(Από το βιβλίο του Θεόδ. Α. Γιαννόπουλου:
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΟΥ.
Η ΠΕΙΝΑ ΤΟΥ 1941-42).
Θυμάμαι, κατά τον Γενάρη του 1942. Ήρθανε στο χωριό δυο αδέρφια παπουτσήδες, οι Λανήδες από τα Λαγκάδια. Εγκαταστάθηκαν έξω από την παράγκα του Φλεβάρη (στο χωριό Μυγδαλιά ή Γλανιτσιά), απλώσανε τα πετσιά και τα εργαλεία τους κι αρχίσανε να μπαλώνουν και να σολιάζουν παλιά παπούτσια. Ο μεγάλος αδερφός -Γιώργη τον λέγανε-ένας πανύψηλος άντρας έκοβε την τιμή, τρείς ως πέντε οκάδες σιτάρι το ζευγάρι, δούλευε σιγανοτραγουδώντας και που και που πέταγε το καλαμπούρι του, σαν γνήσιος Λαγκαδιανός.
Έχοντας από μικρός αδυναμία στα καλαμπούρια, τον πλησίασα. Γνωριστήκαμε κάπως καλύτερα, τον κένταγα και, χωρίς να το προγραμματίσουμε, συναγωνιζόμαστε στα …καρφιά.
Λαγκαδινός γαρ εκείνος, Γλανιτσιώτης εγώ. Με τη διαφορά πως εγώ ήξερα πολλά καλαμπούρια για Λαγκαδινούς που δεν τα ΄ξερε ο Γιώργης. Και συνέχεια του την έφερνα. Πολύ του άρεσε το παρακάτω:
Ένα καλοκαίρι ο τότε διευθυντής του διδασκαλείου της Σπάρτης κι αργότερα προϊστάμενός μου γενικός επιθεωρητής Μιχάλης Μιχαλόπουλος ήθελε ν΄ αγοράσει ένα ψαθάκι (μπαγιασόν). Έψαξε σ΄ όλη την Αθήνα, έφαγε τα θρέμπελα, αλλά δεν βρήκε. Γιατί είχε μεγάλο και τετραγωνικό κεφάλι. Τελικά κατάληξε στην Τρίπολη, σ΄ ένα παλιό καπελάδικο δίπλα στον Άγιο Δημήτριο. Εκεί βρήκε ένα που του πήγαινε κουτί.
Ο γέρο καπελάς ήξερε καλά την δουλειά του κι άρπαξε την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την περίσταση. Ζήτησε λοιπόν τα διπλά λεφτά απ΄ ότι πουλιούνταν τα συνηθισμένα καπέλα.
Ο Μιχαλόπουλος δε είπε τίποτε. Γύρισε να φύγει, για να προφτάσει το αυτοκίνητο για τα Λαγκάδια. Μόλις έβγαλε το ένα του πόδι έξω από την πόρτα, του λέει ο καπελάς:
-Παρ΄το , κύριε, γιατί με το κεφάλι που ΄χεις δε θα βρεις καπέλο, σ΄όλη την Ελλάδα κι αν ψάξεις.
-Γιατί , μήπως εσύ θα βρείς άλλο κεφάλι σαν το δικό μου, για να το πουλήσεις; Απάντησε ο πολύστροφος Λαγκαδινός.
Σαν είδα τα γέλια που ΄κανε ο Γιώργης με το καλαμπούρι, ξεθάρρεψα:
-Τι λες , Γιώργη, του λέω, ήρθε η σειρά να σολιάσεις και τις δικές μου αρβύλες;
Ο Γιώργης έγινε απότομα σοβαρός. Πήρε το αυστηρό επαγγελματικό του ύφος και λέει:
-Έχεις πράμα Θοδωράκοοο: ***
( Η παράταση των φθόγγων της τελευταίας συλλαβής είναι γνώρισμα των Λαγκαδινών)
-Δεν καταλαβαίνω τι λές. Έκανα το χαζό.
-Πράμα είναι το είδος, Θοδωράκοοοο. Δεν το ξέρεις;
-Όχι δεν το ξέρω, Και ποιο είναι το είδος, Γιώργη;
-Τήρα τι φέρνουν οι άλλοι, Θοδωράκο και πράξεεε.
