Γ. Δ. Βέργου
Τώρα που πέρασαν πια τα χρόνια (είμαι γεννημένος το 1937) πολλές φορές αναπολώ τη ζωή στο χωριό, ιδιαίτερα την περίοδο της παιδικής μου ηλικίας, που πήγαινα στο δημοτικό σχολείο. Γι΄ αυτό σκέφτηκα να γράψω κάποια πράγματα που θυμάμαι, από εκείνη την περίοδο της μαθητικής μου ζωής. Ίσως, σε κάποιους πατριώτες (και όχι μόνο), από τις επόμενες γενιές, τα στοιχεία αυτά να έχουν κάποιο ενδιαφέρον.
Σε επόμενο άρθρο θα γράψω ότι θυμάμαι από τον ένα σχεδόν χρόνο, που πήγα στο Γυμνάσιο Λαγκαδίων.
Το 1943, λοιπόν, στην περίοδο της κατοχής γράφτηκα στην πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου, που ήταν εκεί που σήμερα είναι το ιατρείο του χωριού. Δάσκαλός μου ήταν ο αείμνηστος Χρήστος Ν. Δάρας, ένας ικανότατος εκπαιδευτικός. Επειδή ήξερα να διαβάζω κάπως, με «προβίβασε» μετά κάποιες ημέρες, στη Δευτέρα τάξη. Στην τάξη αυτή είχα για λίγο καιρό τον επίσης αείμνηστο δάσκαλο Βασίλη Δάρα. Για κακή μου όμως τύχη, μετά από κανά δυο μήνες το σχολείο έκλεισε, λόγω των γνωστών συνθηκών της εποχής, και παρέμεινε κλειστό για δύο χρόνια.
Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1945, σε ηλικία 8 χρόνων πήγα στο σχολείο, με πολλά άλλα παιδιά του χωριού. Μας χωρίσανε οι δάσκαλοι σε τάξεις και θυμάμαι που με βάλανε στην Τρίτη, επειδή ήξερα να διαβάζω, χωρίς να έχω τελειώσει ουσιαστικά τις δύο προηγούμενες τάξεις. Στα δύο χρόνια που δεν λειτουργούσε το σχολείο, κάπου είχε βρει ο πατέρας μου ένα παλιό βιβλίο και με έμαθε να διαβάζω.
Έξη μήνες μετά (Φεβρουάριος 1946), λόγω του ότι τα σχολεία ήταν κλειστά για δύο χρόνια και πολλά παιδιά ήσαν αρκετά μεγάλα, μας προβίβασαν όλους στην επόμενη τάξη. Έτσι, τον Ιούνιο του 1946 τελείωσα την Τετάρτη τάξη, χωρίς να έχω διδαχτεί όσα θα έπρεπε. Αν υποθέσουμε πως κάνουμε σύγκριση με τη σημερινή εκπαίδευση, είναι σαν τέλειωσα την πρώτη δημοτικού. Όχι πως δεν μας έκαναν καλή εκπαίδευση οι δάσκαλοί μας, αντίθετα, αλλά είμαστε πολλά παιδιά στην τάξη, χωρίς αναγνωστικό τα περισσότερα, χωρίς τετράδια, χωρίς μολύβια, χωρίς… χωρίς… Όποιο παιδί είχε κάποιο Αναγνωστικό, που δεν είχε καταστραφεί στην περίοδο του πολέμου, ήταν τυχερό. Συνήθως τα βιβλία τα έσκιζαν οι άντρες του σπιτιού (πατέρας, παππούς) για να στρίψουν το τσιγάρο τους, επειδή δεν έβρισκαν χαρτί! Θυσία δηλαδή το βιβλίο του παιδιού στον …καπνό του τσιγάρου!!. Απίστευτο και όμως αληθινό.
Από το φθινόπωρο του 1946, δασκάλους είχαμε τους αείμνηστους Δημήτριο Ν. Σχίζα από το χωριό και Βάσω Σωτηροπούλου από τη Ζάτουνα. Δυστυχώς όμως, κατά το τέλος της σχολικής χρονιάς ο Δημήτριος Ν. Σχίζας, μετακόμισε για την Αθήνα και μείναμε μόνο με τη Σωτηροπούλου, 200 και παραπάνω παιδιά. Εγώ στην έκτη τάξη είχα αριθμό μαθητολογίου 210, που σημαίνει ότι πριν από εμένα εκείνη τη χρονιά είχαν γραφτεί άλλα 209 παιδιά. Για κάποιο διάστημα, πάντως, οι αντάρτες είχαν «διορίσει» δάσκαλο, τον αείμνηστο Γιώργο Αναστασόπουλο, ο οποίος ελάχιστες φορές θυμάμαι να μας έκανε μάθημα. Το σχολικό έτος 1946-1947 και 1947-1948, είχαμε πλέον κανονικά σχολείο. Εγώ ακολουθούσα τους γεννηθέντες το 1936 και ακόμη μεγαλύτερα παιδιά, λόγω του ότι δεν λειτουργούσε το σχολείο τα προηγούμενα χρόνια. Θυμάμαι μεγαλύτερα παιδιά τον Γιώργο Ι Κωνσταντόπουλο (Γκαβόγιαννη), τον Χρήστο Π. Παγκράτη, το Γιώργο Αθ. Σχίζα (Θωμά), το Μιχάλη Στ. Σχίζα και τον αείμνηστο Μήτσιο Ι. Σχίζα (Τσιέφτη). Σίγουρα θα υπήρχαν και κάποια ακόμη.
