Γεωργίου Δ. Βέργου
1. Θα κουρδίσω …το ρολόι.
Ήταν νέoς από τον κάτω μαχαλά του χωριού, που ακολουθούσε τις μαστορικές παρέες για δουλειά στα χωριά της Μεσσηνίας, Λακωνίας κλπ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 είχε καταφέρει να αποχτήσει ένα ρολόι χειρός, πράγμα σπάνιο, βέβαια, για τους κατοίκους του χωριού εκείνης της εποχής.
Επειδή φοβόταν μην του χαλάσει το ρολόι, δεν αποφάσιζε να το κουρδίσει ο ίδιος και κάθε μέρα πήγαινε στο σπίτι του δάσκαλου να του το κουρδίσει, ως γραμματιζούμενος αυτός.
Όταν όμως ήρθε η εποχή που οι μαστόροι του χωριού θα πηγαίνανε για δουλειά (και αυτός από κοντά), τον έπιασε κακή στενοχώρια, τι θα γίνει με το ρολόι. Τελικά ακολούθησε τους μαστόρους στη Μεσσσένια (Μεσσηνία), να φτιάξουν ένα χαμόσπιτο σε ένα απομονωμένο κάπως μέρος (συνοικισμό χωριού), που δεν υπήρχε σχολείο.
Τι να κάνει τώρα ο άνθρωπος με το ρολόι; Ποιος να του το κουρδίσει; Κανείς από τους μαστόρους δεν αναλάμβανε τέτοια ευθύνη!
Το κοντινότερο χωριό, που υπήρχε δάσκαλος, ήταν πάνω από μια ώρα απόσταση.
Αποφάσισε, λοιπόν, την ώρα που κουβάλαγε το ντενεκέ με τη λάσπη στη σκαλωσιά, να πηγαίνει κάθε μεσημέρι μετά τη δουλειά στο δάσκαλο, να κουρδίσει το ρολόι!
-Πού πάς ΄ρε;
του φωνάζουν «τα μαστόρια» από πίσω χαμογελώντας, που τον είχαν πάρει και λίγο στο «ψιλό».
-Πάω να κουρδίσω το ρολόι και θα γυρίσω. Φάτε σεις και θα φα μετά...
Όχι πως εκείνη την εποχή ήταν απαραίτητο το ρολόι στη μαστοριά. Η καθημερινότητα σε αυτή την «παλιοδουλειά» ήταν ίδια, όπως ακριβώς λέει και το τραγούδι:
«…Ξημερώνει και βραδιάζει πάντα στον ίδιο το ρυθμό…»
.
2. O «Θάνατος» του μάστορα.
Εργαζότανε ένας πατριώτης μας (ας πούμε πως τον λέγανε Μήτσιο) σε κάποιο χωριό της Σπάρτης, μαζί με άλλους μαστόρους από το χωριό.
Ήταν κάπως «χορατατζής» και όχι ο πιο ξύπνιος και νοικοκύρης άνθρωπος του χωριού.
Τι σκέφτηκε λοιπόν ο άνθρωπος, εκεί στην ξενιτειά. Να σκηνοθετήσει, (έτσι θα το λέγαμε σήμερα), το θάνατό του.
Επειδή δεν ήξερε γράμματα, βάζει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού που δούλευε, να γράψει ένα γράμμα και να το στείλει στον πρόεδρο του χωριού μας.
Έγραφε λοιπόν το γράμμα «ορθά κοφτά», λίγες λέξεις, χωρίς όνομα.
Ο Μήτσιος πέθανε και τον κηδέψανε στο νεκροταφείο του χωριού.
Φτάνει το γράμμα στο χωριό, μαθαίνεται αστραπιαία το νέο, και δημιουργείται βέβαια μεγάλη αναστάτωση, κλάματα και λύπη στους συγγενείς. Μαυροφορέθηκε η «χήρα», το σπίτι γέμισε μαυροφορεμένες γυναίκες, του είπανε τα σχετικά μοιρολόγια και του τοιμάσανε και το μνημόσυνο, με όλα τα σχετικά.
Αφού πέρασαν μερικές μέρες, και καταλάγιασε κάπως η λύπη, κίνησε ο κουνιάδος του, με κάποιον άλλο συγγενή, να πάνε στο χωριό της Σπάρτης, να πάρουν το γάιδαρο του μακαρίτη και τα πράγματά του.
Ξαναφαίνοντας οι άνθρωποι στο χωριό, κουρασμένοι και στεναχωρημένοι, βλέπουν από μακριά το Μήτσιο, να φτιάχνει ένα φούρνο!.. Ξαφνιάστηκαν, σταμάτησαν, κοίταξε ο ένας τον άλλο και ρωτάει ο κουνιάδος τον άλλο συγγενή.
.
-Ρε σύ, ο Μήτσιος δεν είναι αυτός; Και έκανε το σταυρό του!
-βλέπω καλά;
-Θεός και Κύριος, λέει ο άλλος. Ο Μήτσιος είναι, ολοζώντανος!
Ζυγώνουνε κοντά:
-Ρε Μήτσιο, του λέει ο κουνιάδος του, είσαι ζωντανός; Ήρθε γράμμα στο χωριό πως πέθανες.
-Ποιός έστειλε αυτό το γράμμα στον πρόεδρο του χωριού και μας έκανε άνω κάτω;;
-Χα! χα! χα! Βάζει τα γέλια ο Μήτσιος, σηκώνοντας την τραγιάσκα του .
-Εγώ το έστειλα, για να ιδώ αν με αγαπάτε και τι θα κάνετε...
Κόκκαλο ο κουνιάδος και ο άλλος συγγενής... Ότι και να του είπαν …ο αέρας τα πήρε.
Όσο για το χωριό, το μολογάνε μέχρι σήμερα, και με τα …κατάλληλα βέβαια κοσμητικά επίθετα, για τον «ψευτοπεθαμένο».
Όσο για τον ίδιο, όταν γύρισε στο χωριό: …πέρα βρέχει…
.
(χιμ)