-Οι άλλοι φέρνουν ότι έχουν και διαθέτουν. Να φέρω κι εγώ από το είδος που διαθέτω, Γιώργη;
-Μπρόβο, Θοδωράκο το κατάλαβεεες. Είπε ο Γιώργης και μισογέλασε, χωρίς να πάει ο νους του στην παγίδα που του ΄στησα.
-Εντάξει, Γιώργη, αφού θες και το δικό μου είδος, άκου. Μόνο να μην τα στρίψεις ύστερα. Κι άρχισα να κλίνω το ρήμα σολιάζω. Ενεστώς: Σολιάζω, σολιάζεις, σολιάζει…. Παραατατικός: εσόλιαζον, εσόλιαζες…..
-Τι έπαθες Θοδωράκοοο; Για δασκαλούδι με πέρασεεες;
-Όχι , Γιώργο. Μα εγώ δάσκαλος είμαι. Και αυτό είναι το είδος μου. Σου διαθέτω λοιπόν όσο θές . Μέχρι κι ανώμαλα ρήματα. Ξέρεις, Γιώργη, από ποιο ρήμα παράγεται η μετοχή «Μολών» που είπε ο Λεωνίδας στον Ξέρξη; Μη μου πεις ότι δεν ξέρεις τον Λεωνίδα;
Του άρεσε του Γιώργη το καλαμπούρι. Μα η δουλειά δουλειά.
-Καλά , Θοδωράκο, μου την έσκασεεεες. Άλλο όμως τούτο και άλλο το άλλοοο. Έτσι δεν ξοφλήσαμε ακόμααα. Εγώ θέλω από το είδος της μάσααας. Αν δεν έχεις σιτάρι εσύ, φέρε κριθάρι, φέρε αραποσίτιιι. Κατάλαβες τώρααα;
-Εντάξει, Γιώργη. Σ΄ευχαριστώ πολύ! Ας μείνουν οι δικές μου αρβύλες ξεσόλιαστες . Να ιδώ τη ψυχή θα παραδώκεις…
Δουλέψανε τρείς –τέσσερις μέρες οι Λαγκαδινοί παπουτσήδες. Γεμίσανε τέσσερις σάκινες φίσκα σιτάρι, χώρια το κριθάρι και το αραποσίτι. Σώσανε και το πολύ πετσί, κάτι τσόντες μόνο τους μείνανε. Κι ετοιμάζονταν να τα μαζέψουν. Στο μεσοδιάστημα κείνο ο Γιώργης με λοξοτήραγε. Εγώ έκανα πως δεν τον έβλεπα και χάζευα αλλού. Κάποια στιγμή δεν κρατήθηκε και μου φώναξε:
-Άιντε, Θοδωράκοοο, φέρε τις αρβύλες σουουου. Τι να σε κάνωωω. Βλέπεις ότι και οι δυό μας στο ίδιο λεβέτι βράζουμεεε. Μη με παραξηγάαας.
-Δεν σε παραξηγάω, Γιώργη, καταλαβαίνω.
Έδωσα τις αρβύλες, τις σόλιασε ο Γιώργης. Τον πλήρωσα με ένα μάτσο χιλιάρικα, τον χιλιοευχαρίστησα, είπα να κλείσω τη γνωριμία μας με το τελευταίο καλαμπούρι και τον ρώτησα με προσποιητή αφέλεια:
-Δεν μου είπες και το άλλο, Γιώργη… Λέω να ρθω ίσιαμε τα Λαγκάδια (απόσταση γύρω τα 12-15 χιλιόμετρα), Τι λες, θα με βγάλουν οι αρβύλες;
-Αν έρθεις τούτη βδομάδα, Θοδωράκοοο, θα σε βγάλουν. Για την άλλη δεν εγγυέμαιαιαι. Απάντησε στη στιγμή ο Γιώργης κι έσκασε κάτι γέλια που τραντάξανε την παράγκα.
(Για την Αντιγραφή Βαγγέλης Κ. Χριστόπουλος)
.
(ΧΙΜ)
Αναρτήθηκε από per gathttps://resources.blogblog.com/img/icon18_email.gif" >