«Κουφά» κουδούνια
(Παλιά, στο χωριό Σέρβου, τα «κούφαιναν» με γκάβαλα!)
Γράφει ο Βασίλειος Κων/ντή Σχίζας
Μέλος της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών
.
Με αφορμή το βιογραφικού περιεχομένου (αναμνηστικό) τευχίδιο, το οποίο συνέγραψε ο τελευταίος των Σερβαίων μαστόρων της πέτρας, Ηλίας (Λιάς) Παγκράτης του Αγγελή, υπό τον τίτλο «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΡΥΚΟΝΑ», αλλά και από προφορικές αφηγήσεις του ιδίου, ανασύρουμε πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία του χωριού Σέρβου, του παλιού Σέρβου της εποχής προ της εσωτερικής μετανάστευσης, στις 10ετίες του 1950/-60.
Τους μαστόρους, μέχρι τότε, τους έλεγαν συνθηματικά «κρέκονες» και την όλη διαδικασία, τη μαστοριά, την έλεγαν «κρεκονιά». Το χωριό τότε ήταν το μεγαλύτερο της Ηραίας. Στο σχολείο ο δάσκαλος (διαβαζούμενος στη γλώσσα των κρεκόνων), χτύπαγε την καμπάνα για 180 δασκαλόπουλα!
.
Κάθε νοικοκυριό είχε ένα ή δύο μουλάρια, ένα γουρούνι, ένα γαϊδούρι (όχι όλοι), κότες (πούλιζες στα κρεκόνικα), μερικοί από ένα σκύλο (χαβιερό), δυο-τρείς και περισσότερες γίδες (μαρτίνες) και προβατίνες, (δεν αναφερόμαστε στους επαγγελματίες αιγοκτηνοτρόφους (βελαζουράδες στα κρεκόνικα) που ο καθένας είχε κάποιες εκατοντάδες λιανώματα (κτήνη. Οι μαστόροι τα έλεγαν βελαζούρια).
Άλογα (περήφανα στα κρεκόνικα) εκτός από δυο-τρείς οικογένειες κατά καιρούς, γενικά δεν είχαν οι Σερβαίοι, αφού το χωριό είναι κακοτράχαλο, ομοίως και βοοειδή. Όλα αυτά τα ζώα (ζωντανά) ήσαν οικόσιτα και τα στάβλιζαν στο κατώι του σπιτιού. Από πάνω στο ανώγιο, έμεναν οι νοικοκυραίοι! Πολλές φορές, τα ζώα ξέφευγαν από την επιτήρηση και γύριζαν αδέσποτα στους δρόμους.
.
Είναι χαρακτηριστική η «ανακοίνωση/διαταγή!» του εμβληματικού προέδρου της Κοινότητας, Γιώκου Δάρα (Γιωκοντάρα), που το απόγευμα, πριν δύση ο ήλιος, χτύπαγε την καμπάνα της Κάτω Εκκλησιάς, οπότε έβγαιναν οι νοικοκυραίοι στις αυλές των σπιτιών για ν’ ακούνε, κι εκείνος απ’ το τουράκι της εκκλησίας (τότε ήταν γιαπί), φώναζε με στεντόρια φωνή:
«Τα γουδ(ρ)ούνια, (δεν μπορούσε να προφέρει το (ρ) ο αείμνηστος), να παδ(ρ)αλείψουν από τους δ(ρ)όμους. Αύδ(ρ)ιο θάδ(ρ)θουν οι χωδ(ρ)οφυλάκοι από τα Λαγκάδια και θα σας κάνουν μήνυση!».
.
Όλοι οι δρόμοι, μέσα στο χωριό και έξω προς τα χωράφια, ήσαν γεμάτοι από διάσπαρτα κόπρανα των οικόσιτων ζώων. Τα κόπρανα των μουλαριών (μαγκαρίνιων) και των γαϊδουριών (μπαχαβιόλων στα κρεκόνικα), τα έλεγαν γκάβαλα. Ήσαν ανεκτά στην οσμή τους, δεν ήσαν υδαρή και ήσαν καλό λίπασμα (φουσκί). Στεγνά (ξεραμένα) από τον ήλιο χρησίμευαν για προσάναμμα φωτιάς με τη χρήση φακού (κοίλου ή κυρτού και τις ακτίνες του ηλίου).
