Γράφει ο Τουθεύς
Είναι γνωστό ότι παλιότερα, θα έλεγα μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, υπήρχαν διάφορες δοξασίες που οι άνθρωποι, στην ύπαιθρο κυρίως, τις πίστευαν και τις μετέδιδαν από γενιά σε γενιά. Πίστευαν δηλαδή, χωρίς να υπάρχουν αποδείξεις, ότι υπήρχαν φαντάσματα, νεράιδες σε φαράγγια και ρεματιές, που τραγουδούσαν, κυρίως τη νύχτα και λουζόντουσαν στα νερά τους εκεί που υπήρχαν βράχια, σε δύσβατα και απρόσιτα απο τους ανθρώπους μέρη.
Πίστευαν δηλαδή σε πλάσματα φανταστικά, που είχαν ακούσει από αφηγήσεις ανθρώπων, έπλαθαν φανταστικές ιστορίες και τις παρουσίαζαν σαν γεγονότα. Έτσι, εδραιώθηκε στον κόσμο της εποχής εκείνης η πεποίθηση ότι υπήρχαν τέτοια πλάσματα, αφού κατα καιρούς εμφανιζόταν κάποιος που βεβαίωνε τους άλλους ότι είδε κάτι παράξενο ή άκουσε κάτι περίεργο που σχετιζόταν με αυτές τις δοξασίες.
Μια τέτοια λοιπόν φανταστική ιστορία θυμάμαι πως είχα ακούσει στα παιδικά μου χρόνια. Οι μεγαλύτεροι γνωρίζουν αλλά και οι νεότεροι θα έχουν ακούσει, ότι όταν γίνονταν οι εργασίες για το υδροηλεκτρικό έργο του Λάδωνα πολλοί Σερβαίοι εργάσθηκαν για τη διάνοιξη του τούνελ, όπου διοχετεύθηκαν τα νερά του ποταμού, προκειμένου να λειτουργήσει το εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος. Οι πατριώτες μας λοιπόν που δούλευαν στις γαλαρίες, όταν είχαν ρεπό για να ξεκουραστούν, έρχονταν με τα πόδια από το Λάδωνα στο χωριό. Μετά το τέλος της εργασίας τους το απόγευμα περνούσαν από τα Τρόπαια, το Ρεκούνι και μέσα από τις ρεματιές του Μπούφη και της Κάπελης τη νύχτα, μερικές φορές με μια λάμπα ασετιλίνης και μετά από αρκετές ώρες έφθαναν στο χωριό κοντά στα μεσάνυχτα. Έρχονταν σε μικρές παρέες για συντροφιά και κατά τη διάρκεια της διαδρομής συζητούσαν θέματα που είχαν ακούσει από παλιότερους για περίεργες εμφανίσεις ή ήχους που είχαν παρουσιαστεί σε διάφορα σημεία της περιοχής, κυρίως όμως σε απόκρημνα μέρη.
Μια μέρα λοιπόν, όπως παίζαμε τα παιδιά στη γειτονιά με κάτι φιτίλια που είχαν φέρει γονείς μας από το Λάδωνα, κάποιο παιδί από την παρέα μας άνοιξε την κουβέντα για φαντάσματα που υπάρχουν τη νύχτα και ότι οι πατεράδες μας, που έρχονται νύχτα από το Λάδωνα και περνάνε μέσα από ρεματιές και φαράγγια, βλέπουν κατά καιρούς διάφορα περίεργα φαινόμενα και πλάσματα. Πότε βλέπουν ένα σκυλί να τους ακολουθεί και μετά ξαφνικά να εξαφανίζεται, πότε να φαίνεται ένα φως από μακριά που όταν ζυγώνουν κοντά χάνεται και άλλα τέτοια.
Ένα από τα παιδιά είπε ότι όταν πριν λίγες ημέρες ήλθε ο θείος του τη νύχτα από το Λάδωνα και πέρασε τον Αγιαντριά είδε στα εκατό βήματα να καίγονται τα βάτα στην κόλαρη του Μπρούκλη αλλά όταν έφτασε κοντά η φωτιά είχε σβήσει και τα βάτα ήταν καμένα. Την άλλη μέρα το πρωϊ που ξαναπέρασε από εκεί δεν υπήρχαν ίχνη φωτιάς! Ποιός έπλασε στο μυαλό του αυτή τη φανταστική ιστορία το παιδί ή ο θείος του, τώρα που το σκέπτομαι δεν μπορώ να βγάλω άκρη. Τότε όμως με την παιδική μας αφέλεια τα πιστεύαμε και θυμάμαι ότι υπήρχε φόβος να περπατάει κάποιος τη νύχτα στην ερημιά. Βέβαια με τα χρόνια αυτές οι δοξασίες ξεπεράστηκαν και κανείς δεν πιστεύει πιά ότι υπάρχουν φαντάσματα και νεραΐδες. Έχουν μείνει όμως οι έννοιες στο καθημερινό μας λεξιλόγιο όπως: νεραϊδοπαρμένος ή όμορφη γυναίκα σα νεραΐδα, χωρίς να ξέρουμε τη μορφή της, απλώς ο καθένας φαντάζεται όπως αυτός νομίζει την ομορφιά της νεραΐδας ντυμένης ή γυμνής !