Τα Αραπαίικα χωράφια χωρίζονταν σε δυο «ποστασιές», την πάνω και την κάτω. Την πάνω ποστασιά αποτελούσαν τα χωράφια που βρίσκονταν πάνω από το χωριό (αυτά που έλεγαν «στο βουνό») και την κάτω όσα ήταν κάτω από το χωριό, μέχρι τη Γκούρα και στην πέρα μεριά. Είχε καθιερωθεί από πολύ παλιά να σπέρνουν την μια χρονιά, το φθινόπωρο με τα πρωτοβρόχια, την πάνω ποστασιά σιτάρια και αργότερα την κάτω αραποσίτι.
Την επόμενη χρονιά έσπερναν σιτάρια την κάτω ποστασιά και αραποσίτι την επάνω. Όσα χωράφια ήταν φτωχά και δεν έκαναν αραποσίτι, ή έμεναν χέρσα για βοσκή και αγρανάπαυση, ή τα έσπερναν βίκο ή φακή. Αυτή η τακτική ήταν επιστημονικά σωστή γιατί δεν εξαντλούσε τα χωράφια, αφού έδινε την ευκαιρία αγρανάπαυσης, αλλά και πολύ πρακτικό, γιατί άφηνε μια ολόκληρα περιοχή ελεύθερη για τα κοπάδια του χωριού. Όσα χωράφια ήταν μέσα στο χωριό, τα έλεγαν «κήπους» και τα έσπερναν γρασίδι για σανό. Όσα ήταν ποτιστικά (γύρω από τη βρύση) τα φύτευαν λαχανικά, για τις ανάγκες της οικογένειας.
Τα κοπάδια ήταν μικτά (γίδια και πρόβατα μαζί) και σχετικά μικρά (20-30 πρόβατα και 30-40 γίδια το κάθε κοπάδι). Τα έβοσκαν μαζί, γίδια και πρόβατα, αν και τρώγανε διαφορετική τροφή: τα πρόβατα τρώγανε χορτάρι ενώ τα γίδια κλαρί (πουρνάρια, τούφες κλπ). Επειδή δεν υπήρχε αρκετή τροφή ούτε νερό, δεν γεννούσαν όλα όσα ήσαν σε αναπαραγωγή ηλικία ούτε γάλα αρκετό έκαναν. Από ένα κοπάδι 70 σφαχτών γεννάγανε μόνο τα 15-20 και τα νεογέννητα αρνάκια και κατσικάκια δεν επιβίωναν όλα, γιατί οι μανάδες τους δεν είχαν γάλα να τα ταΐσουν.
Τσοπάνηδες συνήθως ήταν τα παιδιά. Ο πατέρας έλειπε ταξίδι στη μαστοριά ή ήταν στα χωράφια ή στο αμπέλι, να φτιάχνει τις μάντρες που είχαν πέσει, να σκάβει ή να ασχολείται με άλλες χοντρές δουλειές. Η μάνα στο σπίτι, είχε τόσα άτομα να φροντίσει και πολλές φορές βοηθούσε τον πατέρα στο σπαρτό, στο αμπέλι και σε άλλες εξωτερικές δουλειές. Εκείνη τη χρονιά τα γίδια μας τα είχε αναλάβει η αδελφή μου η Αθανασία.. που ήταν δεν ήταν 10-12 χρονών. Τα έβοσκε στο βουνό που ήταν τα χωράφια άσπαρτα, γιατί ήταν η σειρά της κάτω ποστασιάς για σιτάρια. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων τα γυρνούσε από τη βοσκή και κάθε τόσο τα μέτραγε, για να μη χάσει κανένα. Μετά το Λαζαρέτσι, μια τοποθεσία περίπου ένα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό, το μέρος στενεύει και γίνεται μονοπάτι. Εκεί τα γιδοπρόβατα στοιχίζονται πια σε μια σειρά, σταματάνε να βόσκουν και επιταχύνουν το βήμα τους για να γυρίσουν στο μαντρί τους. Στο σημείο αυτό τα ξανά μέτρησε η Αθανασία και ήταν όλα παρόντα. Λίγο πιο κάτω, στο νερούλι, ένα στενό μέρος πριν τον Άγιο Κωνσταντίνο, διαπίστωσε ότι έλειπε ο "Σκουκιάκος". Ήταν ένα σερνικό αρνάκι, που το προορίζαμε για κριάρι, γιατί ήταν όμορφο και γερό. Όλα τα ζώα είχαν όνομα, που τους δινόταν ανάλογα με την εμφάνιση τους και το οποίο το γνώριζαν και όταν τα φώναζες με το όνομα τους, ανταποκρίνονταν (έρχονταν όταν τα καλούσες με το όνομα τους ή έφευγαν όταν τα σαλάχαγες, δηλαδή τα μάλωνες ή τα απειλούσες). Ονόματα προβάτων ήταν βάκρενα, κάλεσια, σκούκια, λάγια (τα περισσότερα ήταν θηλυκά) κλπ. Σκούκια ήταν το πρόβατο που ήταν άσπρο αλλά γύρω από τα μάτια, στη μουσούδα και στα αυτιά είχε καφέ κηλίδες. Ο σκουκιάκος λοιπόν ήταν ένα άσπρο αρνάκι με καφέ κηλίδες στη μουσούδα του.
Άρχισε λοιπό η Αθανασία να τον καλεί τον σκουκιάκο, αλλά δεν το άκουσε να ανταποκρίνεται, να βελάζει. Γύρισε λίγο πίσω να τον ψάξει, αλλά επειδή άρχισε να σκοτεινιάζει, δεν το βρήκε. Πήγε το κοπάδι στο γαλάρι που ήταν κοντά στο σπίτι μας και γύρισε πάλι να το ψάξει. Πήγε και ο πατέρας μου να το ψάξει και ίσως και κάποιο άλλο κορίτσι, δεν θυμάμαι καλά. Είχε όμως πέσει το σκοτάδι και φακό δεν είχαν. Πήραν μαζί τους ένα φαναράκι με λάδι, αλλά αυτό δεν φώτιζε περισσότερο από ένα μέτρο απόσταση. Με τις συνθήκες αυτές δεν το βρήκαν. Στενοχώρια σε όλη την οικογένεια, γιατί η απώλεια ενός αρνιού ήταν σημαντική ζημιά. Πιο πολύ στενοχωρήθηκε, όπως ήταν φυσικό, η Αθανασία μας, που ένοιωθε ένοχη και από πάνω αντιμετώπισε και το μάλωμα του πατέρα. Δεν έφταιγε όμως αυτή, αφού κάθε τόσο τα μέτραγε και εντόπισε την απώλεια.
Τη νύχτα ο πατέρας μου πήγε στην εκκλησία στου Σέρβου και το πρωί, με το πρώτο φως, πήρε το δρόμο για το βουνό, σε αναζήτηση του αρνιού. Λίγο παραπάνω από τα Λαζούλια, σε ένα κακοτράχαλο μονοπατάκι, το βρήκε. Είχε μπλεχτεί το ποδαράκι του σε μια χαραμάδα μια πέτρας και δεν μπόρεσε να το βγάλει. Δυστυχώς δεν ήταν ζωντανό, γιατί το είχε κατασπαράξει μια αλεπού!.
Ηλίας Χειμώνας