Αναδημοσίευση
Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στο χωριό λίγες δεκαετίες πριν ...
Για να μιλήσουμε για το χωριό εμείς οι νεώτεροι – και κυρίως όσοι δεν γεννηθήκαμε σ' αυτό, θα πρέπει να κατανοήσουμε τις συνθήκες ζωής που επικρατούσαν. Πολλοί, ειδικά εμείς οι νεώτεροι, φανταζόμαστε ίσως συνθήκες ιδανικές σε ειδυλλιακό τοπίο.
Ειδυλλιακές είναι οι συνθήκες σήμερα για εμάς που πηγαίνουμε στο χωριό μας ένα σαββατοκύριακο, μία εβδομάδα, ένα μήνα το καλοκαίρι, και χορταίνουμε πράσινο, καθαρό αέρα, φρέσκο νεράκι, ήχους θεσπέσιους.
Αν πάμε πίσω 40, 50, ή και περισσότερα χρόνια, αν κατορθώσουμε να αντικρίσουμε τις εικόνες από τις περιγραφές και τις ιστορίες των μεγαλύτερων, θα διαπιστώσουμε ότι οι συνθήκες ζωής ήταν τρομακτικά δύσκολες.
Δεν υπήρχε πείνα όπως την εννοούμε σήμερα, υπήρχε όμως μεγάλη ανέχεια, το χιόνι έπεφτε πυκνό τους χειμερινούς μήνες και το κρύο ήταν ανυπόφορο. Τα σπίτια, χωρίς τις στοιχειώδεις υποδομές, έμπαζαν από παντού. Στο “χειμωνιάτικο”, εκεί δηλαδή που υπήρχε το τζάκι και η φωτιά, εκεί που η νοικοκυρά πάλευε να κουμαντάρει το νοικοκυριό της, υπήρχε λίγη ζέστη. Στο κελέρι ή στο “πάτωμα” όμως, οι θερμοκρασίες μπορεί να ήσαν και πολικές.
Οι δουλειές του σπιτιού ήσαν κι έξω από αυτό. Ο φούρνος δούλευε κάθε μέρα είτε για ψωμί είτε για τις πολλές διαφορετικές ανάγκες της οικογένειας. Κατ' επέκταση, τα ξύλα που χρειαζόταν η οικογένεια για τον φούρνο και την φωτιά μέσα στο σπίτι, ήταν πάρα πολλά, τόνοι, που τα συγκέντρωνε σχεδόν κάθε μέρα όλο το χρόνο. Το παιδί, ο παππούς, ο πατέρας, η μάνα, όταν ήσαν στο χωράφι, στο σκάρισμα, στην βρύση – οπουδήποτε για δουλειές, δεν παρέλειπαν κατά την επιστροφή τους να φέρουν ένα λιανό ξύλο ή ότι μπορούσαν να μεταφέρουν.
Εάν η οικογένεια είχε στάνη, τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά τα έκανε η μισή στο χωριό και η άλλη μισή στα χειμαδιά. Συνήθως τα ψαραίϊκα χειμαδιά βρισκόντουσαν στον κάμπο της Λιοδώρας (Τσούκας), και γενικότερα στην πεδινή Ηραία.
Σχεδόν όλες οι οικογένειες είχαν από ένα τουλάχιστον οικόσιτο χοίρο και συνήθως παραμονές των Χριστουγέννων τον έβαζαν στο λεβέτι για να βγάλουν το παστό της χρονιάς, το σαπούνι για την καθαριότητα. Τα αληθινά Χριστούγεννα η οικογένεια τα γιόρταζε ουσιαστικά όταν στο λεβέτι γύριζε το χοιρινό και σιγόβραζε.
Στους κοινόχρηστους χώρους, η λάσπη είχε τόση δύναμη, που σπάνιζαν τα σοκάκια δίχως αυτήν. Ειδικότερα οι δρόμοι προς τις βρύσες, κρατούσαν την λάσπη όλους τους μήνες του χρόνου, πόσο μάλλον τον χειμώνα.