Το έντομο «σκαθάρι» φτιάχνει σβώλους, από «γκάβαλα»
(κόπρανα μουλαριών και γαϊδουριών), και τους μετακυλά.
.
Στους δρόμους, έβλεπες, εκείνα τα χρόνια, σκαθάρια μαύρα (είναι μεγάλα έντομα) να φτιάχνουν και να μετακυλούν σβώλους από γκάβαλα, στους οποίους γεννούσαν τα αυγά τους αλλά ήταν και τροφή τους. Και οι κοπριές των αιγοπροβάτων (κακαρά(ν)τζες), είναι στερεάς μορφής και ήταν πολύ καλό φυσικό λίπασμα (φουσκί).
.
Σε όλα τα ζωντανά, για να τα βρίσκουν όταν τα ελευθέρωναν για βοσκή στα χωράφια και στους χέρσους τόπους, κρεμούσαν κουδούνια.
.
Στα σκυλιά (χαβιερά τα έλεγαν οι κρέκονες) συνήθιζαν να βάζουν ειδικά κουδούνια, τα χάρβαλα, τα οποία ήσαν μικρά, ελαφριά και έβγαζαν έναν ιδιαίτερο ήχο.
Στο λαιμό των σκύλων κρέμαγαν ένα ειδικό ελαφρύ κουδούνι.
Στου Σέρβου αυτό το κουδοὐνι το έλεγαν "χάρβαλο".
Στα αιγοπρόβατα κρεμούσαν τροκάνια. Στα γαϊδούρια και στα μουλάρια, κρέμαγαν κουδούνια καλόηχα, ειδικά στα μουλάρια, ανάλογα με το μεράκι του ιδιοκτήτη.
Όταν το πρωί, νύχτα πριν ξημερώσει, πήγαιναν στους μύλους (υδρόμυλους) με τα γαϊδουρομούλαρα φορτωμένα με σιτάρια κ.ά. για άλεσμα, «κούφαιναν» τα κουδούνια, για να μην ανησυχούν τους συγχωριανούς, που κοιμόνταν. Το ίδιο έκαναν και οι «κρέκονες», οι μαστόροι, όταν ξεκινούσαν για το διήμερο και παραπάνω ταξίδι τους, προς τους μακρινούς τόπους, για αναζήτηση… δουλειάς, (αγιαδουλειά την έλεγαν). «Κουφά» κουδούνια ήσαν εκείνα που δεν έβγαζαν ήχο.
Τα «κούφαιναν» με γκάβαλα. Δηλαδή, τα γέμιζαν με γκάβαλα, με τα οποία ήταν γεμάτος ο τόπος! Έτσι, η «γλώσσα» του κουδουνιού ήταν ακίνητη και δεν χτυπούσε, στα εσωτερικά τοιχώματα του κουδουνιού, για να βγαίνει ήχος (κουδούνισνα).
Και σε θλιβερά γεγονότα, οι κρέκονες «κούφαιναν» τα κουδούνια. Ήταν ενέργεια λύπης ή πένθους!
.
Από το τευχίδιο του Ηλία Παγκράτη, μεταφέρουμε καταγεγραμμένο αφήγημα για μαστόρους (κρέκονες), από την παλιά Σερβιώτισσα, η οποία γεννήθηκε κάποια χρονιά της 10ετίας του 1870. Την Γκουτοπαναγιωτάκιαινα, γνωστή ως γριά Λουκού. Ήταν αδελφή του Ηλία Γιαννακόπουλου (Σκουρκολιά). Έμενε στο τελευταίο σπίτι, στο πάνω μέρος του χωριού.‘Έλεγε η γριά Λουκού : «Καλοί μαστόροι ήσαν οι Γκουταίοι και πολλοί από αυτούς, με τα χρόνια, άλλαξαν το όνομά τους σε Λιατσιοπουλαίους, Παγκραταίους, Μαραγκαίους κ.ά. Όλα αυτά τα σόγια έμεναν στην πάνω γειτονιά (μαχαλά) του χωριού. Πρωτοστάτησαν στην ανοικοδόμηση (το 1872) του Ναού της Ζωοδόχου Πηγής, στη θέση παλαιότερου στου Σέρβου.
Σερβαίοι μαστόροι (κρέκονες), ανοικοδόμησαν, στη θέση παλαιότερου, τον περίλαμπρο, ιστορικό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής.
.
