Θανάση Γκούτη.

Από το σακούλι της θύμησης μου, θα ανασύρω το βίωμα "Πάσχα στο χωριό", σε σύγκριση του σήμερα με το άλλοτε και μάλιστα της δεκαετίας του ’60, όταν άρχισε η μεγάλη εσωτερική μετανάστευση των συγχωριανών μας προς τα Αστικά Κέντρα και ιδιαιτέρως προς την Αθήνα.

Κατά την εν λόγω δεκαετία και λίγο αργότερα, μέχρι το ΄75, διεγράφη η πληθυσμιακή παρακμή του χωριού και μαζί της έφθιναν η ένταση, η διάρκεια και το περιεχόμενο των εορτών (θρησκευτικών και ονομαστικών), των εθίμων (αποκριές-μπούλες), των κοινωνικών εκδηλώσεων από οργανωμένους φορείς (Σχολείο-σχολικές εορτές), των συνεργασιών αλληλοβοήθειας (ξελάσεις) κ.ά.

Ίσως, με τα επί μέρους αυτά θέματα και τις επιπτώσεις της απαξίωσής τους στην ψυχολογία μας και τα ενδιαφέροντά μας, λόγω μετάβασης από την αγροτική στην αστική ανέλιξη της κοινωνίας, για μας που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στο χωριό, ασχοληθούμε μελλοντικά.

Το Πάσχα εκείνη την δεκαετία, που εγώ βίωνα ενδεχομένως και κατά τα προηγούμενα χρόνια, όπως εκ παραδόσεως έχουμε πληροφορηθεί είχε πολυμορφικό χαρακτήρα, με γνωρίσματα θρησκευτικά, οικονομικά, κοινωνιολογικά, επικοινωνιακά, δημογραφικά κ.λ.π.

Πάνω απ όλα ήταν η ατμόσφαιρα, που άρχιζε 40 ημέρες πριν, με την έναρξη της Μεγάλης σαρακοστής και τελείωνε με το πανηγύρι της Λαμπρής και την γιορτή του Αγίου Γεωργίου. Η προσμονή του κινητοποιούσε τους πατριώτες, μονίμως διαμένοντας στο χωριό και ξενιτεμένους, στην τέλεση μιας εορτολογικής κοσμογονίας.

Το χωριό άλλαζε όψη, είτε με την καθαριότητα στους κοινοτικούς δρόμους, είτε με το άσπρισμα σε τοίχους και αυλές των σπιτιών και προ πάντων με τον εξωραϊσμό των εκκλησιών μας.

Ένα ανθρώπινο μελισσολόι εκινείτο σχεδόν νυχθημερόν, για να προλάβει τις ετοιμασίες του Πάσχα. Όλα τα σπίτια ζούσαν στην προσμονή των ξενιτεμένων τους. Οι ξενιτεμένοι και οι μαστόροι πατεράδες μας επέστρεφαν στο χωριό να γιορτάσουν το Πάσχα με τις οικογένειές τους και τους συγγενείς τους.

Οι εκκλησίες μας, αρχικά η πάνω εκκλησιά και έπειτα η κάτω, ήταν ασφυκτικά γεμάτες στις ολονυκτίες, τόσο κατά τους χαιρετισμούς της Παναγίας, όσο και κατά την Μ. Εβδομάδα. Θυμάμαι τους Αραπαίους που ήρχοντο στις ακολουθίες με ήλιο και επέστρεφαν στα σπίτια τους νύκτα. Οι άνθρωποι ενάρετοι και συνεπείς στο εκ παραδόσεως θρησκευτικό δόγμα τους, συμμετείχαν και συνέπασχαν στην εξέλιξη του θείου δράματος. Ουδείς δε διανοείτο να φύγει ακαίρως από την ακολουθία, όπως συμβαίνει σήμερα.

Το Πάσχα, που σημαίνει πέρασμα από τον παλαιό τρόπο ζωής σε ένα καινούργιο, πέρασμα από τον φόβο του θανάτου στη λύτρωση της ανάστασης δια του αναστάντος Χριστού, πέρασμα από την λύπη στην χαρά, από την εχθρότητα στην αδελφοσύνη, ήταν η κορύφωση μιας επαναλαμβανόμενης, ετήσιας, προσμονής ευτυχίας, για μικρούς και μεγάλους.

Δεν μπορώ να ξεχάσω, ως μαθητής Δημοτικού, κατά τους ψαλμούς των εγκωμίων στην ακολουθία του επιταφίου της Μ. Παρασκευής, τους συμμαθητές και συμμαθήτριές μου.

Δεν μπορώ να ισχυρισθώ ότι βιώνουν και οι σημερινοί μαθητές τα συναισθήματα που εμείς τότε νιώσαμε.

Δεν ξεχνώ το γεγονός της έλευσης δύο η και τριών πούλμαν στο χωριό, με Σερβαίους της Αθήνας, ειδικά Μ. Πέμπτη, Μ. Παρασκευή, με οργάνωση του Συλλόγου.

