Όπως θυμούνται οι μεγαλύτεροι από μένα, εδώ και 40 χρόνια περίπου, οι Σερβαίοι για να επιβιώσουν, όσοι δεν πήγαιναν για μαστοριά σε άλλα χωριά ή αστικά κέντρα και στα πλαίσια της αγροτικής οικονομίας, έμεναν και καλλιεργούσαν τα χωράφια τους, συνήθως πατρικά ή προικώα. Τη χρονιά που είχαν σπείρει αραποσίτια, μετά το θερισμό ακολουθούσε η ξέλαση.

Κατά την ξέλαση (ξεφύλλισμα του καρπού της αραποσιτιάς, από τα σαρκώδη και επάλληλα φύλλα που το περιβάλλουν), διαδικασία που γινόταν με τα χέρια από γυναίκες και άντρες, συνήθως τις βραδινές ώρες μετά τις δουλειές της ημέρας, είτε στην αυλή των σπιτιών, είτε στα αλώνια, άκουγε κανείς πολλά πράγματα. Οι συζητήσεις αφορούσαν κυρίως ανθρώπους και ζώα: Προξενιά, αρρώστιες, ελαττώματα, αδυναμίες και παθήματα ανθρώπων από άλλους ανθρώπους (από νταήδες και σιγανοπαπαδιές), μα και από αόρατα όντα (στοιχειά, εξωτικά, νεράιδες κλπ) που όμως είχαν θανάσιμη επίδραση στην ψυχολογία κυρίως των παιδιών, στο μυαλό και το σώμα τους.

Όλοι ήξεραν να διηγηθούν ιστορίες για συγχωριανούς η άλλους κατοίκους των γύρω χωριών, αλλά δεν ελέγοντο οποιαδήποτε στιγμή. Έπρεπε να το καλέσει η περίσταση, όπως π.χ ήταν η ξέλαση, που η παρέα συζητούσε ώρα με την ώρα σε κλίμα μυστηριακό και εμπιστοσύνης. Η δομή και η οργάνωση του τρόπου ζωής της οικογένειας εκείνης της εποχής, με τις πολλές ανέχειες (νερού στα σπίτια, ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφώνου, τηλεόρασης κ.λπ.), με έλλειψη παιδείας και επιρροή των γερόντων στους μικρότερους, καθιστούσαν τα εξιστορούμενα αδιάψευστα, αληθή και κυρίως άφηναν υπονοούμενα πως μπορούν να συμβούν στον καθένα.

Σε μια τέτοια ξέλαση, από αρκετές που είχα πάει με τη γιαγιά μου ή τη μάνα μου στο αλώνι του μπάρμπα-Χρήστου του Δάρα (Τριγώνι) πάνω από του Δημοκοίτη, άκουσα πράγματα που μου προκάλεσαν φόβο, ο οποίος με ακολούθησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρόλο που το κλίμα εκείνης της βραδιάς ήταν εορταστικό και η κουλούρα στο φούρνο με το τυρί και ότι άλλο προσέφερε η οικογένεια, ήταν πεντανόστιμα.

Μία από τις επόμενες ημέρες λοιπόν πήγα το γάιδαρό μας και τις γίδες να βοσκήσουν στου Κυνηγού. Αφού βόσκησαν όλη την ημέρα και είχε αρχίσει να σουρουπώνει, καβάλησα το γάιδαρο και πήρα το δρόμο της επιστροφής. Στη "βαθιά χούνη" βλέπω να μου λείπει μια γίδα. Κατεβαίνω, δένω το γάιδαρο με το καπίστρι σε μια τούφα και γυρνάω πίσω να ψάξω. Μέχρι όμως να την βρω πέρασε η ώρα, νύχτωσε και δεν έβλεπα καλά-καλά.

Μετά από ώρα φτάνω εκεί που άφησα το γάιδαρο, ξανακαβαλάω και ξεκινάω για το χωριό. Στο δρόμο δεν βλέπω κίνηση και το μόνο που άκουγα ήσαν τα πατήματα των ζώων και τα κουδούνια τους, μοναδική μου παρηγοριά. Σκέπτομαι όλα όσα άκουσα στην ξέλαση περί εξωτικών που εμφανίζονται σε ρέματα, βράχια κλπ και αναστατώνομαι. Φόβος ...και των γονέων...

Όσο ζύγωνα στο χωριό, τόσο έπαιρνα θάρρος.

Φτάνοντας όμως στου Δημοκοίτη και με σκοπό να πιει ο γάιδαρος νερό κατεβαίνω και πάω προς την καμάρα. Τότε συνέβη το τρομερό και φοβερό, καθώς ο γάιδαρος σταματάει απότομα, σηκώνει τα αυτιά και φρουμίζει, ενώ οι γίδες προγκάνε και τρέχουν προς το σπίτι. Εγώ κατακίτρινος από το φόβο και με ...300! παλμούς, βλέπω έναν παπά ψηλό, σωστό θηρίο, να σηκώνει το κεφάλι του από την κορύτα και να με κοιτάζει στα μάτια. Έχει καταλάβει ότι θα πάθω ...ανακοπή και μου λέει: Μη φοβάσαι παιδί μου, είμαι ο παπα-Γιώρης από του Μπουγιάτι.

Ο παπάς άκουσε τα κουδούνια των ζώων και θέλοντας να πιει νερό πήγε πρώτος στη βρύση και έγινε ότι έγινε. Για καλή μου όμως τύχη γνώριζα τον παπά, τον είχα ιδεί και ημέρα και συνήλθα γρήγορα. Αν μου ήταν άγνωστος, ίσως τα πράγματα να ήσαν διαφορετικά και να μη διαβάζατε τώρα αυτή την ιστορία.

Συμπερασματικά θεωρώ πως κάνουν λάθος οι γονείς και οι παππούδες να μιλούν στα παιδιά για τέτοιου είδους παραδόσεις, χωρίς κρίση και χωρίς ευαισθησία, γιατί τους δημιουργούν φόβο και βλάπτουν την ψυχοσωματική τους ανάπτυξη.

Αθ. Γκούτης


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.