Φωτο: Θοδωρής Γ. Τρουπής (Γκράβαρης)
Το 1940 κηρύχτηκε ο Ιταλο-Αλβανικός πόλεμος και μας ζήτησαν να τους παραδοθεί η πατρίδα μας. Ο Μεταξάς είπε το ΟΧΙ. Ήταν τότε που γεννήθηκα. Eίμαι κι εγώ ένα από τα παιδιά του -40.
Ο πατέρας μου ήταν στο μέτωπο της Αλβανίας όταν γεννήθηκα, μαζί με άλλους πατριώτες πατριώτες μας.
Καθώς μεγάλωνα, τα πρώτα γράμματα που αναγνώρισα ήταν το ΟΧΙ, που το έβλεπα μόνιμα απέναντι στο χωριό μας, στου ‘Τσιούμπι’, κάτω από το εκκλησάκι του Αγιο-Θανάση. Ήταν μέρος του γυμνού από βλάστηση βουνού γραμμένο το ΟΧΙ, με πέτρες μεγάλες, κατάλευκο, επιβλητικό και μεγαλοπρεπές. Ευλογημένο από τον Άγιο, που στεκόταν από πάνω του. Τώρα, δεν φαίνεται πια το ΟΧΙ, είναι καλυμμένο από τα δέντρα που έχουν θεριέψει.
Ένα Ο ολοστρόγγυλο, τεράστιο, που, όταν το κοίταζα, στην παιδική μου φαντασία φάνταζε σαν ένα τεράστιο στόμα, διάπλατα ανοιχτό, που βροντοφώναζε με θάρρος. ΟΧΙ. Και αυτό το Χ δίπλα του, που έπεφτε σαν δυνατός κεραυνός στην πλαγιά του μικρού λόφου, μου υπενθύμιζε πάντα τη δύναμη της πατρίδας μας να αντισταθεί. Ήταν ο κεραυνός του θεού, προστάτη της πατρίδας. Τελευταίο ακολουθούσε το Ι ολόισιο και τεράστιο, που αντιλαλούσε μέχρι πέρα από τα βουνά και πέρα από τον Αρτοζήνο ακόμα, που δεν ήξερα τι υπήρχε πιο πέρα από εκεί. Και η φωνή του, η αντιλαλιά του, αντιλαλούσε κάτω στη Γκούρα, που την έπαιρνε μαζί του το νερό, να φτάσει στη θάλασσα, να διαλαλήσει σε όλους τους λαούς της γης ότι η πατρίδα μου λέει το OXI. Δεν θέλει να πεθάνει.
Όταν πήγα στο σχολείο, ο δάσκαλος μάς έμαθε και την ιστορία του ΟΧΙ. Απορροφούσαμε κάθε λέξη από το στόμα του δάσκαλου και το στήθος μας γέμιζε περηφάνια. Κάθε φορά πριν την 28η Οκτωβρίου, ο δάσκαλος μας έλεγε τα κατορθώματα των στρατιωτών στον πόλεμο, και μας έπαιρνε όλα τα παιδιά και πηγαίναμε απέναντι στου ‘Τσιούμπι’. Φτιάχναμε τις πέτρες, για να μην ξεφεύγουν καθόλου, και τις ασπρίζαμε με ασβέστη, για να φαίνεται το ΟΧΙ από το χωριό μας και από τα γύρω βουνά. Όχι! Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει!
Εμείς τα παιδιά χαιρόμασταν πάρα πολύ που φροντίζαμε και περιποιόμασταν το ΟΧΙ, εκεί να ειδή κανείς τραγούδια και χαρές. «Η δόξα με τα αθάνατα φτερά που στην Ελλάδα πάντα περπατεί…». «Πάνω εκεί στις Πίνδου μας τις κορφές, που θαρρείς τ' αστέρια φιλούνε, Της Πατρίδας λίγες αγνές μορφές, τα πυκνά σκοτάδια ερευνούνε…».
Εκτός από αυτό, κάναμε και λαμπαδηφορίες. Βρίσκαμε μπρίκια, τα τρυπάγαμε με πρόκα, και τα δέναμε σε ένα παλούκι επάνω. Μέσα στα μπρίκια βάζαμε στάχτη, και όποιος είχε, έριχνε πετρέλαιο, όποιος δεν είχε, έβαζε ρετσίνι, από τα βαρέλια του κρασιού. Το βράδυ, πηγαίναμε μαζί με τον δάσκαλο στο ΟΧΙ και ανάβαμε τα μπρίκια γύρω-γύρω από τα γράμματα, και έλαμπε ο τόπος όλος, έλαμπε η ψυχή μας και φωτιζόταν το μυαλό μας για προκοπή. Η χαρά μας, τότε, ήταν μεγάλη. Ζήτω η Ελλάς!... αντιλαλούσε από τη φωνή μας η πλάση όλη!
Βιωματική διήγηση και μνήμη,
Γεωργία Κ. Μπόρα (το γένος Στ. Βέργου)
21.10.2018
Πίνακας Ἀλέξανδρου Ἀλεξανδράκη.
Φωτo: από το Ιστολόγιο του Χρήστου Δημητρόπουλου
(ΕΚΜ)