Αγέρας είναι η ζωή, με την οσμή που φέρνει και αφήνει!…
Και την οσμή αυτή την οσμίζονται και οι άλλοι, οι πολλοί, οι σημερινοί και οι επόμενοι...
Και ακόμα, ακόμα, πολλοί-πολλοί περισσότεροι, μέχρι και γενεές δέκα έξη…
Δισεκατομμύρια άνθρωποι έρχονται και πάνε… Και πάνε και έρχονται, σε αυτή την Γη… Σε αυτή την κοινωνία… Καθένας με την μοναδικότητά του.
Καλός- κακός, έξυπνος- χαζός, κοιμισμένος, ακέραιος, ολόκληρος-λειψός, εφευρέτες, επιστήμονες – άνθρωποι σημαντικοί-ασήμαντοι, ηθικοί-ανήθικοι…
Άλλοι πολεμόχαροι, και άλλοι ειρηνιστές…
Και μερικοί από αυτούς λαίμαργοι, φαταούλες…
Και οι σημαντικοί!…
Οι ελάχιστοι, οι ξεχωριστοί...
Αυτοί είναι, οι Ευεργέτες- οι Αλτρουιστές!...
Καθένας από αυτούς με την οσμή του!…
Εδώ θα καταγράψω και θα ειπώ για την καλή οσμή, την μία, την καλύτερη οσμή, την σπάνια, την σημαντική, της κοινωνίας του χωριού μου, από όσα εγώ θυμάμαι.
Της αγάπης!...
Όχι πως και εκεί, υπήρχε μόνο η ευωδία των Αγγέλων, η καλή οσμή, μόνο το καλό το άρωμα, το άρωμα το εύοσμο, το τέλειο…
Και πως και εκεί, δεν χορενότανε και ο διάβολος, δουλεύοντας την νύχτα υποχθόνια, δεν τα ανακάτευε, δεν τα έκανε ανακατεμένα...
Και εκεί, εκείνα, από λίγο-λίγο, συνδαυλίζοντας τα και οι άλλοι, οι καλοθελητές, να γίνονταν και εκεί αυτά, πολύ, πολύ μαντάρα…
Υπήρχανε και εκεί, μερικά τέτοια, άσχημα, αλλά τα καλά ήσαν περισσότερα και σκέπαζαν τα κακά, τα άλλα…
Θα αφήσω παράμερα, στης λησμονιάς τα μέρη, τα μερικά, τα λίγα, τα στενάχωρα, και για τα καλά, τα ωφέλιμα, θα γράψω…
Όλοι τους τότε οι άνθρωποι, στην τότε κοινωνία του χωριού μου, όπου χρειαζότανε, ήσαν, σαν ένας… Και για το γενικό καλό και στα κοινωφελή τα έργα, όλοι τους, αγόγγυστα συνεισέφεραν, ο καθένας τους, από ότι μπορούσε…
Έτσι έγινε πρώτα, πρώτα το σχολειό, για να ανοίξουν τα μάτια και το μυαλό του κόσμου!…
Με μπροστάρη, τον πρώτο γιατρό που βγήκε από το χωριό μας, τον Γιάννη Δημόπουλο...
Μετά, με έρανο και υποχρεωτική προσωπική εργασία, με το κασμά, το φτυάρι, τον λοστό [ αυτόν τον μοχλό του Αρχιμήδη] όλοι αντάμα, χωρίς καμία κρατική βοήθεια έγινε 11χιλ ο δρόμος!...
Για να επικοινωνεί ο κόσμος…
Για να φαρδαίνει το μυαλό, για να χωρέσει όλο και περισσότερο την γνώση....
Με την ξέλαση όπου υπήρχε ανάγκη, απρόσκλητοι, αυθόρμητα, αυτοβούλως, όλοι, οι πολλοί βοηθούσαν τον ένα!…
Στο κτίσιμο του σπιτιού, στο θέρο, στον τρύγο, στο καμάτι [όργωμα]. Και ανάλογα, ή του πολλαπλασίαζαν την χαρά, ή του μίκραινα και εξαφάνιζαν την στενοχώρια, την λύπη…
Ωραία κοινωνία του χωριού μου!...