Ήταν τόση η χαρά μου να παρακολουθώ από το καφενείο του μπάρμπα Βασίλη του Μαραγκού τα τεκταινόμενα. Η αγορά του χωριού μας ήταν μια μικρογραφία σταθμού Υπεραστικών Λεωφορείων: Κίνηση, φωνές, χαιρετούρες, ευχές, αγκαλιές, φιλιά, μαγαζιά γεμάτα από κόσμο.

Ο μικρόκοσμος του χωριού μας, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, χωρίς κινητά τηλέφωνα, χωρίς τηλεόραση, χωρίς εφημερίδα Αρτοζήνο, χωρίς περιοδικό τύπο, χωρίς αυτοκίνητα Ι.Χ., χωρίς έπαρση, χωρίς αλαζονεία πλούτου. Κόσμος με φόβο θεού, σεβασμό στον πατέρα και την μάνα, σεβασμό στην φτώχεια και την φύση.

Όλοι αυτοί οι δικοί μας άνθρωποι έπρεπε να συμμετάσχουν στο πανηγύρι της Ανάστασης, στην έξοδο της Λαμπροφόρου ημέρας, να ακούσουν το Χριστός Ανέστη, να λάβουν μέρος στο γλέντι της Αγάπης με τους ανεπανάληπτους χορούς στην Ράχη και τις δυο ζυγιές όργανα.

Ποιος δεν θυμάται τον οργανοπαίκτη Κονίδα; Έπρεπε οι νέοι και οι νέες σε ηλικία Γάμου να στείλουν και να πάρουν μηνύματα με τα μάτια, με την γλώσσα του σώματος, στον χορό. Έπρεπε οι έμπειροι γονείς να αξιολογήσουν σωστά ποιό ήταν το ταιριαστό ζευγάρι, για την ευτυχία των παιδιών τους.

Αλλά τι γίνεται σήμερα; Το χωριό με τους λίγους και πρεσβύτες φύλακες του Αρτοζήνου και της Φραζινέτας, τονώνεται κοσμικά για τρεις ημέρες με λίγα ξενιτεμένα παιδιά του. Σε πολλά σπίτια δεν ανοίγουν πόρτες, δεν ανοίγουν παραθυρόφυλλα, δεν μπαίνει το φως του ήλιου εκεί που έκλαψαν παιδιά, εκεί που μεγάλωσαν οι ευημερούντες σήμερα Σερβαίοι. Εκεί που οι παππούδες και οι πατεράδες μας αρρώστησαν και άφησαν την τελευταία τους πνοή.

Όλα σε φθίση. Άλλαξε ο κόσμος το Πάσχα σε μια τυπική ετήσια συνάντηση οικείων και φίλων, μόνο για το ψήσιμο του αρνιού. Έχασε το μέγα αυτό γεγονός το βαθύ θρησκευτικό του χρώμα. Οι σύγχρονοι ευσεβείς αντέχουν να παρακολουθήσουν την Λειτουργία της Ανάστασης μέχρι το πρώτο Χριστός Ανέστη.

Σήμερα δεν γιορτάζουμε σαν άλλοτε, δεν χορεύουμε στην Αγάπη, είμαστε σαν κυνηγημένοι, παίρνουμε τα Ι.Χ. μας και φεύγουμε από το χωριό, καμιά αλλαγή εσωτερική δεν βιώνουμε, είμαστε δέσμιοι της μη κουλτούρας μας, του ωχαδελφισμού μας, λύνονται προοδευτικά οι δεσμοί μας με το χθες. Σαν συνέπεια των παραπάνω θυμάμαι το περασμένο Πάσχα, που οι επισκέπτες του χωριού μας ήταν λίγοι. Οι ακολουθίες των Παθών του Κυρίου της Μ Εβδομάδας, ιδιαιτέρως Μ. Πέμπτη και Μ. Παρασκευή, ετελέσθησαν με ευλάβεια, κατάνυξη και φιλόθεο πνεύμα, ηγουμένου του πατρός Σωτηρίου και επομένου του χριστεπωνύμου πληρώματος.

Ας ελπίσουμε ότι η έπαρση του ανθρώπου, η αδιαφορία του για το περιβάλλον εντός του οποίου ζει και δημιουργεί, θα εκλείψουν με την πάροδο των ετών. Ιδιαιτέρως εμείς οι Σερβαίοι ας επαναπροσδιορίσουμε τις συντεταγμένες της ψυχής μας και της θέσης μας στο Στερέωμα.

Χρόνια Πολλά, Χριστός Ανέστη

(XIM)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Η διάνοιξη του δρόμου από τον Αγιώργη το Σαρά μέχρι το χωριό, μήκους 12 χιλιομέτρων έγινε το 1950. Οι Σερβαίοι διέθεσαν τις μερίδες τους από τη βοήθεια της UNRA που πουλήθηκαν για να συγκεντρωθούν χρήματα για την μπολντόζα. Επίσης δούλεψαν προσωπική εργασία όλοι οι ενήλικες του χωριού. Οι Αραπαίοι, επειδή είχαν να περπατήσουν μια ώρα παραπάνω από τους Σερβαίους, για να φθάσουν από το σπίτι τους στο έργο και μία να γυρίσουν, κοιμόσαντε το βράδυ εκεί που δούλευαν.