Γεωργίου Δ. Βέργου
Θα προσπαθήσω να περιγράψω περιληπτικά κάποιες από τις πτυχές της ζωής στο χωριό μας στη δεκαετία του 1950, κυρίως σε ότι αφορά στο εμπόριο, έτσι ώστε ο σημερινός και αυριανός αναγνώστης, να μπορούν να κάνουν σύγκριση των δύο εποχών.
Επειδή ο πατέρας μου (Μήτσιο-Βέργος) ασχολιόταν με το εμπόριο από το 1942 (εμπορευόταν κρασί, λάδι, αλάτι, σύκα ξερά, σταφίδα,αλάτι, τα οποία αγόραζε από Μεσσηνία και Ηλεία και τα πουλούσε στα Λαγκάδια και στο Λεβίδι) θυμάμαι από μικρό παιδί (ήμουνα τότε 5-6 χρόνων) πολλές τιμές προϊόντων και γενικά διάφορα γύρω από την κίνηση του εμπορίου. Θυμάμαι π.χ. πως για το αλώνισμα με το μουλάρι του έπαιρνε δέκα οκάδες σιτάρι (δέκα τρία κιλά περίπου) και πήγαινε στα χωριά της Ηραίας, συνήθως στο Καστράκι και Φαναράκι που γινόντουσαν νωρίτερα τα σιτάρια. Μετά το 1948 έπαιρνε υφάσματα-ψιλικά και μπογιές για τα νήματα από τα Λαγκάδια και πήγαινε στα χωριάτης Ηραίας και τα πουλούσε.
Το μαγαζί στο χωριό.
Για 18 χρόνια (1950-1968), ο πατέρας μου είχε μόνιμο κατάστημα στο χωριό μας. Πρώτα στο ισόγειο του σπιτιού ιδιοκτησίας των κληρονόμων Κωνσταντή Β. Σχίζα (ιδιοκτησίας τότε του Βασίλη Π. Σχίζα- και σήμερα ιδιοκτησίας Βάσως Λιατσοπούλου) και στη συνέχεια στο κατάστημα των κληρονόμων Χρίστου Δάρα. Εμπορευόταν διάφορα είδη, όλα σχεδόν τα βασικά που είχαν ανάγκη οι κάτοικοι του χωριού, στην καθημερινή τους ζωή. (υφάσματα, παπούτσια, ψιλικά, τρόφιμα, κρασί, λάδι κλπ). Επειδή και εγώ δούλευα στο μαγαζί (και τελικά ασχολήθηκα με το εμπόριο), έχω μια σαφή εικόνα για το τι αγόραζαν οι πατριώτες μας τότε και γενικά πως ήταν η ζωή στο χωριό. (Μετά το 1968 που πήγε στην Αθήνα, άνοιξε μαγαζί στου Ζωγράφου για 21 χρόνια).
Το μεροκάματο
Το ημερομίσθιο στο χωριό μας στη δεκαετία του 1950 ήταν 20-25 δραχμές για τους άνδρες (π.χ. όργωμα χωραφιού) και τα μισά για τις γυναίκες (θέρισμα, σκάψιμο κλπ.).
Στη «Μεσσένια» για δουλειά.
Η κύρια ασχολία των περισσότερων ανδρών εκείνη την εποχή (εκτός από τις αγροτοκτηνοτροφικές δουλειές του σπιτιού τους) ήταν η ‘’μαστοριά’’, δηλαδή ήταν κτίστες (οικοδόμοι). Οι ποιο πολλοί (με τη μορφή μπουλουκιού) δούλευαν στη Μεσσηνία και τα χρήματα που έβγαζαν σε κάθε ταξίδι ήταν ανάλογα με τι δουλειά που βρίσκανε. Πολλές φορές ερχόντουσαν με ελάχιστα χρήματα και κάποιες φορές δεν έφερναν τίποτα.
Όταν γύριζαν από το ταξίδι, η πρώτη τους δουλειά ήταν να περάσουν από τα μαγαζιά και να πληρώσουν τα χρέη που είχε κάνει η οικογένεια, όσο αυτοί έλειπαν. Ύστερα αγόραζαν κάτι για τα παιδιά και τη γυναίκα (παπούτσια λινά ή ντρίλι για να ράψουν παντελόνι ή ύφασμα εμπριμέ για φόρεμα), κάτι αναγκαίο για το σπίτι και ότι περίσσευε το κρατούσαν για την προίκα του κοριτσιού.
Η προίκα
Η προίκα ήταν το πρώτο που ρωτούσε ο υποψήφιος γαμπρός για την κοπέλα που του προξένευαν: ‘’πόσα της δίνει;’ ήταν η συνηθισμένη ερώτηση και αλλοίμονο σε αυτόν που είχε δυο ή περισσότερες κοπέλες να παντρέψει. Στο θέμα της προίκας (όταν έπαιρναν τα προικιά) είχαν γίνει πολλά ευτράπελα, διότι δεν ήταν ακριβώς αυτά που έγραφε το προικοσύμφωνο: π.χ. ο τέτζερης ήταν λίγο μικρότερος, τα ταγάρια (σακούλια) δεν είχαν προβάζια (το σκοινί που τα κρεμούσαν στον ώμο) και διάφορα άλλα που σήμερα φαίνονται αστεία.
