Γ. Δ. Βέργου

 

 

 Τι αλεύρι, τι αλάτι.

Ήταν η εποχή της δεκαετίας του 1950, που υπήρχε ακόμη το μονοπώλιο στο αλάτι, μια συνθήκη που μας είχαν επιβάλει οι τότε δανειστές, για παλιότερη χρεοκοπία της χώρας.

Λέει, λοιπόν η Μήτραινα στον άντρα της το Μήτρο (τυχαία ονόματα).

Σήκω το πρωί μπονόρας, να πεταχτείς μέχρι τα Λαγκάδια, να πάρεις  αλεύρι να ζυμώσω, δεν έχουμε μπουκιά ψωμί. Πάρε καμιά εικοσαριά οκάδες, και κράτα κάνα δυο δραχμές, να περάσεις από το μονοπώλιο, να πάρεις και λίγο αλάτι.

7-2-18aLagadia
Στη φωτογραφία φαίνονται τα κάτω σπίτια των 
Λαγκαδίων, το ποτάμι, η πλαγιά "τσικούλα", 
και το Σερβόβουνο. Πίσω είναι το χωριό μας

Πάντα υπάκουος ο Μήτρος, αν και του τόχε πει 2-3 μέρες νωρίτερα, καβαλάει  το γαϊδούρι νυχτούλια το πρωί, περνάει την Τρανηβρύση, φτάνει στο βουνό, πέφτει αποκεί στην «τσικούλα», περνάει το ποτάμι του «μπούφι» και φτάνει στα Λαγκάδια. Κατευθείαν στα μαγαζιά, να φορτώσει και να γυρίσει γρήγορα, για να ζυμώσει η κυρά. Για κακή του όμως τύχη, δεν βρήκε αλεύρι στα μαγαζιά, είχε εξαντληθεί. Στάλισε λίγο, ακουμπισμένος στο σαμάρι του ζώου, να σκεφτεί τι θα κάνει, γιατί του το έλεγε από μέρες η γυναίκα να  πάει για το αλεύρι.

Τραβάει το γάιδαρο από το καπίστρι, να  περάσει από το μονοπώλιο να πάρει το αλάτι,  και να γυρίσει στο χωριό.

Φτάνει στο μαγαζί, καλημερίζει τον άνθρωπο και του ζητάει να του δώσει αλάτι. Βγάζει ότι λεφτά  είχε στην τσέπη του και του τα δίνει, αλλά το μυαλό του σκεφτότανε τι θα πει στην κυρά, που δεν βρήκε αλεύρι να ζυμώσει.

Μετράει ο μαγαζάτορας  τα λεφτά, υπολογίζει τις οκάδες που πρέπει να του δώσει και βάζει το αλάτι σε δύο σακούλια, να μην είναι μονόπατα, στο σαμάρι του ζωντανού.

Τα φορτώνουμε λοιπόν, και τραβώντας  ο Μήτρος το γάιδαρο, γύρισε στο χωριό.

7-2-18bGaidarosΜόλις ξανάφανε στο σπίτι και η γυναίκα  είδε πως το γαϊδούρι δεν ήταν φορτωμένο με αλεύρι, αλλά με αλάτι, ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε, από τις φωνές της…

Άχρειαστε,

ανεπρόκοπε,

κλεισοσπίτι,

 αλεύρι σε έστειλα να φέρεις και μούφερες αλάτι.

Πόσες μέρες στο έλεγα να πας για το αλεύρι.

Τι να κάνω τώρα η μαύρη;

 Τι θα ζυμώσω;

Ο Μήτρος μιλιά…

 

          Τα λάχανα  και οι μαυροκουρούνες.

Μια πατριώτισσά μας, που έμενε κάπου στο κέντρο του χωριού, είχε το περιβόλι της λίγο έξω από το χωριό. Όταν έβγαινε από το σπίτι για να πάει στο περιβόλι, άρχισε να κουνάει τα χέρια, να βρίζει και να καταριέται  τις γυναίκες, που της έκλεψαν, τάχα,  τα λαχανικά από τον κήπο της. Χρησιμοποιούσε μάλιστα βαριές κουβέντες όπως:

-Χαροκαμένες, 

-Μαυροκουρούνες, 

-Αχαΐρευτες,

-Κακά μαντάτα ν’ ακούσετε,

-Να μην ειδείτε άσπρη μέρα

και πολλές άλλες βρισιές.  Αυτό γινόταν και όταν  γύριζε από το περιβόλι της.

 Μια μέρα λοιπόν, μια άλλη γυναίκα, νεότερη, της λέει.

