.
Γ. Δ. Βέργος, Χ. Ι. Μαραγκός
(Τα ονόματα που αναφέρονται είναι τυχαία).
1. Ο Μήτρος και η Μήτραινα
-Ε, Μήτρο ξύμα (ξύπνα), φώτισε, δεν άκουσες τον κόκορα; Λάλησε δυο φορές!
-Άσε με μωρή! Άργησα να κοιμηθώ το βράδυ, δεν το είδες;
-Αν το είδα λέει; Βρωμούσες κρασίλα, με ποιον τα έπινες πάλι; Κάθε βράδυ αυτά θα ‘χουμε;
-Τι να κάνω ρε γυναίκα, βρήκα μερικούς φίλους που ήρθαν από τη Μεσαίνια (Μεσσηνία) και είχαμε πολλά να πούμε. Άστα, ήρθαν απένταροι, δεν τους πήγε καλά το ταξίδι…
-Σήκω τώρα και άστα αυτά. Μήπως κι εσύ έφερες τίποτα από το τελευταίο ταξίδι; Έξι μήνες έλειπες και τι έφερες; Ούτε δυο σάκινες αλεύρι δεν πήραμε με τα λεφτά που έφερες. Πως θα τα βγάλουμε πέρα; Μέχρι που να βγάλουμε τον Αλωνάρι (Ιούλιο), τι θα τρώμε;
-Από το πρωί μέχρι το βράδυ δουλεύω, να μην πιώ και ένα ποτήρι κρασί;
-Καλά-καλά! Που θα πας σήμερα, τι θα κάνεις; δεν έχουμε και ξύλα και ο καιρός έ(ι)ναι άσκημος, δεν λέει να γλυκάνει.
- Τι να κάνω ρε γυναίκα; Ε(ι)ναι δύσκολες εποχές, λες κι εγώ δεν ήθελα να φέρω περισσότερα;
Θα πάω στο χωράφι, έχει πέσει μια μάντρα να την μαζέψω και θα κόψω και καμιά κλάρα πουρνάρι να φέρω για τις γίδες και κανά φόρτωμα ξύλα. Τι να κάνουμε, χρονιά έ(ι)ναι θα περάσει...
-Καλά, εγώ σηκώνουμε να μπουρμπουλιάσω λίγο τραχανά.
(Το καθημερινό πρωινό φαγητό στο χωριό μας).
Α! δεν έχω νερό, ποιος το ήπιε, το βράδυ είχε κάμποσο το βαρέλι.
-Ποιος να το πιει ρε γυναίκα! Εγώ το βράδυ που ήρθα, έπλυνα τα πόδια μου, βρωμούσαν ό(υ)λη μέρα στα άρβυλα. Από αχάραγο μέχρι που σουρούπωσε δούλευα ο δόλιος…
2. Η Μήτραινα με τα παιδιά της
-Μαρία, ε, Μαρία, ξύμα να πας να φέρεις μια βαρέλα νερό να φτιάσουμε τον τραχανά, γλήγορα, γιατί θα βαρέσει η καμπάνα να πάνε τα παιδιά στο σκολιό.
-Καλά ρε μάνα και είχα μια νύστα, σηκώνουμε…
(Ο τραχανάς έγινε, το βάλανε στα πιάτα και άρχισαν να τρώνε).
-Τι χαζεύεις Γιωργιά και δεν τρως; Άκουσες την καμπάνα που βάρεσε; Θα αργήσεις στο σκολιό και θα σε βάλει πάλι τιμωρία ο δάσκαλος.
-Δεν θέλω να πάω στο σκολιό ρε μάνα (κλαίγοντας), κάθε ημέρα εγώ πηγαίνω. Ας πάει και η Μαρία μια φορά!