Που τότε,, έλεγε, ο ένας, στον άλλον, από την καρδιά την καλημέρα και όχι με τα χείλη!...
Εκεί τότε η χόλια, η κακία, η διαφορά, δεν κράταγε για πολύ…
Το πολύ-πολύ, δύο, τρεις, ημέρες!
Γιατί αμέσως συνέμπαιναν του χωριού οι σεβάσμιοι!…
Ο σεβαστικός ο γέροντας και η διαφορά λυνόταν εγκαίρως, επί τόπου, χωρίς να πολύ πάρει ο χρόνος…
Οι σοφοί γέροντες του χωριού, αμέσως, απρόσκλητοι, έκαναν παρέμβαση!…
Συμβίβαζαν τα πράγματα, λύνανε την διαφορά και σκόρπαγαν το κακό, το ανάθεμα, τη χόλια…
Στην απόφαση των σεβάσμιων γερόντων, στην γνώμη τους, στην ορμήνια τους, δεν έπαιρνε αμφισβήτηση.
Γινόταν η γνώμη τους σεβαστή και εκτελεστή από όλους.
Και όποιος, από ορμήνιες, από συμβιβασμό δεν έπαιρνε, τον έτρωγε η κατακραυγή, η καταλαλιά του κόσμου…
Στασιό δεν είχε στο χωριό!...
Και για τις φιλονικίες, τα μαλώματα, έλεγαν:
«Άμα πολυκαιρνέψει το μάλωμα, η φιλονικία, η χόλια, το χόλιασμα, το ανάθεμα, και το κακό ξανά αφορμίσει, το νιτερέσο δεν λύνεται, δεν σιάζει»
Αυτό, στα ίσια, για τον Κατή πηγαίνει και το αλισβερίσι αυτό κρατάει για χρόνια…
Και τότε για να σβήσει το κακό, να σκορπίσει το ανάθεμα, πρέπει να συμπεθερέψουν... Το κακό να μη θεριέψουν...
Όλοι τους τότε προσπαθούσαν για την ατομική και την οικογενειακή τους ευτυχία.
Την οικονομική και πνευματική τους προκοπή.
Στην κοινωνία του χωριού, ξεχώριζαν μερικοί άνθρωποι περισσότερο από όλους τους άλλους, με κοινωνικά συναισθήματα, εθελοντισμού, αλτρουισμού, αγάπης, άνθρωποι της προσφοράς και έγινα με την προσφορά τους στο κοινωνικό σύνολο δωρητές, ευεργέτες…
Αυτοί βοήθησαν στην πνευματική και οικονομική αναδιάρθρωση της κοινωνικής δομής του χωριού, η οποία συνέβαλε και στην ανάπτυξη του κοινωνικού συνόλου…
Έγιναν οι αναμορφωτές της πνευματικής, οικονομικής, σύνθεσης και κοινωνικής υπόστασης του χωριού…
Στην πορεία της προσπάθειας κάθε ατόμου για την οικογενειακή επιβίωση και προκοπή του, τύχαιναν και τυχαίνουν, αστάθμιστα, απρόβλεπτα, απροσδιόριστα και καθοριστικά γεγονότα για την καλή εξέλιξη της οικογένειας, όπως η μακροχρόνια αρρώστια και ο ανελέητος θάνατος, που βιαίως ανέκοπτε και ανακόπτει, την καλή πορεία της προκοπής του ατόμου και της οικογένειας.
Σε αυτές τις δύσκολες περιπτώσεις, όση και αν ήταν η συλλογική προσφορά της τοπικής κοινωνίας, ήταν λίγη, πολύ λίγη, για να στομώσει την συμφορά…
Και έπρεπε τότε για να πνεύσει ούριος άνεμος για την προκοπής της οικογένειας, να θυσιαστεί η Ιφιγένεια…
Τέτοιες περιπτώσεις θυσίας, αυτοθυσίας, πολλές έγιναν στην κοινωνία του χωριού μας.