Το ψωμί ψωμάκι
Κύρια τροφή εκείνη την εποχή ήταν το ψωμί, που κάθε οικογένεια ήθελε για κάθε άτομο γύρω στα 12-15 κιλά αλεύρι το μήνα. Δηλαδή μια οικογένεια με 6-8 άτομα ήθελε περί τα 100 κιλά το μήνα. Οι περισσότεροι πατριώτες (υπολογίζω πάνω από τους μισούς) ήθελαν αυτή την ποσότητα αλευριού, από τα Χριστούγεννα μέχρι να βγάλουν τη νέα σοδιά σιτάρι. Πριν γίνει ο δρόμος από την Καρκαλού στο χωριό το 1952, το αλεύρι αυτό το έφερναν οι πατριώτες σε σάκκινες (πάνω από 80 κιλά η σάκκινα), συνήθως από τα Λαγκάδια. Όταν έγινε ο δρόμος, ο πατέρας μου έφερε αλεύρι από τους μύλους του Πύργου ‘’ΔΗΜΗΤΡΑ’’, μέσω του γνωστού στους Σερβαίους εμπόρου των Λαγκαδίων Ανθούλη και για 3 χρόνια ήταν ο μοναδικός προμηθευτής αλευριού στο χωριό. Δυστυχώς το αλεύρι αυτό ήταν κακής ποιότητας και βρωμούσε μούχλα, σε βαθμό που πολλές φορές ούτε τα ζώα δεν το έτρωγαν. Όμως ο κόσμος τι να κάνει; Η πείνα δεν νικιέται. Στη συνέχεια έφερε αλεύρι απευθείας από τους κυλινδρόμυλους Καλαμάτας ‘’ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ’’, το οποίο ήταν εξαιρετικής ποιότητας και η τιμή καλύτερη, διότι δεν έδινε προμήθεια στον Ανθούλη. Μάλιστα ερχόντουσαν και από τα γύρω χωριά και αγόραζαν. Η τιμή βέβαια ήταν ίδια με αυτή που πουλούσαν στα Λαγκάδια και στη Δημητσάνα. Το 1952 ξεκίνησε με τρείς δραχμές το κιλό, (τότε βέβαια είχαμε οκάδες αλλά για να μην μπερδευόμαστε τις μετατρέπω σε κιλά) και μέχρι το 1960 περίπου έφτασε τις 5 δραχμές με το ημερομίσθιο να είναι περίπου το ίδιο στο χωριό (περί τις 20-25 δρχ). Χοντρικά μπορεί κανείς να πει πως με ένα μεροκάματο τότε έπαιρνε 5-7 κιλά αλεύρι, ενώ σήμερα με ένα μεροκάματο 40 ευρώ παίρνει περί τις 7 φορές τουλάχιστον περισσότερο αλεύρι.
Άλλα τρόφιμα.
Άλλα είδη τροφίμων που πουλιόντουσαν συνήθως στα μαγαζιά του χωριού εκείνη την εποχή ήταν: βακαλάος (6-10 δρχ. το κιλό), σαρδέλες, ρέγκες, μακαρόνια, ρύζι (6-8 δρχ). ζάχαρη πανάκριβη (14 δρχ.), εισαγόμενη από την Κούβα. Καμία σύγκριση με τη σημερινή τιμή. Γάλα για τα μωρά αγόραζαν οι πατριώτες το ζαχαρούχο, ΒΛΑΧΑΣ, το εβαπορέ δεν το έπαιρνε κανένας.
Το κρέας ήταν πανάκριβο (15-20 δραχμές η γίδα, που ήταν το πιο συνηθισμένο και 25-30 το αρνί ή κατσίκι). Άλλο είδος κρέατος δεν υπήρχε, μοσχάρι δεν θυμάμαι να είχαν σφάξει ποτέ. οι πατριώτες αγόραζαν συνήθως κάθε Κυριακή (τότε έσφαζαν τακτικά οι αείμνηστοι Βασίλης Μπόρας-Κουτσός-, Θοδωρής Τρουπής -Αλούπης- και Χρήστος Παπαγεωργίου και αραιότερα τα υπόλοιπα μαγαζιά). Πάντως, λίγα νοικοκυριά στο χωριό αγόραζαν κρέας κάθε Κυριακή ή κάθε 15 μέρες. Οι περισσότεροι μια φορά το μήνα και κάποιοι 2-3 φορές το χρόνο. Βέβαια είχαν όλοι κότες και χοιρινό, κανένα «μαρτίνι» και έτσι βολεύονταν όλο το χρόνο..