-Η Μαρία, τα ‘μαθε όσα έπρεπε να μάθει, δεν χρειάζεται να μάθει κι άλλα, τώρα θα πάει με τα μαρτίνια. Θα ψοφήσουνε μέσα. Κάνε γλήγορα γιατί έχω κι άλλες δουλειές να κάνω, θέλω να πάω στο ρέμα να πλύνω τα σκουτιά…
-Γιάννη, εσύ τι κάθεσαι; Θα πας σήμερα στο σκολειό, ή θα πας να βοηθήκεις τον πατέρα σου;
-Δεν ξέρω ρε μάννα, σήμερα έχουμε δύσκολο μάθημα. Φυσική και δεν έχω διαβάσει κιόλας…
-Γιατί δεν διάβασες, ρε μαμούρι; Τι έκανες χτες;
-Διάβασα, αλλά δεν μπορώ να τα καταλάβω, έλειπε και ένα φύλο από το βιβλίο…
-Γιατί δεν τα προσέχεις τα βιβλία σου παιδάκι μου; Δεν έχουμε λεφτά να πάρεις άλλα, δεν βλέπεις τι γίνεται, ούτε ψωμί δεν έχουμε. Πρόσεχε λίγο κι εσύ, μεγάλο παιδί είσαι πια…
-Τα προσέχω ρε μάνα , αλλά ο πατέρας μαζί με τον παππούλη μου το έσκισαν το φύλλο να στρίψουν το τσιγάρο τους, γιατί δεν έβρισκαν άλλο χαρτί…
-Κι εσύ γιατί τους άφηνες ρε ανεχρόνιαγο;
-Τους είπα ρε μάνα, μη το σκίζουν, αλλά που εκείνοι… Μου είπαν, ας μάθω τα άλλα από το βιβλίο. Αλλά αυτό το φύλλο δεν είχε και πολλά γράμματα, είχε μια ζωγραφιά…
-Καλά, μην πας τότε για να μην πάρεις και κακό βαθμό. Άιντε μαζί με τον πατέρα σου, να μάθεις και τη μαστοριά.
Δεν θα σε κάνω πια και δάσκαλο!!
(Ο Γιάννης τελικά πήγε με τον πατέρα του στο χωράφι να χτίσουνε τη μάντρα).
3. Η Μήτραινα με τη γειτόνισσα.
-Θειά Μήτραινα, ε ρε θειά, που είσαι;
(φώναξε η γειτόνισσα).
-Έλα Κωσταντού, εδώ είμαι.
-Ρε θειά, ήθελα να μου έδινες το προζύμι σου να ζυμώσω, γιατί το δικό μου το φάγανε τα ποντίκια. Μόλις ζυμώσω θα σου δώκω αμέσως από το καινούριο.
-Έλα να στο δώκω, νέα νοικοκυρά είσαι και εσύ, τι να σε κάνω! Να σε διώξω δεν κάνει, σιγά-σιγά θα μάθεις κι εσύ, όπως μάθαμε ό(υ)λες….
(Στη συζήτηση, ρώτησε η Κωσταντού τη Μήτραινα, πως πάνε τα παιδιά στο σκολιό).
-Πως πάνε τα παιδιά στο σκολιό θειά Μήτραινα;
-Πως να πάνε Κωσταντού μου, δε βαριέσαι όσα μάθουν, εφέτος πάει και ο Κωστάκης μας, το στερνοπούλη μας, το μαναράκι μου, να ιδούμε τι θα κάνει κι αυτός…
-Δε μου λες, τα ζούδια (γράμματα), τα γνωρίζει;
-Άλλα γνωρίζει, άλλα όχι. Το Ο, το Α, το Ε, και το Ι τα γνωρίζει. Εκείνο που μοιάζει με σφεντόνα (Υ), δυσκολεύεται. Το ζου, το ξου και κάτι άλλα περίεργα δεν τα γνωρίζει, τι να πω, μερικά ούτε κι εγώ δεν τα γνωρίζω. Δε βαριέσαι, ότι μάθουν, να μεγαλώσουν λιγούλι κι ας πάνε κοντά στον πατέρα τους, στη μαστοριά… Όσο για τις τσιούπες (κορίτσια), δεν χρειάζεται να ξέρουν και πολλά γράμματα, φτάνει να είναι προκομμένες στις όξω-δουλιές, να μάθουν να μαγειρεύουν, να πλένουν, να ξέρουν τις άλλες δουλειές του σπιτιού και να βρεθεί κανένα νοικοκυρόπαιδο να τις κάνουμε …πέρα.