Ο αδελφός έμεινε ανύπαντρος για να προστατεύσει την πατρική οικογένεια και να παντρέψει, τις πολλές ορφανές αδελφές. Άξιες πανέμορφες κοπέλες έμειναν ανύπαντρες, για να φροντίσουν τους ανήμπορους γονείς. Άλλες έγιναν, από τα παιδικά τους χρόνια, από παιδάκια- κοπελίτσες, μικρό μάνες, για να αναθρέψουν τα μικρότερα αδέλφια τους.
Άλλες, άλλοι, ξενοδούλευαν στα ξένα, για να τα στείλουν στο σχολειό, να μάθουν γράμματα, να σπουδάσουν και για να προκόψουν τα αδέρφια τους και η οικογένεια…
Θείοι και θείες φρόντισαν σαν δικά τους παιδιά τα ανίψια τους…
Ορφανά παιδιά κάθε ημέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή γίνονται στην πλάση…
Ευλογημένος είναι αυτός, που δίνει σε ορφανό και πεινασμένο παιδί στοργή, ψωμί, αγάπη, προστασία…
Αυτοί οι άνθρωποι, είναι οι ξεχωριστές ψυχές!...
Σε οικογένεια τότε στο χωριό, αρρώστια έπεσε επάρατος, βαριά...
Και ο Χάρος, δεν της χαρίστηκε....
Επήρε νέα, νέα την όμορφη, την εργατική, την προκομμένη, την Σταυρούλα…
Άκριτες και θαυμαστές οι βουλές του Κυρίου…
Μπορεί και εκεί Αυτός να θέλει, να χρειάζεται, τις νέες, τους νέους, τους προκομμένους…
Και άφησε, αυτή πίσω της, μια θράκα μικρά παιδιά στην λάκα…
Δεν ήταν ένα, δεν ήταν δύο, ήταν μισή ντουζίνα… Έξη…
Πέντε αδέλφια και μία αδελφή…
Το μικρότερο ήταν βυζανιάρικο, της νάκας,... Και από κοντά ερχόταν και τα άλλα.
Το μεγαλύτερο θα είχε, δεν θα είχε πατήσει τα δώδεκα του χρόνια…
Μαυρίλα, θλίψη, έπεσε σε ούλο το χωριό, μα περισσότερο στο σπιτικό της…
Μαζεύτηκε τότε ούλο το χωριό, με ζα, και ανθρώπους, χωρίς πρόσκληση καμία και πρώτα, πρώτα από όλα θέρισαν και συνέμπασαν τα γεννήματα από τα χωράφια της, που ήταν σπαρμένα, και ήταν τότε στο θέρο. Να έχουνε τα παιδιά μια μπουκιά ψωμί να φάνε…
Αλλά η μαυρίλα ήρθε, η θλίψη και η ανέχεια έκαστε σταυροπόδι και ήταν αβάσταχτα μεγάλη…
Ο πατέρας τι να κάνει;…
Το ρωγοβύζι μέρα, νύχτα να κρατάει, το γάλα να δίνει στο βυζανιάρικο παιδί, να πλένει, να ζυμώνει, ή να πάει για μαστοριά, να φέρει στο σπίτι, στη φαμελιά, τα αναγκαία τα χρειώδη, τα χρειαζούμενα, που όλο και κάθε ημέρα λιγόστευαν;….
Ήταν λειψά;...
Που ανάθεμα την… ανέχεια…
Και τι να σου κάνει και ο κόσμος;
Όλοι τους τότε της ανέχειας ήσαν...
Δεν ήταν της μιας ημέρας η θλίψη, η στενοχώρια, η ανέχεια…
Ήταν χρονών ημέρες…
Ο πατέρας ήταν σεμνός, περήφανος, την στενοχώρια του την πέρναγε μόνος του, δεν ήθελε να στενοχωρεί, να επιβαρύνει περισσότερο, φίλους, γνωστούς και άλλους…
Η συννυφάδα της, που την Σταυρούλα πολύ αγαπούσε και από την αρχή στις δύσκολες στιγμές της, ήταν σιμά της. Κανέλα το όνομά της…
Τότε αυτή, σοφά το σκέφτηκε. Τον πατέρα των παιδιών τον παρακίνησε και απεφάσισε και ξανά παντρεύτηκε, να μπει και μπήκε στο σπιτικό γυναίκα, για να προσέξει τα παιδιά του, την φαμελιά, το νοικοκυριό, να συμμαζέψει....