Στο σχολείο οι συνθήκες ήσαν τραγικές. Ο βοριάς όταν δεν τσάκιζε κάθε παιδική αντοχή, το μάθημα ήταν λύτρωση για την παιδική ψυχή. Όμως, δεν είχαν την τύχη να πηγαίνουν στο σχολείο όλα τα παιδιά. Την ώρα που στο σχολείο τουρτούριζαν μαθητές και δάσκαλος, κάποια παιδιά βρισκόντουσαν στο βουνό ή όπου οι ανάγκες της οικογένειας απαιτούσαν και χόρταιναν παγωνιά.
Ακούω και σήμερα ακόμα μερικούς παλιούς να λένε: ά... εμείς εκείνα τα χρόνια περνούσαμε καλά. Μην τους πιστεύετε! Δεν περνούσαν καλά, οι συνθήκες ζωής ήσαν άθλιες!
Οι ανάγκες της οικογένειας, ήσαν και ανάγκες της Κοινότητας. Η μικρή κοινωνία ήταν συνήθως ενωμένη. Με τον τρόπο αυτό μπορούσε και ξεπερνούσε ευκολότερα τις αντικειμενικές δυσκολίες της. Το ΕΓΩ που κυριαρχεί σήμερα, συνήθως απουσίαζε τότε. Οι άνθρωποι δρούσαν συλλογικά στο μέτρο του δυνατού: “όταν έφτιαχνε το σπίτι του ο .........................., πολλοί Ψαραίοι μετέφεραν στους ώμους τους τα πατερά του σπιτιού από την Αράχωβα”. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι για να μεταφέρεις ένα πατερό από την Αράχωβα στο Ψάρι μέσα από το μονοπάτι, πόσο δύσκολο, κουραστικό, επώδυνο ήταν. Και πόσοι άνθρωποι απαιτούνταν για την δουλειά αυτή. Φυσικά αφιλοκερδώς. Με τον ίδιο τρόπο βοηθούσε ο ένας τον άλλον στην κατασκευή του σπιτιού, στον σπαρτό, στον θέρο, στο αλώνισμα στην ξέλαση, παντού!
Η Κοινότητα, στα πισινά χρόνια δρούσε σαν μία μικρή σοσιαλιστική κοινωνία (σε λανθάνουσα μορφή) με τις καλές ή κακές στιγμές της. Και κατάφερε – υπό την πλήρη απουσία του κράτους, να προχωρήσει βήματα μπροστά. Στην πρόοδο αυτή, συνέβαλαν όλοι οι Ψαραίοι, μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι ή πένητες. Και συνέβαλαν διότι άφησαν έξω από το κοινό καλό το ΕΓΩ. Υπό αυτήν την έννοια, οι Ψαραίοι των παλιών χρόνων ήσαν πολύ μπροστά από την εποχή τους.
Οι συνθήκες ζωής άλλαξαν, φυσικά προς το καλύτερο. Και κανείς νοήμων δεν αναπολεί τις παλιές δυσκολίες. Μαζί όμως με τις συνθήκες αλλάξαμε κι εμείς. Φυσικά προς το καλύτερο κι εμείς. Δεν αναπολούμε τις παλιές συνθήκες ζωής του χωριού. Μπορούμε όμως να πάρουμε την γνώση αυτή και να την χρησιμοποιήσουμε δημιουργικά στο παρόν.
Η προπολεμική φωτογραφία (1932) δείχνει την Ρούγα, παιδιά που παίζουν ανέμελα, και γελάδια που βόσκουν! Ναί, υπήρξε εποχή που το χωριό μας συντηρούσε και γελάδια για τις ανάγκες του.
Χρόνια Πολλά στους Ψαραίους όπου γης.
Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος