Κεροπάνι. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για ύφασμα ποτισμένο με κερί. Στη σύγχρονη μελισσοκομία, γίνεται χρήση αυτού του ειδικού υφάσματος το οποίο οι μελισσουργοί ονομάζουν «κεροπάνι». Είναι ένα κομμάτι σκληρό ύφασμα, συνήθως από αντίσκηνο ή καραβόπανο, εμποτισμένο προηγουμένως σε λιωμένο κερί. Τους χειμερινούς μήνες, για να προστατευτεί το μελίσσι από το κρύο, τοποθετούν το κεροπάνι μέσα στην κυψέλη, πάνω απ’ τα τεχνητά λεγόμενα «πλαίσια», αφού προηγουμένως βγάλουν το πτυσσόμενο καπάκι της κυψέλης και στο τέλος το επανατοποθετήσουν.
Στου Σέρβου, στα δύσκολα χρόνια πριν την 10ετία του -50, όσοι ασχολούνταν με τα μελίσσια δεν είχαν σύγχρονες κυψέλες με τα γνωστά πλαίσια. Τότε είχαν τα κουβέλια. Ήσαν συνήθως απλά ξύλινα κουτιά και πάνω τα σκέπαζαν με μια βαριά πέτρα (πλάκα). Εκεί δεν έβαζαν κεροπάνι, τα κουβέλια τα ξεσκέπαζαν μόνο το καλοκαίρι στον τρύγο.
Μελίσσια στο χωριό είχαν μόνο δυο – τρεις οικογένειες. Ίσως γιατί η μελισσοκομία απαιτεί μια ιδιαίτερη διαδικασία και απασχόληση των αγροτών.
Η «Γριά Δασκάλα», όπως έλεγαν τη Γιαννούλα, σύζυγο του Νικόλα, με καταγωγή της από του Zλάτικα ή Ζουλάτικα (Αετοράχη). Παιδιά της ήταν ο δάσκαλος Μήτσος, ο Θόδωρος Σχίζας κ.ά. (Είχε επικρατήσει να τη λένε «Γριά» για να την ξεχωρίζουν από τη νύφη της, σύζυγο του γιου της Μήτσου, που κι’ αυτή την έλεγαν Γιαννούλα.) . Το μελισσοκομείο το είχε στην τοποθεσία Μούσγα, νότια του χωριού. Αργότερα πούλησε τα μελίσσια στον Θοδωρή Τρουπή του Θανάση (Θανασιού).
Ο Θανάσης πάλι του Ηλία Σχίζα, του Λιασκίζα όπως ήταν γνωστότερος, είχε τέσσερα κουβέλια στη θέση Λημιγκέκουλη, στο ξερικό περιβόλι του νοτιοανατολικά του χωριού. Αυτά, αφημένα μάλλον στην τύχη τους, δεν αυγάτιζαν αλλά και δεν λιγόστευαν.
Τη «φήμη» του καλού μελισσοκόμου είχε στους Αράπηδες ο Ηλίας Χρονόπουλος (Μαρθολιάς), ο οποίος εφοδίαζε με μέλι πολλά νοικοκυριά στου Σέρβου.
Αυτοί οι παλιοί μελισσοκόμοι του χωριού «αναπαύονται εν Κυρίω» πολλά χρόνια τώρα.
Οι Σερβαίοι όμως, χρησιμοποιούσαν εκείνο τον καιρό μια μέθοδο καθαρισμού των αφτιών τους, αξιοπερίεργη σήμερα, την οποία παρέδωσαν οι παλαιοί στη…λαογραφία και περιγράφεται ως «κεροπάνι».
Η παραστατική περιγραφή είναι από έναν αιωνόβιο αποδημήσαντα στην αιωνιότητα, προ διετίας γέροντα: «Έτσι βγάναμε εμείς τα πολύ παλιά χρόνια τη «σκουριά»! μέσα από τ’ αφτιά μας, δηλαδή τα ξεβουλώναμε»!
Έκοβαν λοιπόν ένα κομμάτι από ένα κεφαλομάντηλο, απ’ αυτά που φόραγαν όλες οι γυναίκες εκείνα τα χρόνια, και έφτιαχναν μια μακριά λωρίδα που να ’χει φάρδος δυο τρεις πόντους. (Για να θυμόμαστε: Οι χήρες και οι μεγάλης ηλικίας γυναίκες φόραγαν μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, οι παντρεμένες καφέ χρώματος, οι εφηβικής ηλικίας και ανύπαντρες, λευκό). Το κεφαλομάντηλο ήταν λεπτό και μαλακό ύφασμα που το έλεγαν και τσεμπέρι.
Σε ένα δοχείο λοιπόν έλιωναν κερί και μέσα έβαζαν αυτή τη λωρίδα του λεπτού υφάσματος.
Πότιζαν δηλαδή το ύφασμα με το κερί και έτσι έφτιαχναν ένα κεροπάνι όπως το έλεγαν. Κατόπιν τύλιγαν γύρω – γύρω σπυρωτά, δηλαδή σαν ελατήριο, με την κερωμένη υφασμάτινη λωρίδα ένα αδράχτι ή μια δρούγα. Το αδράχτι και η δρούγα ήσαν μικρές ξύλινες βέργες στις οποίες με περιστροφή από τον χρήστη τυλίγονταν το νήμα το οποίο δημιουργείτο με γνέσιμο του επεξεργασμένου (λαναρισμένου) μαλλιού, της τουλούπας όπως έλεγαν, την οποία είχαν στερεώσει στη ρόκα. Με το γνέσιμο του μαλλιού ασχολούνταν οι γυναίκες. Στο αδράχτι τύλιγαν χοντρό νήμα, ενώ στη δρούγα, που στο ένα μέρος της έβαζαν ένα συμμετρικό βαρίδιο, το σφοντύλι το οποίο βοηθούσε στην περιστροφή, τύλιγαν λεπτό νήμα. Η ρόκα με τα παρελκόμενα, το αδράχτι με το σφοντύλι ή τη δρούγα, ήταν παραδοσιακό ξύλινο λαϊκό εργαλείο γνωστό από την αρχαιότητα με την ονομασία ηλακάτη. Πάνω της σκάλιζαν περίτεχνα σχέδια.
Έβγαζαν μετά, όταν κρύωνε, απ’ το αδράχτι ή τη δρούγα το κεροπάνι. Είχαν στα χέρια τους έναν κερωμένο υφασμάτινο σωλήνα μάκρους 20 – 25 πόντων. Αυτόν τον σωλήνα τον έβαζαν μέσα στο αυτί (όχι βαθειά) και γύρω- γύρω τον στερέωναν, για να στέκεται, με μικρά λεπτά κουρέλια υφάσματος αντί για βαμβάκι. Το βαμβάκι εκείνη την περίοδο ήταν δυσεύρετο είδος πολυτελείας. Εκείνος που έκανε χρήση αυτής της μεθόδου είχε ξαπλώσει σε θέση πλάγια και το αφτί ήταν προς τα πάνω. Κατόπιν άναβαν με ένα σπίρτο στο πάνω μέρος τον σωλήνα, το κεροπάνι, το οποίο καιγόταν αργά όπως το κερί.
Όταν δημιουργείτο η κατάλληλη θερμοκρασία, τότε γινόταν παχύρρευστη η κολλώδης υποκίτρινη ουσία που υπήρχε μέσα στο αφτί και μετακινιόταν μέσα στο σωλήνα και καιγόταν στο πάνω μέρος στη φλόγα. Μάλιστα ακουγόταν ο ήχος από το κάψιμο κρακ, κρακ, κρακ…
Η περιγραφή για το κεροπάνι είναι πράγματι εντυπωσιακή, περίεργη και μας…προβλημάτισε. Δεν μπορεί παρά η χρησιμοποίησή του να βασίζεται σε φυσικούς νόμους.
Ανατρέξαμε σε εκπαιδευτήρια φυσικών και θετικών επιστημών να προσδιορίσουν το φυσικό νόμο που έβρισκε εφαρμογή το κεροπάνι των παλιών Σερβαίων.
Η απάντηση ήταν απλή από τους ειδικούς. Στο κεροπάνι έβρισκε εφαρμογή ο νόμος Daniel Bernolli καλούμενος και «Θεμελιώδες Θεώρημα Υδρομηχανικής».
«Η φλόγα στο κεροπάνι δημιουργεί υποπίεση εξαναγκάζοντας τον αέρα να περνά μέσα από το σωλήνα - κεροπάνι, συμπαρασύροντας την υγροποιηθείσσα (από τη θερμότητα) κολλώδη ουσία του αφτιού, στο πάνω μέρος του σωλήνα και να καίγεται»! Έτσι απλά. Όλα έχουν εξήγηση. «Πενία τέχνας κατεργάζεται», αλλά που το σκέφτηκαν οι…δαιμόνιοι πρόγονοί μας οι Σερβαίοι;
Βασίλειος Κων/ντή Σχίζας