    - Καλά ρε θειά, όλο το δικό σου περιβόλι κλέβουν και λες τέτοιες βρισιές;  Είναι τόσο καλό?

   - Όχι ρε παιδάκι, της λέει εκείνη.

Λέω τις βρισιές να τις ακούνε, να φοβούνται τις κατάρες μου, και να μην πάνε να μου κλέψουν το κήπο και μετά τρέχουμε στα δικαστήρια.

Είχε «μυαλό» η γυναίκα, και εφάρμοζε στην πράξη το αρχαίο ρητό που λέει: «Κάλλιον το προλαμβάνειν η το θεραπεύειν».

 

 

           Τα σμυριδάκια.  Από διηγήσεις μεγαλυτέρων μου.

Λίγο πριν τον πόλεμο του 1940, δύο συμπέθεροι, «ο Λιάς και ο Μήτρος» (τυχαία ονόματα) είχαν σμίξει τις στάνες τους, στην Παλιόστανη, κάτω από τον Αϊ Θανάση, απέναντι από το χωριό, και τυροκομούσαν μαζί το γάλα.

Σ’ ένα θάμνο, κοντά εκεί που είχαν τα στρωσίδια τους και τα σακούλια τους, έκρυβαν ένα μικρό σταμνί,  που μέσα έβαζαν την κορφή από το γάλα, για να την  κάνουν την άλλη μέρα βούτυρο. Έλα όμως που στην παρέα υπήρχε και ο τραχίλης, ένα μεγαλόσωμο, ζόρικο τσοπανόσκυλο, που γύριζε μέσα στις  τούφες και έψαχνε να βρει τίποτα να φάει.

7-2-18cTsopanoskilo Ένα βράδυ, λοιπόν, περασμένα μεσάνυχτα, ο τραχίλης οσμίστηκε στην τούφα την κορφή από το γάλα, και χώνει το κεφάλι του στη στάμνα.  Έφαγε όση ήθελε και μετά πήγε να βγάλει το κεφάλι του. Όμως αυτό δεν έβγαινε, διότι μαγκώσανε τα αυτιά στο στενό λαιμό της στάμνας (όταν έβαλε μέσα το κεφάλι, τ’ αυτιά ήταν όρθια και γλίστρησαν).

Φοβήθηκε λοιπόν το σκυλί,  εκνευρίστηκε και άρχισε να γαυγίζει. Καθώς το κεφάλι ήταν μέσα στη στάμνα, ο ήχος δεν έμοιαζε με γαύγισμα σκύλου, αλλά ήταν ένας παράξενος, υπόκωφος θόρυβος, σαν κάτι που ερχόταν από μακριά.

Ο τραχίλης άρχισε να τρέχει με τη στάμνα στο λαιμό, πράγμα που έκανε τα γίδια να φοβηθούν  και να αρχίσουν και αυτά να τρέχουν στην πλαγιά. Γαύγιζε ο τραχίλης, χτυπούσαν τα κουδούνια στα γίδια και γινόταν φασαρία, και μεγάλη οχλοβοή, σε μια ήσυχη νύχτα, λίγο έξω από το χωριό… 

 Από τη φασαρία, ξύπνησαν και οι συμπέθεροι και αναρωτήθηκαν τι συμβαίνει.

Πετάγεται ο Λιάς, που ήταν δικό του και το χωράφι και λέει στο Μήτρο.

-Συμπέθερε, μου φαίνεται πως βγήκαν τα σμυριδάκια. Φυλάξου. Είναι  από τα μνήματα των αβάπτιστων παιδιών, που είναι εδώ θαμμένα,  και βγήκαν  να μας εκδικηθούν.

 (Στο χωριό μας, όποια νεογέννητα πέθαιναν αβάπτιστα, ή γεννιούνταν πρόωρα νεκρά, δεν τα έθαβαν στο Νεκροταφείο, μήπως μολύνουν τους νεκρούς χριστιανούς, αφού δεν είχαν προλάβει να βαπτιστούν. Είχαμε αρκετές τέτοιες περιπτώσεις κάθε χρόνο, και υπήρχαν τάφοι παιδιών κοντά στο εκκλησάκι του Αγιοθανάση, που τότε ήταν ερείπιο).

7-2-18dGidiaΑλλά ας επανέλθουμε στην ιστορία μας. 

Με το «σμυριδάκια» που άκουσε ο Μήτρος, αρπάζει το δίκαννο που είχε κρεμασμένο σε ένα δέντρο,  και αφού πυροβόλησε δυο φορές «μπάμ-μπάμ», σπρώχνει  το Λια και κουκουλώνονται κάτω από το σάισμα, μην τους επιτεθούν τα σμυριδάκια.