Τελείωσα το δημοτικό το 1948 «τσάτρα-πάτρα» αφού ο εμφύλιος βρισκόταν στο φόρτε του και λίγο πολύ είχαν διαλυθεί τα πάντα. Άλλο να το λέει κανείς σήμερα, και άλλο να το ζει εκείνη την εποχή. Τα σχολεία εκείνη τη χρονιά, ήταν εντελώς κλειστά, δημοτικά και γυμνάσια, σε όλη την περιοχή. Λειτουργούσαν μόνο όπου υπήρχε στρατοκρατούμενη περιοχή. Στη Δημητσάνα π.χ. λειτουργούσαν τα σχολεία. Όμως, και εκεί τα πράγματα δεν ήσαν καθόλου εύκολα για πολλούς λόγους. Τα παιδιά π.χ. από τα διάφορα χωριά που πήγαιναν εκεί στο Γυμνάσιο είχαν πρόβλημα, γιατί οι αντάρτες κυνηγούσαν την οικογένειά τους. Για να συνεχίσουν, λοιπόν, το σχολείο έπρεπε να μετακομίσει όλη η οικογένεια στη Δημητσάνα, ως «ανταρτόπληκτοι», όπως τους λέγανε. Καταστάσεις που δεν μπορεί να φανταστεί κανείς σήμερα. Από το χωριό μας, πάντως, νομίζω πως πήγαιναν δυο-τρία παιδιά στο Γυμνάσιο, που έμεναν στη Δημητσάνα. Δεν θυμάμαι ακριβώς ποια ήταν. Τον Μάρτιο του 1949, αφού είχε τελειώσει ο εμφύλιος στην Πελοπόννησο, άνοιξε το δημοτικό σχολείο στο χωριό μας καθώς και το γυμνάσιο Λαγκαδίων. Έτσι πήγαν στα Λαγκάδια κάποια παιδιά από το χωριό και γράφτηκαν στην Α΄ τάξη του Γυμνασίου, αλλά δεν προβιβάστηκαν τον Ιούνιο, λόγω «μη επαρκούς εκπαίδευσης», αφού παρακολούθησαν μαθήματα μόνο 3 μήνες.
Τελικά, το Σεπτέμβριο του 1949, πήγαμε από το χωριό στα Λαγκάδια, πάνω από 10 παιδιά. Περάσαμε όλα τις εξετάσεις του Ιουνίου. Οι εξετάσεις που μας έκαναν, ήταν μαθηματικά τις τέσσερες πράξεις, ένα κείμενο που μας υπαγόρευαν για ορθογραφικά λάθη και νομίζω μας έβαλαν να διαβάσουμε λίγο και από κάποιο Αναγνωστικό. Έτσι βρεθήκαμε 16 Σερβιωτόπουλα στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου Λαγκαδίων, εκείνα δηλαδή που δώσαμε εξετάσεις τον Ιούνιο και εκείνα που είχαν γραφτεί τον Μάρτιο και δεν προβιβάστηκαν. Τα περισσότερα (13), ασφαλώς είμαστε αγόρια, είχαμε όμως και τρία κορίτσια: Αναλογία 4:1 περίπου, αρκετά καλή, για τα δεδομένα και τις αντιλήψεις εκείνης της εποχής.
.
Χαρακτηριστικό για την διαφορετική αντιμετώπιση του αγοριού, έναντι του κοριτσιού, είναι και το εξής, που συχνά ακούγαμε στο χωριό. Όταν μια οικογένεια αποκτούσε ένα νέο μέλος, ρωτούσαν τη μάνα ή τον πατέρα:
Τι έκανες;
Αν η απάντηση ήταν «αγόρι», η ευχή που δίνανε ήταν:
«να σας ζήσει, να σας ζήσει».
Αν η απάντηση ήταν «κορίτσι» η ευχή ήταν:
«να είναι καλά ο πατεράκος της»!