Και αυτός, ο πατέρας, νύχτα, μέρα μεροδούλι, να κουβαλάει ψωμί για τα παιδιά του..
Παντρεύτηκε και η γυναίκα έκανε, γέννησε και παιδί δικό της, που δεν είχε, κοντά στα άλλα τα προγόνια…
Όλα τα παιδιά τα αγάπαγε, τα προστάτευε, σαν το δικό της…
Αλλά, δύο ήταν τα χεράκια της….
Τι να σου κάνουν;…
Ευτυχία, ευλογία, το παιδί της που ήρθε, αλλά το ψωμί λιγόστευε, ήταν όλο και πιο λειψό στην οικογένεια…
Η συννυφάδα της, η Κανέλα, μαζί και με τον άντρα της τον Παναγή, μονοί, διπλοί, έπεσαν από κοντά να αναθρέψουν τα παιδιά και βοηθούσαν με λόγια και με πράξεις…
Και όταν από τον Αρτοζήνο ερχότανε με τα ζά φορτωμένα από τους Αγιώργηδες, που το αλώνι είχε ξεσηκώσει, αυτή ζαλοκούτσια κουβάλαγε πάνω από την ζαλιά της, το ένα παιδί, και το άλλο στην νάκα, μπροστά στην αγκαλιά της.
Στον όχτο στον Αρτοζήνο, στον Πυλό, εκεί στην ακουμπίστρα, αντίκρυ στο Αγιολιά ακούμπησε να ξαποστάσει, νερό να δώσει στο βυζανιάρικο παιδί, που το βυζί της μάνας του πια, δεν το είχε...
Το είχε χάσει.... .
Αλίμονο...
Για πάντα το είχε χάσει και είχε σκάσει στο κλάμα...
Εκεί την προσπέρασε ένας χωρικός, στο ζω του καβάλα, που θέλησε άμυαλα, στον πόνο της, να την πειράξει.
Λέγοντάς της:
-Πέτα το, Κανέλα το παιδί...
Μήπως είναι δικό σου;…
Από το δικό σου… σώμα είναι βγαλμένο;…
Από το δικό σου… βγήκε;…
Και επήρε την απάντηση, πληρωμένη!...
[Όπως η συχωρεμένη η μάννα μου, που ήταν εκεί, μου την είχε ειπωμένο..]
-Από το κορμί της Σταυρούλας, της συννυφάδας μου που είναι αυτό βγαλμένο ρε, είναι σαν έχει βγει από το δικό μου… Και εδώ πα κάτω από το Αγιολιά, στο ορκίζομαι, πως όσο ζω θα τα προστατεύω, θα τα αγαπάω, θα τα σπουδάσω....
Και θα το ειδής ρε, αυτό το παιδί που λες αθεόφοβε να το πετάξω και όλα τους, αυτά τα παιδιά…
Θα γίνουνε καλύτερα, από τα δικά σου…
-Αστειευόμενος Κανέλα το είπα, αυτό....
Να δω το τι θα κάνεις;.
–Τράβα, τράβα, στο δρόμο σου ρε και πιότερο μη με κολάζεις…
Αυτός την κεφαλή του γέρνει, αμίλητος, δίνει βιτσιά στο ζω του και φεύγει…
Η θειά τους η Κανέλα και ο θείος τους ο Παναγής όσο ήσαν μικρά τα αδέλφια δεν θέλησαν να τα χωρίσουν, εκεί στο σπιτικό τους τα άφησαν, να μεγαλώσουν λίγο παίζοντας αδελφωμένα και τα βοήθησαν όλα τους μαζί για να τσαπώσουν…
Και σαν λίγο, λίγο τσάπωσαν ένα-ένα, το έπαιρναν κοντά τους, στην πόλη στην Δημητσάνα και όλα τα έστειλαν στο Γυμνάσιο γράμματα καλά να μάθουν.