Νοικοκυράδες Κωσταντού μου να γενούνε, απε τα γράμματα…
(Όλες τις γυναίκες του χωριού τις φώναζαν με το όνομα του άντρα τους: Μήτραινα, η γυναίκα του Μήτρου, Κωσταντού η γυναίκα του Κωσταντή κλπ).
4. Ο γιος με τη μάνα
(Ο Κωστάκης γύρισε το μεσημέρι από το σχολείο. Η μάνα του είχε πάει να φέρει νερό με το βαρέλι, ζαλωμένη βέβαια).
-Ήρθες Κωστάκη μου; Έλα παιδάκι μου να φας.
-Τι φαί έχουμε ρε μάνα;
-λάχανα έχουμε σήμερα, αλλά για πες μου τι έμαθες στο σχολείο;
-Πάλι λάχανα ρε μάνα; Χτες φάγαμε λάχανα, δεν τα θέλω…
-Άμα δεν τα θέλεις πάρε ψωμί και ελιές και φάει, έχουμε και αρμιά, δεν είχα τίποτα άλλο να μαγειρέψω… Για πες μου τι έμαθες σήμερα, τι σας είπε ο δάσκαλος;
-Καλά ρε μάνα, θα φάω λάχανα, τι να κάνω, από τα άλλα έ(ι)ναι καλύτερα…
-Μάνα σήμερα, ο δάσκαλος μας έμαθε το γράμμα που ε(ί)ναι μετά το Α και μας είπε ότι έ(ι)ναι το Βού και μας έδειξε ένα βό(ι)δι, που το πρώτο γράμμα του ε(ί)ναι το Βού. Μετά μας έμαθε το Γού και μας έδειξε μια κατσούλα και μας είπε ότι τη λένε γάτα. Εγώ σήκωσα το χέρι μου και του είπα ότι η μάνα μου κι ο πατέρας μου κατσούλα τη λένε. Μου είπε ότι το κανονικό όνομα είναι γάτα και όχι κατσούλα. Τι να κάνω ρε μάνα, ποιον να πιστέψω; Ποιο έ(ι)ναι το σωστό;
-Δεν ξέρω παιδάκι μου, εγώ κατσούλα την ξέρω, έτσι τη λένε ο(ύ)λοι στο χωριό κι η μάνα μου και η γιαγιά (η πεθερά της), κατσούλα τη λένε, τι να σου ειπώ. Για να το ειπεί όμως ο δάσκαλος, τι να ειπώ και εγώ, να ρωτήσουμε ταχιά και τον πατέρα σου, κάτι θα ξέρει κι αυτός, στη μαστοριά που γυρίζει…
Όλα σχεδόν τα σπίτια στο χωριό
εκείνη την εποχή είχαν 2-3 "ζα".
(συνήθως ένα γαιδούρι και ένα μουλάρι).
Χωρίς τα ζώα αυτά δεν μπορούσε
να λειτουργήσει η οικογένεια.
|
5. Ο Γιάννης με τη μάνα του
(Το απόγευμα ήρθε κι ο Γιάννης από το χωράφι με το μουλάρι φορτωμένο με ξύλα).
-Μάνα, έλα να ξεφορτώσουμε τα ξύλα, δεν μπορώ μοναχό μου.
-Που έ(ι)ναι ο προκομμένος ο πατέρας σου; Γιατί ήρθες μοναχός σου;
-Βρήκε το φίλο του το Λια όταν ερχόμαστε και πήγαν να πιούν ένα ποτήρι κρασί και θα έρθει μου είπε γλήγορα.
-Το γλήγορα του πατέρα σου παιδάκι μου το ξέρω… Ας έρθει μέχρι τις δέκα και βλέπουμε…
6. Ο Μήτρος γυρνάει σπίτι παρέα με το Λιά.
(Μαζεύτηκε η οικογένεια το βράδυ, εκτός από τον πατέρα, φάγανε και τοιμαζόσαντε για ύπνο.