Και «ω του θαύματος», σε λίγο, απόλυτη ησυχία.

- Φαίνεται πως το πέτυχα στο ψαχνό ορέ Μήτρο. Δεν ακούω τίποτα. Πάμε τώρα να κοιμηθούμε και το πρωί θα ψάξουμε, να δούμε που έπεσε.

Που να τους πάρει όμως ύπνος. Και αν το άλλο βράδυ ερχόταν άλλο σμυριδάκι; Συζητούσαν λοιπόν ολονυχτίς τι θα κάνουν, αφού ο τόπος είχε σμυριδάκια. Θα τους κατάστρεφε τα κοπάδια. Άρχισαν να κάνουν σχέδια, που  θα πάνε τα γίδια τους,  την άλλη μέρα.

 Το πρωί που άρχισε να γλυκοχαράζει, σηκώθηκαν αγουροξυπνημένοι και κοίταζαν γύρω-τριγύρω να δουν που είναι το σκοτωμένο σμυριδάκι. Αντί όμως για σμυριδάκι βλέπουν τον τραχίλη να ανεβαίνει την πλαγιά, με το στόμιο  της στάμνας, σαν κολάρο γύρω από το λαιμό του…

Τι βλέπω ρε συμπέθερε; λέει ο Λιας.

Τι είναι αυτό που έχει ο τραχίλης στο λαιμό του; Μου μοιάζει σαν να είναι από τη στάμνα. Λες το παλιόσκυλο νάβαλε το κεφάλι στη στάμνα, νάφαγε την κορφή από το γάλα, και μετά να μη μπορούσε να το βγάλει και να μας πρόγκιξε τα γίδια; Παράξενο μου φαίνεται.

Πάντως σμιριδάκια υπάρχουνε Μήτρο, μου το έχει πει και η γιαγιά μου…

Ο τραχίλης, με το μπάμ που άκουσε, και ακλουθώντας τα κουδούνια των ζώων, πήδηξε μια μάντρα και έτσι έσπασε η στάμνα. Μετά από αυτό σταμάτησε να γαυγίζει και σταμάτησαν να τρέχουν και τα γίδια.  Έτσι έγινε ησυχία.

Ευτυχώς πάντως που έμεινε το στόμιο της στάμνας στο λαιμό του σκυλιού, γιατί διαφορετικά οι συμπέθεροι θα νόμιζαν πως τα σμυριδάκια φάγανε την κορφή από το γάλα, και μετά κύλισαν τη στάμνα για να προγκίξουν τα γίδια και να κάνουν πλάκα  με τους ανθρώπους…   

 

.

                                                  

  Τα «δίδυμα» σκουφάκια

   Βρισκόμουν στο κοντινό μας χωριό Ψάρι στη δεκαετία του 1950, σε περιοδεία που έκανα στην περιοχή, ως γυρολόγος έμπορας,  με το μουλάρι μου, τη Σίβα.  Σταμάτησα σε ένα κεντρικό μέρος του χωριού, και χαιρέτησα 2-3 Ψαραίους, που ήσαν εκεί γύρω. ΄Άνοιξα τις κάσες-ντουλάπες, με την πραμάτεια που κουβάλαγα, χωρίς να τις κατεβάσω από το μουλάρι.  Σε λίγο μαζεύτηκαν μερικές κοπέλες και ήρθε και μια πιο μεγάλη, όπως υπολογίζω 35-40 χρονών. 

 -Τι ωραία πράματα έχεις εδώ; μου λέει η μεγάλη, και άρχισε να ψάχνει. Πιάνει ένα στηθόδεσμο που είχα στις κάσες, ανάμεσα σε διάφορα άλλα ρούχα, παπούτσια κλπ.

 -Α!  βλέπω έχεις και σκουφάκια για μικρά παιδιά!.

-Μπράβο, λέει, και το τράβηξε και το έβγαλε έξω...

Τι είναι τούτο πάλι, πως θα το φορέσει το παιδί! Δυο σκουφιά κολλητά;

Πετάγεται μια κοπέλα, που ήξερε από αυτά,  και της λέει, για να την πειράξει.

-Είναι για δίδυμα ρε θειά,  δεν το βλέπεις?

-Έλα Παναγία μου, λέει αυτή, και κάνει το σταυρό της. Έχει καμία γυναίκα δίδυμα στα χωριά μας;

Κα, κα, κα… τα κορίτσια, σκάσανε στα γέλια, καλύπτοντας με τα χέρια το πρόσωπό τους, να μην τις πάρει χαμπάρι. 

Πάνω απ΄ όλα σεβασμός…

 

(ΧΙΜ)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.