και με την παλάμη του ανάποδα, σκουπίζει το ιδρώτα, που κάτω τρέχει!... Και παίρνει βαθιά ανάσα!...
Το δεύτερο σαν ήπιανε, το αφεντικό του λέει: Μάστορα προχτές με προβλημάτισες, με αυτά που μου είπες, και από δουλειά λίγο πολύ, χωρίς πολλά να καταλαβαίνω, μη σου κάνω και τον έξυπνο, καλή είναι. Σαν και σένα νε στην τέχνη, υπάρχουν και άλλοι μαστόροι ;
Υπάρχουν!.. Πως δεν υπάρχουν στην τέχνη, ίσως και καλύτεροι!...Τότε το αφεντικό, ο στρατηγός του λέει: Αν ξέρεις, μαστόρους ίδιους με σένα, μάστορα, έμπιστους, καλούς, στην τέχνη ας μην είναι τόσο καλοί και το ίδιο με σένα, από τώρα μάζεψέ τους και κάνε μια παρέα, ένα συνεργείο, και σαν θα τελειώσεις από εδώ, δουλειές άμα θέλεις και εσύ αυτούς μου τους εγγυάσαι, πολλές δουλειές θα σας δώσω, από τα σπίτια που εδώ θα φτιαχτούνε.
Ο μάστρο Θύμιος τον ευχαρίστησε και του είπε: Αυτό που τώρα που μου είπες, και μου λες, αυτό το θέλω, είναι δεκτό και το θέλω, το θέλω από καρδιά. Δουλειά θέλω εγώ, με τίμιο ιδρώτα να βγάλω το ψωμί, να θρέψω την φαμελιά μου!
Ο μπαρπαθύμιος εμάζεψε πολλούς φίλους, πατριώτες μαστόρους εργάτες. Έκλεισε πολλές δουλειές στο Νέο Ψυχικό -Χολαργό-Παπάγου και έφτιαξαν τα καλλιτεχνήματα, τις κατοικίες, τις φάτσες, τις όμορφες, τις μάντρες, στο Πεντάγωνο με το βυζαντινό, το εξάγωνο, το χτίσιμο, που μοιάζει με τις κερήθρες της κυψέλης. Και βρήκανε δουλειά πολλοί, πατριώτες του, συγγενείς και φίλοι, που και τότε ήσαν δύσκολες οι εποχές, όπως ήρθανε και τώρα!...
Αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί οι μαστόροι, ιδρωμένα, τίμια έτρωγαν το ψωμί, κρασί σελέμικο, δεν έπιναν!...Περήφανα έφυγαν από την ζωή! Τον θαυμασμό, τον αξίζουν!...
28.10.2010 Γιάννης Στ Βέργος [ Γορτύνιος ]
--------------------
Λεξιλόγιο:
Αναμάσχαλα: Ανά την μασχάλη, κάτω από την μασχάλη, εάν είναι μικρό το αντικείμενο το πραγματάκι, το βάζουμε με τον σκοπό να το κρύψουμε, να το προφυλάξουμε από κίνδυνο κλοπής κλπ, εάν είναι μεγάλο για να το μεταφέρουμε, γρήγορα και βιαστικά.
Ζύγιζαν: Το φέρνω σε κατάσταση ισορροπίας, ίσιος ο ζυγός, η ζυγαριά, μετρά το βάρος. Στο κτίσιμο, ζυγίζω σημαίνει, χρησιμοποιώ το εργαλείο το ζύγι[Το νήμα της στάθμης] για να φέρω την πέτρα στην απόλυτη κάθετο θέση, στην τοιχοποιία, μετρώ με το εργαλείο το νήμα της στάθμης[ ζύγι] την κάθετο κατεύθυνση.
Καλέμι: Αιχμηρό εργαλείο που κατεργάζονται οι τεχνίτες την πέτρα.
Μπέσα: Η εμπιστοσύνη, η πίστη, η εχεμύθεια.
Να σταυρωθούν: σταυρώνω= βάζω την πέτρα κατά το χτίσιμο την μία πάνω στην άλλη με τέτοιο τρόπο ώστε η μία πέτρα η από πάνω με την άλλη την από κάτω να κάνουν το σχήμα του σταυρού, ή περίπου του σταυρού. Ποτέ ο αρμός κατά το χτίσιμο να μην είναι κάθετος, ούτε σε μεγάλο μέγεθος και άνοιγμα.
Ντομπροσύνη: Η σταθερότητα λόγων, έργων και συμπεριφορών, η τήρηση της συμφωνίας, η ευθύτητα των λόγων. Η συμφωνία λόγων και έργων , πράξεων. Η χωρίς υστεροβουλία απόφασης, ή συμβουλή.
Πεδούκλωσε: πέδησης, φρενάρω, εμποδίζω, συνεμποδίζω, μπερδεύω τα πόδια του, τα δένω ώστε μόλις πάει να περπατήσει να πέφτει ή να πηγαίνει κούτσα, κούτσα σιγά, σιγά κουρασμένα, και αγκομαχώντας να μη μπορείς να φτάσεις στο προορισμό σου, του βάζω ηθελημένα εμπόδια, προσκόμματα. Στα ζώα τους δένουν τα δύο εμπρόσθια πόδια μαζί με ένα σχοινί για να μη μπορούν να περιπατήσουν να φύγουν, μακριά, η τα δυο εμπρόσθια πόδια μαζί με το ένα οπίσθιο.
Πελεκάνος: Ο τεχνίτης που με την σμίλη σμιλεύει, πελεκάει και διαμορφώνει την επιφάνεια της πέτρας, του μάρμαρου
Ράμμα: Εργαλείο. Νήμα το οποίο τεντωμένο δείχνει ευθεία κατεύθυνση, που χρησιμοποιείται ως οδηγός στο κτίσιμο της ευθείας, ίσιας τοιχοποιίας.
Σβέλτος: Ο γρήγορος
Σελέμικα: σελέμης αυτός που τρώγει κατά επανάληψη χωρίς να πληρώσει ή να ανταποδώσει την φιλοξενία. Τα άπλερα, αυτά που τα παίρνεις χωρίς να σου ανήκουν.
Σφύριζαν: Σφυρίζω, με εργαλείο το σφυρί ο τεχνίτης κτυπά καταλλήλως την πέτρα και την διαμορφώνει.
Τριβέλι: τρίβω, αυτό που τρίβει το μυαλό τον νου του ανθρώπου τον απασχολεί και του προκαλεί δυσφορία, στενοχώρια.
Τσακώνονται: Μαλώνουν, εδώ είναι οι όχι καλά χτισμένες πέτρες που είναι σαν τις ξεμαλλιασμένες γειτόνισσες όταν μαλώνουν. Το άτεχνο κτίσιμο ,που σε λίγο θα γκρεμισθεί από μόνο του.
Χτένα: Εργαλείο με δοντάκια σαν χτένα που με αυτό κτυπούσαν κατάλληλα οι πελεκάνοι την πέτρα, το μάρμαρο για να της δώσουν την ομορφιά.