Και όλα τους έμαθαν γράμματα καλά και ήσαν στο Γυμνάσιο οι άριστοι!... Οι πρώτοι!…
Έγιναν και ήταν η μεγάλη χαρά του πατέρα τους και το μεγαλύτερο καμάρι της θειάς τους της Κανέλας και του θείου τους του Παναγή.
Υπόδειγμα για όλα τα παιδιά του χωριού, για πολλά, πολλά χρόνια….
Όταν τέλειωσαν όλα τους το γυμνάσιο με άριστα, η θεία και ο θείος με υπερηφάνεια τα έστειλε για ανώτατες σπουδές στην Αθήνα…
Έβαλαν φτερά στα πόδια τους, δύναμη στο κορμί τους και ατσάλωσαν τα μπράτσα τους για να δουλεύουν όλο και περισσότερο να στέλνουν στα παιδιά να έχουν τα απαραίτητα για την διατροφή και τις σπουδές τους...
Έβγαζαν ακόμα- ακόμα την μπουκιά το ψωμί από το στόμα τους, για να μη τους λείψει τίποτα από τις σπουδές τους.
Τότε, όλα στο πανεπιστήμιο ήταν με πληρωμή…
Εγγραφές και συγγράμματα και τα έξοδα μεγάλα…
Όλα τους τέλειωσαν το πανεπιστήμιο με άριστα και έγινα άνθρωποι καλοί χρήσιμοι στην κοινωνία, επιστήμονες, τρανοί, μεγάλοι….
Γιατροί σπουδαίοι!... Γόητρο του χωριού!...,
Χαρά σε αυτούς που έλαχε και θα λάχει να τους γνωρίσουν.
Όλα τους πρόκοψαν και χαίρουν τιμή και υπόληψη, όχι μόνο από την κοινωνία του χωριού και τους απλούς ανθρώπους, αλλά και από την ευρύτερη, επαγγελματική και επιστημονική κοινωνία…
Αυτά, τα τότε μικρά παιδιά, με αυτή την φροντίδα ,τις ηθικές αξίες, αυτών μεγάλωσαν και έγιναν, αυτοί που έγιναν τρανοί μεγάλοι…
Ήταν και από καλή πάστα, είχαν και έχουν την Θεία χάρη!...
Το χάρισμα και το ταλέντο!...
Και τον όρκο τότε που έδωσε εκεί στο ιερό βουνό Αρτοζήνο, στον Αγιολιά η Θειά Κανέλα τον τήρησε και με το πάρα πάνω!...
Οι προσευχές της εισακούστηκαν και οι φροντίδα τους έπιασε τόπο...
Η μπουκιά το ψωμί που αυτή η θειά στερήθηκε, έγινε θεμέλιο προκοπής!…
Ήταν ευχή!...
Ήταν χαλάλι!!!...
Και τώρα εκεί που είναι και οι δύο τους, στον ουρανό ψηλά, στην δροσιά, ας αναπαύονται ψυχικά, αναπαυμένοι…
Έκαναν με γέλιο, με ευχαρίστηση, αυτό που τους έλεγε η ψυχή τους!!!...
Τα παιδιά αυτά πρόκοψαν όχι μόνο επαγγελματικά και επιστημονικά, πρόκοψαν και στην οικογένεια.
Παντρεύτηκαν και απέκτησαν παιδιά πολλά και τα παιδιά τους μορφώθηκαν και έγινα και αυτά επιστήμονες!…..
Ξεπέρασαν τους γονιούς τους!…
Και από αυτά τα μικρά παιδιά, τα τότε, είναι τώρα και γεννήθηκαν πολλοί καλοί άνθρωποι, επιστήμονες καταξιωμένοι, καλοί… μεγάλοι...
Έγιναν τώρα από την σειριά τους, τόσοι πολλοί οι καλοί άνθρωποι, που έφτασαν κοντά την μια γαλάρια στάνη!... Και που συνέχεια την καλοσύνη, την προκοπή θα γεννάει!!!....