Ξακουστός μάστορας ήταν ένας Γιώργης Γκούτης, πρόγονος των εμπόρων του Πειραιά Γεωργίου και Μιχάλη Γκούτη. Όλοι έχουν φύγει από τη ζωή. Αυτός ο μαστρο-Γιώργης πέθανε στη Μεσσηνία (Μεσσένια), όταν ήταν στη μαστοριά (κρεκονιά)! Τα αδέλφια του θέλησαν να μεταφέρουν το νεκρό στου Σέρβου, για τον ενταφιασμό. Ήταν δύσκολο, όμως, γιατί το ταξίδι ήταν μακρινό, δύο ημέρες και το σώμα του νεκρού πάνω από 24 ώρες θα αποσυντίθετο και θα ήταν δύσοσμο! Είχαν, όμως, θέληση και κατέστρωσαν σχέδιο για τη μεταφορά. Τάισαν καλά ένα γερό μουλάρι και πήραν μαζί τους για το δρόμο και ένα ντορβά (σάκος με ζωοτροφή, που κρεμόταν από το λαιμό του ζώου) με κριθάρι. Έφτιαξαν ένα είδος πρόχειρου κάρου, και πάνω μέσα σε μια κάσα (ας την πούμε φέρετρο) τοποθέτησαν τον νεκρό! Πήραν και από τ΄αφεντικά (κερέδες), δυο άλογα, για να σύρουν την κατασκευή, και σε λιγότερο από 24 ώρες ήσαν στο χωριό, στου Σέρβου. Στο χωριό μπήκαν με «κουφά» τα κουδούνια των ζώων, σε ένδειξη πένθους! Οι γυναίκες κουμαντάρισαν τον νεκρό και τον μοιρολόγησαν. Οι παλιές Σερβιώτισσες ήσαν καλές μοιρολογήτρες!
.
«Για βάλε μάη, για βάλε μάη,
Γιώργη μου, στο ράμμα, να σου πάει
να πάει καλά, ο τοί(νη)χος σου.
Μακριά τα πασαμάκια σου.
Να ’ρθεις το Πάσχα,
Να ’ρθεις το Πάσχα, πίσω, ρε Γιώργη μου.»
.
Ράμμα ήταν μεγάλος/μακρύς σπάγκος, μαστορικό εργαλείο δηλαδή, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι κρέκονες, για να κρατούν σε ευθείες και να αλφαδιάζουν τους τοίχους που έχτιζαν. Στις δυο άκρες του τοίχου (στις γωνίες κοντά στα αγκωνάρια), έμπηγαν από ένα μικρό ξύλο (μερικά εκατοστά μήκος), στο οποίο έδεναν τις άκρες του σπάγκου (ράμματος), τον οποίο τέντωναν, ώστε να είναι σε απόλυτη ευθεία και μικρή απόσταση, ένα - ενάμιση πόντους, μακριά από τον τοίχο, για να μην ακουμπάει στις πέτρες. Ήταν δηλαδή οδηγός. Το κάθε μικρό ξύλο στις άκρες του ράμματος το έλεγαν «μάη». (Μοιρολογούσαν λοιπόν οι γυναίκες: «βάλε μάη στο ράμμα σου, να πάει καλά ο τοίχος σου…»).
Το χτίσιμο γινόταν μια-μια πλευρά (τοίχο) του οικήματος (βέργα την έλεγαν την κάθε πλευρά). Έχτιζαν 60-70 εκατοστά ύψος και ανά δύο μέτρα μάκρος κ.ο.κ., αρχίζοντας από τη μια γωνία (αγκωνάρι) του τοίχου ως την άλλη γωνία. Αυτά τα δύο μέτρα τα έλεγαν «πασαμάκια». Όλα αυτά τα ήξεραν οι παλιές μοιρολογήτρες, γιατί πολλές γυναίκες Σερβιώτισσες πήγαιναν στη μαστοριά και δούλευαν μαζί με τους μαστόρους. Πολλοί άλλοι Σερβαίοι μαστόροι άφησαν τα κόκκαλά τους στους ξένους τόπους όπου δούλευαν!
.
Έχουμε λοιπόν ένα μεγάλο χρέος προς όλους τους πρόγονους Σερβαίους μαστόρους. Πρέπει να στηθεί ένα καλαίσθητο μνημείο, στο χωριό, και ο κάθε επισκέπτης να στέκεται μπροστά του σιωπηλός και να αποδίδει σεβασμό και τιμή στη μνήμη τους!
.
(ΕΚΜ)