Αργά κάποια ώρα, σίγουρα μετά τις δέκα, ακούστηκαν κάποια τραγούδια στο δρόμο.
Τη Μήτραινα τη ζώσανε τα φίδια, που λέγανε στο χωριό μας).
-Αχ! Πάλι μεθυσμένος έρχεται ο προκομένος ο πατέρας σας, λέει στα παιδιά, αλλά γιατί να τραγουδάει; Μόνος του να έ(ι)ναι; Για να ιδούμε…
Σε λίγο μπαίνει ο Μήτρος στο σπίτι με το φίλο του το Λιά «πιωμένοι» αγκαλιασμένοι και τραγουδώντας.
-Που είσαι μωρή, άναψε τη λάμπα, ήρθα με το Λιά, είπαμε να συνεχίσουμε λίγο το κρασάκι μας, γιατί τα μαγαζιά κλείσανε. Άιντε λίγο γλήγορα, γιατί διψάω…
-Πάλι μεθυσμένοι ήρθατε με το Λιά;
- Άμα διψάς πάρε το κανάτι και πιες νερό να ξεδιψάσεις και θα πα να πιάσω και κρασί. Τι να κάνω η μαύρη, θα πάω στο βαγένι, αλλά όπως το πας εσύ, θα τελειώσει γοργά κιογλήγορα. Και μετά θα ειδούμε…
(Πήρε το κανάτι ο Μήτρος, ήπιε νερό και σε λίγο έκανε εμετό).
-Αχ! Ρε γυναίκα τι μου έκανες. Εγώ κρασί σου ζήτησα όχι νερό. Είδες τι μου έκανε το νερό σου; Κι άλλη φορά το έχω πάθει ο μαύρος. Με το κρασί πίνεις πάλι κρασί, όχι νερό.
Αχ με πονάει και το κεφάλι μου, για φέρε μια στάλα κρασί.
-Τι να σου ειπώ καημένε μου! Έχεις χάρη που έ(ι)ναι ο Λιάς μπροστά, αλλιώς θα άκουγες τα σκολιανά σου, αλλά θα τα ειπούμε ταχιά την αυγή, δεν πάει άλλο…
7. Γάτα ή κατσούλα;
Την άλλη μέρα , που ο Μήτρος ήταν ξεμέθυστος και όλη η οικογένεια είχε μαζευτεί το βράδυ στο σπίτι, ρωτάει η Μήτραινα για την απορία του παιδιού, σχετικά με την κατσούλα, αν την λένε και γάτα.
-Εδώ ο Κωστάκης μας είπε ότι στο σκολειό ο δάσκαλος τους έδειξε μια κατσούλα και τους είπε ότι τη λένε γάτα. Εγώ του είπε ότι ό(υ)λοι στο χωριό κατσούλα τη λένε, εσύ τι λες; Ποιο έ(ι)ναι το σωστό;
-Κι εγώ ρε γυναίκα κατσούλα την ξέρω.
Θυμάμαι όμως όταν ήμουνα στη Μεσαίνια, πήγαμε να φάμε ένα βράδυ και είπε ο μαγαζιάτορας στη γυναίκα του να διώξε από το τραπέζι τη γάτα, γιατί θα μας κάνει ζημιά. Εκείνη της φώναξε ψιτ, ψιτ, και η κατσούλα έφυγε. Πρέπει να έχει δίκιο ο δάσκαλος, τι να ειπώ και εγώ, έτσι θα έ(ι)ναι.
Αλλά, τι σημασία έχει μορ-γυναίκα, αν τη λένε γάτα ή κατσούλα! Ποντίκια πιάνει;
.
(Όλοι σχεδόν οι άντρες εκείνη την εποχή έπιναν το κρασάκι τους στα μαγαζιά του χωριού, το βράδυ που γύριζαν από τις αγροτοκτινοτροφικές δουλειές τους. Ελάχιστοι ήσαν εκείνοι που έπιναν πολύ, όπως ο «Λιάς και ο Μήτρος», και αυτό όχι συχνά).
.
.(ΧΙΜ)