.Γεώργιος Δ. Βέργος

   Πριν τον πόλεμο του 1940 νομίζω πως υπήρχε τηλέφωνο στο χωριό μας, με μία γραμμή (ένα σύρμα) που λειτουργούσε με γείωση από το χωριό Παλούμπα. Για το λόγο αυτό, η επικοινωνία ήταν προβληματική, τις περισσότερες τουλάχιστον φορές. Με την έλευση των Γερμανών καταστράφηκαν οι γραμμές. Είχαν μείνει μόνο οι κολόνες και κάπου κάπου τα σύρματα. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί (1944) ξανά-επισκευάστηκε το σύστημα και για κάποιο διάστημα (μέχρι τις αρχές του εμφυλίου 1946-1947) είχαμε ξανά τηλέφωνο.

Το πρώτο τηλέφωνο, μετά που έφυγαν οι Γερμανοί ήταν μια μεγάλη συσκευή εγκατεστημένη στο σχολείο πάνω σε ένα τραπέζι, και κάτω είχε δυο γυάλινα βάζα με χημικά, που προφανώς έδιναν ηλεκτρικό ρεύμα. Το μικρόφωνο ήταν ενσωματωμένο εμπρός επάνω στη συσκευή και το ακουστικό είχε τη μορφή μικροφώνου. Γι’ αυτό όταν μιλούσαν ήταν πολύ κοντά στη συσκευή. Το χειριζόταν ο δάσκαλος αείμνηστος Δημήτριος Ν. Σχίζας. Μάλιστα, όταν καλούσαν για κάποιο θέμα και δεν ήταν καλή επαφή, την ώρα του μαθήματος, θυμάμαι δυσανασχετούσε και πολλές φορές «μουρμούριζε» γιατί δεν καταλάβαινε τι του λέγανε και μονολογούσε:

   Τι να πω τώρα; Κι αν δεν είναι έτσι;      

          

Όταν μετατέθηκε ο δάσκαλος μας για την Αθήνα, το τηλέφωνο το ανέλαβε η αντικαταστάτριά του δασκάλα, αείμνηστη Βάσω Σωτηροπούλου από τη Ζάτουνα, που δίδαξε για πολλά χρόνια στο χωριό μας.

   Στη διάρκεια του εμφυλίου κόψανε τη γραμμή και για αρκετά χρόνια δεν υπήρχε τηλέφωνο στο χωριό.

   Γύρω στο 1952-53, έφεραν καινούρια γραμμή με δύο σύρματα από τα Λαγκάδια, και η επικοινωνία συνήθως ήταν αρκετά καλή. Το νέο τηλέφωνο το εγκατέστησαν στο καφενείο του αείμνηστου Παναγή Παναγόπουλου (Πανταλέχου), όπου παρέμεινε για πολλά χρόνια και το χειριζόταν ο Παναγής. Όταν αυτός έφυγε για την Αθήνα το τηλέφωνο το χειριζόταν ο πατέρας του ο «μπάρμπα Γιάννης», που συνέχισε να λειτουργεί το καφενείο. Η τηλεφωνική συσκευή που έφεραν τότε ήταν ένα φορητό τηλέφωνο από αυτά που χρησιμοποιούσε ο στρατός. Είχε μια «πεταλούδα» που για να ακούσει ο «άλλος» έπρεπε να την «πατάει» αυτός που μιλούσε, πράγμα δύσκολο, προ παντός για τις γυναίκες.

 

   Η διαδικασία της τηλεφωνικής επικοινωνίας, κυρίως από την Αθήνα (ή από άλλη πόλη) με το χωριό, γινόταν συνήθως κάπως έτσι:

Έπαιρνε π.χ. κάποιος τηλέφωνο από τη Αθήνα για να μιλήσει με τους δικούς του, αν υπήρχε κάποιος λόγος!

Σήκωνε ο «μπάρμπα-Γιάννης» το ακουστικό και του έλεγε να ξαναπάρει σε μια ώρα (ή το απόγευμα), για να ειδοποιήσει στο σπίτι να έρθει κάποιος στο τηλέφωνο. Πώς να ειδοποιήσει όμως; Αν τυχόν πέρναγε κάποιο παιδί απ’ έξω το έστελνε στο σπίτι να πει στην κυρά να έρθει στο τηλέφωνο. Αν δεν είχε άλλο τρόπο, έβγαινε στο μπαλκονάκι του καφενείου και φώναζε, για παράδειγμα: 

-Πού είσαι Πανάγο; (τον Πανάγο το Ρουσιά που είχε το μαγαζί στην περιοχή της Ζαχαρούς)

   -Τι έναι Γιάννη; απλογιόταν ο Πανάγος, που είχε βγει στο δρόμο.

   -Βάλε μια φωνή στην «Τάδε», να ‘ρθει σε μια ώρα στο τηλέφωνο, πήρανε από την Αθήνα.

   -Που είσαι μωρή ….., φώναζε δυνατά ο Πανάγος, για να ακούσει η κυρά στο κάτω χωριό…. (Τις γυναίκες στο χωριό εκείνη την εποχή τις φώναζαν συνήθως με το όνομα του άντρα τους! π.χ. τη μάνα μου την φώναζαν "Μητσιοβέργαινα"...)