Ίδια τιμή με το κρέας είχε περίπου το λάδι και το τυρί φέτα (κεφαλοτύρι και άλλα σκληρά τυριά ήταν άγνωστα τότε στο χωριό). Το τυρί το έπαιρνε ο κόσμος από τους τσιοπάνηδες, του χωριού, πέρα από αυτό που έφτιαχναν στα σπίτια τους.
Φρούτα και λαχανικά.
Φρούτα έτρωγαν συνήθως οι πατριώτες ότι παρήγαγαν οι ίδιοι: κεράσια, αχλάδια, σύκα, σταφύλια κλπ. Τα μαγαζιά πουλούσαν το καλοκαίρι λίγα καρπούζια, πεπόνια ντομάτες και σταφύλια τον Αύγουστο, μετά ασφαλώς το 1952 που έρχονταν αυτοκίνητα στο χωριό. Το Χειμώνα έφερναν και λίγα πορτοκάλια και λεμόνια. Έδιναν π.χ. μια δραχμή και έπαιρναν δυο–τρία πορτοκάλια …για τα παιδιά.
Όσο για κηπευτικά ότι έβγαζε καθένας από τον κήπο του, λίγες ντομάτες, φασολάκια, πατάτες από τον Αύγουστο μέχρι που τις τελείωναν και το χειμώνα λάχανα (λαχανίδες) και ξερά φασόλια και φακές. Μην ξεχνάμε βέβαια τον πρωινό τραχανά, τσιγαριστό με λίπος από το παστό χοιρινό.
Ρούχα και παπούτσια.
Για να αγοράσουν ύφασμα οι Σερβαίοι για ένα φόρεμα (όχι βέβαια μάλλινο ή κάτι επίσημο), ήθελαν από σαράντα ως εξήντα δρχ., και για παντελόνι τριάντα δραχμές και πάνω. Όσο για το γαμπριάτικο κοστούμι (το μοναδικό) παραγγελία στη Δημητσάνα γύρω στις χίλιες πεντακόσιες δρχ. (Τότε οι νέοι και κάπως ’’πιασμένοι’’ οικονομικά, για να είναι μοντέρνοι, ντύνονταν όσο το δυνατόν με καινούρια ρούχα, όπως ντύνονται σήμερα με σχισμένα και τριμμένα.) Ένα μαντίλι για το κεφάλι (τσεμπέρα ή μπαρέζι, απαραίτητο τότε για όλες τις γυναίκες από δέκα πέντε ετών και πάνω, γιατί δούλευαν στα χωράφια), είχε πάνω από 15 δρχ. Έτοιμα ρούχα τότε δεν υπήρχαν. Περίπου τα 1955 άρχισαν να κυκλοφορούν παντελόνια από ντρίλι κακής ποιότητας (το ντρίλι ήταν ύφασμα βαμβακερό πολύ κακής ποιότητας και σήμερα θα λέγαμε το χειρότερο τζιν που κυκλοφορεί) και τα πρώτα πουκάμισα. Υπήρχαν φανέλες αθλητικές και μπλούζες γυναικείες σε μικρή κλίμακα βέβαια.
Παπούτσια λινά κακής ποιότητας ή παντόφλες γυναικείες κόστιζαν 30-60 δρχ. Παπούτσια παραγγελία (από βακέτα ή αδιάβροχα) κόστιζαν 150-200 δρχ. στους τέσσερις τσαγκάρηδες του χωριού μας (αειμνήστους Δ. Κερμπεσιώτη, Γ. Σχίζα (Σγούλια), Θ. Τρουπή (Αλούπη) και Χρ. Παπαγεωργίου). Από «μερεμέτια» στα παπούτσια, το ένα μετά το άλλο.
Το τότε με το τώρα
Κάπως έτσι, περιληπτικά, ήταν τότε η ζωή στο χωριό μας (σε ότι αφορά το εμπόριο) και ασφαλώς δεν μπορεί να συγκριθεί με τη ζωή σήμερα, το «σωτήριον» έτος 2016. Πάντως οι άνθρωποι τότε μπορεί να περνούσαν φτωχά, τα κατάφερναν όμως και ήσαν περισσότερο χαρούμενοι και ευχαριστημένοι και κυρίως αισιόδοξοι για το μέλλον. Με τη μετρημένη και νοικοκυρεμένη ζωή που έκαναν μπόρεσαν και πάντρεψαν κορίτσια, σπούδασαν παιδιά (συνήθως αγόρια), έφτιαξαν σπίτια κλπ. Και όταν την επόμενη δεκαετία, λόγω της αστυφιλίας, έφυγαν οι περισσότεροι για τις πόλεις πρόκοψαν και δημιούργησαν, γιατί είχαν μάθει να δουλεύουν και ήσαν νοικοκυραίοι και καλοί οικογενειάρχες.
Σήμερα, όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, μπορεί να έχουμε περισσότερα αγαθά, όμως δεν είμαστε νομίζω περισσότερο ευτυχισμένοι και ευχαριστημένοι από τότε και υπάρχει μεγάλη ανασφάλεια και αβεβαιότητα για το μέλλον, κυρίως σε ότι αφορά στα παιδιά μας και τα εγγόνια μας…