Και τώρα έκατσα και συλλογίστηκα, από όλους τους καλούς, ποιος είναι ο καλύτερος;…
Και που, αυτούς, την θειά την Κανέλα και τον θείο τους τον Παναγή να κατατάξω;..
Και πώς να τους ονομάσω;..
Καλοί είναι οι ευεργέτες, οι δωρητές, οι ήρωες και οι Άγιοι!….
Με τους Άγιους δεν θα τους συγκρίνω, διότι οι Άγιοι, όπως λένε οι γραφές, έχουν το θείο κάλεσμα και την θεία χάρη.
Δεν κάνω αυτό το τόλμημα, με Αυτούς, αυτούς, τους εδώ, να τους συγκρίνω…
Ας το αποτολμήσουν αυτό άλλοι, οι ειδικοί…
Με τους Ήρωες;
Οι Ήρωες, μπορεί να έγιναν Ήρωες, χωρίς και να το θέλουν, βρισκόμενοι οι ίδιοι, σε κίνδυνο και από ανάγκη και με διαταγή, και ίσως, όχι αυτοβούλως να διέπραξαν γενναία πράξη και ωφέλησε πολλαπλώς την κοινωνία και άλλους…
Με τους Δωρητές και Ευεργέτες;
Η δωρεά και η ευεργεσία, πολλάκις σώζει ζωές και ευλογημένος είναι αυτός που τέτοιες πράξεις κάνει!!!...
Αλλά η δωρεά και η ευεργεσία, τις περισσότερες φορές είναι από το πλεόνασμα τους και όχι από το υστέρημα τους, από την πραγματική υλική στέρηση των αναγκαίων μέσων επιβίωσης του δωρητή και ευεργέτη.
Εδώ τώρα έχουμε κάτι ανώτερο, κάτι διαφορετικό...
Την διάθεση ολόκληρου του ιδρώτα, του κάματου της εργασίας της ημέρας!...
Και δεν ήταν μία ημέρα, δεν ήταν δύο, δεν ήταν τρεις, ήταν πολλών, πολλών χρονών ημέρες!!!..
Νομίζω, πως, από αυτούς εδώ τους καλούς, που όλοι μας τιμάμε και ευγνωμοσύνη έχουμε, και πρέπει να τους έχουμε, αυτοί εδώ, η Κανέλα και ο Παναγής Δημόπουλος, είναι τουλάχιστον ισάξιοι, και ίσως καλύτεροι…
Την λέξη δεν μπορώ να βρω, να τους κατατάξω!!!...
Αλλά γιατί σκοτίζομαι πολύ;...
Την ονομασία, την λέξη, την έδωσε ο Θεός...
Ά ν θ ρ ω π ο ς !...
Κατ εικόνα και ομοίωση Του!..
Αυτή η λέξη, νομίζω τους αξίζει...
Το κλάμα, οι ευχές, οι προσευχές της... Το κλάμα της πείνας του βυζανιάρικου τότε μικρού παιδιού από την παντοτινή ανέχεια, στης μάνας του το βυζί, το γάλα της μάνας του το χάδι.... Εκεί στο όχτο στο ιερό βουνό του Δία, τον Αρτοζήνο, που τότε ο άλλος, της είπε της Κανέλας να το πετάξει, ακούστηκε από της Θεϊκές δυνάμεις....
Αυτό το κλάμα τους, φούσκωσε τους πνεύμονες τους δυνάμεις και με το δάκρυ τους, εκεί, ποτίστηκε. η γνώση. η επιστήμη, η σοφία. η προκοπή, και μεγάλωσε η καλοσύνη !!!
Και έγινε τώρα η καλοσύνη στην κοινωνία, η ανθρωπιά, πολύ- πολύ μεγάλη!!!...
Και τους ακολούθησαν μετά αυτούς και άλλοι...
.
Γιάννης Στ. Βέργος
26.11.2014
.
Υ Γ Ευλογημένος είναι αυτός, που δίνει σε πεινασμένο, δουλειά, ψωμί, την πείνα να στομώσει… Και σε ορφανό το χάδι την προστασία, τον καλό τον λόγο του, την ορμήνια....