  -Όταν πήγαινε η γυναίκα στο καφενείο περίμενε μέχρι να ακουστεί το τηλέφωνο. Αμέσως ο «μπάρμπα-Γιάννης» έβαζε το βύσμα στη συσκευή και αφού διαπίστωνε πως ήταν το τηλέφωνο που περίμενε, φώναζε την κυρά να πάει να μιλήσει.

   -Βάλτο στ’ αυτί και μίλα.

   -Δεν ακούω ρε Γιάννη, έλεγε η κυρά, που πιθανότατα δεν είχε ξανά δει τηλέφωνο.

   -Πάτα τη πεταλούδα, με τα δάχτυλα  (Εκείνο το πρώτο ακουστικό είχε μια «πεταλούδα», που έπρεπε να την πιέσεις με τα δάχτυλα για να μιλήσεις).

   -Τι πεταλούδα μου λες; Η κυρά ήξερε …τις πεταλούδες στην αυλή του σπιτιού της.

   Τελικά, με τη βοήθεια του «μπάρμπα» κατάφερνε να μιλήσει η κυρά και την άκουγε φυσικά όλο το καφενείο και οι περιστατικοί, αφού το τηλέφωνο ήταν σε μια ξύλινη ψευτοκατασκευή στο μπαλκόνι, που μετά βίας χωρούσε ένας άνθρωπος!

   Άλλες πάλι φορές ο «μπάρμπα-Γιάννης» πήγαινε στην πλατεία της «Ράχης» και φώναζε για να ειδοποιήσει κάποιον στον πάνω μαχαλά, ιδιαίτερα αν υπήρχε ανάγκη.

Πάντως, με αυτό το τηλέφωνο μίλαγε και ο Peter (Παναγιώτης Τσαντίλης) με το γιό του Μήτσιο στην Αμερική!

 

    Όταν έκλεισε το καφενείο (γύρω στο 1971-72), το τηλέφωνο μεταφέρθηκε στο κοινοτικό γραφείο, που στην αρχή λειτουργούσε στο υπόγειο του «Παναγά» (Πανάγου Σχίζα), που ήταν δίπλα από το σπίτι του Παπα-Αμαστάση. Στη συνέχεια και αφού χτίστηκε το κοινοτικό γραφείο, σε χώρο που παραχώρησε ο Παπαναστάσης στην πλατεία, το τηλέφωνο μεταφέρθηκε εκεί και το χειριζόταν ο πρόεδρος του χωριού, που εκείνη την εποχή και για αρκετά χρόνια ήταν ο Ηλίας Αθ. Σχίζας.

   Κάποια περίοδο το τηλέφωνο ήταν στο μαγαζί του Μαρίνη Ρουσιά, που σήμερα είναι καφενείο-ταβέρνα και το λειτουργεί ο γιος του Γιάννης.

Τελευταίος, πάντως, που λειτούργησε το κοινοτικό τηλέφωνο, πριν μπουν τηλέφωνα στα σπίτια,  ήταν ο δάσκαλος Γιάννης Κ. Ρουσιάς.

Σε όλους αυτούς που λειτούργησαν το πρώτο και μοναδικό τηλέφωνο του χωριού, και εξυπηρέτησαν τους πατριώτες, αξίζει ένα μεγάλο «μπράβο».

 

    Λίγα χρόνια αργότερα, περί το 1975, βάλανε «αυτόματο» τηλέφωνο με μετρητή στην πλατεία, που όμως είχε τεράστια προβλήματα λειτουργίας.

Τα τηλέφωνα στα σπίτια του χωριού τοποθετήθηκαν πολύ αργότερα (1996), όταν έγινε το υπάρχον ασύρματο τηλεφωνικό κέντρο (αναμεταδότης) στο Νεκροταφείο. Στο 112 φύλλο της εφημερίδας «Αρτοζήνος», (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1997), αναφέρονται τα ονόματα 138 πατριωτών (Σέρβου-Αράπηδες), που έβαλαν τηλέφωνο στο σπίτι τους. Από αυτά ελάχιστα λειτουργούν σήμερα (ίσως ο αριθμός να αντιστοιχεί σε μονοψήφιο νούμερο), αφού όλοι (σχεδόν) οι πατριώτες κυκλοφορούν πλέον με το κινητό στην τσέπη, εδώ και …αρκετά χρόνια. Πολλοί μάλιστα, ιδιαίτερα νεότεροι έχουν συσκευές smart  (ξύπνιες) για να έχουν …πολλές-πολλές εφαρμογές.

 

Πάντως, η εξέλιξη της τεχνολογίας στον τομέα των κινητών τηλεφώνων είναι ραγδαία και το κινητό πλέον δεν χρησιμοποιείται μόνο ως τηλέφωνο, αλλά και για πληθώρα άλλων εφαρμογών (ίντερνετ κλπ). Κάθε τόσο και καινούριο μοντέλο κινητού κυκλοφορεί στην αγορά, που έχει τεράστιες δυνατότητες, πέραν της ομιλίας..

   

(ΧΙΜ)

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.