Υπάρχουν βέβαια και "χειρότερα". Στην Κρήτη π.χ. κάποιοι πατεράδες όταν άκουγαν πως η γυναίκα τους γέννησε κορίτσι ...πέρνανε τα βουνά!
Να είναι καλά δηλαδή ο πατεράκος, να μπορεί να δουλέψει και να της φτιάξει την προίκα και να την παντρέψει! Αντίθετα στην περίπτωση του αγοριού, αυτό θα βοηθούσε και στο να φτιαχτεί η προίκα!
Τα κορίτσια, λοιπόν, συμμαθήτριες μας ήσαν:
-Φανή Αθ. Παναγοπούλου,
-Ελένη Χρ. Παπαγεωργίου και
-Καλλιόπη Αν. Σχίζα (Παπαναστάση).
Τα 13 αγόρια είμαστε (7 εν ζωή και 6 αείμνηστοι):
-Γεώργιος Δ. Βέργος
-Τάκης Ευθ. Δημητρόπουλος,
-Γιώργος Αθ. Σχίζας (Θωμά),
-Γιάννης Θ. Σχίζας,
-Μιχάλης Στ. Σχίζας,
-Θανάσης Ι. Στρίκος,
-Ανδρέας Δ. Τσαντίλης
και οι αείμνηστοι
-Γιάννης Γ. Δάρας (Στρατηγός),
-Μανώλης Γ. Δημόπουλος,
-Γιώργος Β. Μαραγκός,
-Νίκος Κ. Κωνσταντόπουλος,
-Ηλίας Χ. Παπαγεωργίου και
-Γιώργος Ηλ. Παρασκευόπουλος.
Σε όλη την Α’ Τάξη του Γυμνασίου εκείνη τη χρονιά, είμαστε 90-95 παιδιά, από τα Λαγκάδια και τα γύρω χωριά (τα βλαχάτσια όπως μας έλεγαν οι Λαγκαδινοί). Από αυτά 20-22 ήσαν κορίτσια και τα υπόλοιπα αγόρια. Όλα βέβαια, σε ένα τμήμα. Εκτός από εμάς της Α’ Τάξης, εκείνη τη χρονιά, από το χωριό πήγαιναν ακόμα τέσσερα αγόρια. Στην Ε’ τάξη, (εβδόμη την ονόμαζαν), ο Χρήστος Αθ. Παναγόπουλος (πολιτικός μηχανικός), και ο αείμνηστος Θοδωρής Κ. Τρουπής (δάσκαλος, λογοτέχνης). Στη Β’ τάξη, (Δ’ Τάξη την ονόμαζαν), πήγαινε ο στρατηγός ε.α. της Αστυνομίας Θοδωρής Γ. Τρουπής (Γιωργιού) και ο αείμνηστος Μίμης Θ. Τρουπής, (Αλούπη). Στη Δημητσάνα νομίζω πως πήγαιναν 2-3 παιδιά, όχι όμως στην Α΄ τάξη (σίγουρα ο Ηλίας Παναγόπουλος, του "Πανταλέχου").
Στα Λαγκάδια έμεινα μόνο ένα χρόνο γιατί ο πατέρας μου με σταμάτησε όταν τέλειωσα την πρώτη τάξη, παρόλο που τέλειωσα με πολύ καλό βαθμό, για να τον βοηθήσω στη δουλειά (μου είπε) ώστε να σπουδάσει ο μικρότερος αδερφός μου και να …παντρέψουμε τα κορίτσια.
Έτσι ήσαν τα πράγματα τότε, στα δικά μας χωριά, και ας μη φανεί παράξενο στη σημερινή νεολαία. Η οικογένεια ήταν σφιχτά δεμένη. Ο ένας για όλους και όλοι για έναν. Αρκεί να σκεφτεί κανείς, πως σε πολλές περιπτώσεις, την προίκα που έπαιρνε ένα κορίτσι όταν παντρευόταν δεν την χρησιμοποιούσε το ζευγάρι να φτιάξει τη ζωή του, αλλά έκανε κουμάντο ο πεθερός της νύφης και τη διέθετε συνήθως να παντρέψει τη δική του κόρη. Μπορεί βέβαια, και η προίκα που πήρε η νύφη να ήταν από προίκα του αδερφού της κ.ο.κ. Απίστευτα για τη σημερινή εποχή, που όχι μόνο δεν υπάρχει το «προικώο», αλλά η νύφη κάνει κουμάντο 100% στη δική της περιουσία.
ΕΝΑ ΣΧΕΔΟΝ ΧΡΟΝΟ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΑΓΚΑΔΙΩΝ
(χιμ)