Γ. Δ. Βέργος.
Με την ευκαιρία του χιονιού, που έπεσε τον φετινό Φεβρουάριο (2021) σε όλη τη χώρα, θυμήθηκα πάμπολλες περιπτώσεις χιονόπτωσης στο χωριό μας, τα παλιότερα χρόνια.
Μάλιστα, κάποιες φορές δεν προλάβαινε να λειώσει το πρώτο χιόνι και αμέσως έριχνε δεύτερο και τρίτο. Στην ιστορία του χωριού μας θα μείνει το χιόνι που έπεσε τον Φεβρουάριο του 1956, ως η πλέον σημαντική χιονόπτωση που εγώ θυμάμαι. Τότε, άρχισε να χιονίζει από αρχές Φεβρουαρίου και να ρίχνει πολύ χιόνι. Σε δυο μέρες έριξε τόσο πολύ, που σε κάποια σημεία μέσα στο χωριό, μπορεί να ξεπέρασε και το ένα μέτρο.
Τα προβλήματα πάρα πολλά, τόσο για τους ανθρώπους όσο και τα ζώα κάθε οικογένειας. Οι κάτοικοι του χωριού είχαν βέβαια κάποιες προμήθειες, όμως όχι για πολλές ημέρες. Το ίδιο συνέβαινε και στα μαγαζιά του χωριού, που οι προμήθειες ήσαν περιορισμένες. Το μαγαζί του πατέρα μου (Μητσιο-Βέργου) είχε περί τις 50 σάκινες αλεύρι, αλλά το Φεβρουάριο πουλούσε 100 τη βδομάδα! Πόσο να φτάσει;
Σχετικά, πάντως, με τη φετινή χιονόπτωση, δημιουργήθηκαν σοβαρά προβλήματα, ιδιαίτερα στην Αττική. Παρόλο που η χιονόπτωση κράτησε 2-3 μέρες στην Αττική, η πτώση δένδρων (πάνω από 1700) και η κοπή καλωδίων της ΔΕΗ άφησε πολλές περιοχές με χιλιάδες κατοίκους (αναφέρθηκε πως ξεπέρασαν τις 75.000 νοικοκυριά), για αρκετές ημέρες, χωρίς ρεύμα και νερό, ιδιαίτερα στα βόρεια και δυτικά προάστια.
(Στις φωτογραφίες φαίνονται χιονισμένα τοπία σε περιοχές της Β. Αττικής, την δεύτερη ημέρα (17-2-2021) της χιονόπτωσης
Η χιονόπτωση το 1956, επέμενε εβδομάδες .
Περίμενε το χωριό να περιοριστεί η χιονόπτωση, ο καιρός όμως δεν έλεγε να καλυτερεύσει. Αντίθετα η χιονόπτωση συνεχιζόταν. Έτσι, σε λίγες μέρες τελείωσαν σχεδόν όλα τα απαραίτητα είδη πρώτης ανάγκης στα μαγαζιά, κυρίως ζάχαρη, γάλα (ζαχαρούχο που αγόραζαν για τα μωρά, διότι είχαμε τότε περισσότερες από είκοσι γεννήσεις το χρόνο) και το σπουδαιότερο …τα τσιγάρα. (το μαγαζί του πατέρα μου πουλούσε τσιγάρα με την άδεια που είχε ενοικιάσει, του Σπήλιου Δημόπουλου, που ήταν συνταξιούχος ανάπηρος πολέμου).
Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο, και με τον καιρό συνεχώς να επιδεινώνεται, ο τότε πρόεδρος του χωριού αείμνηστος Γιώκος Δάρας έστελνε καθημερινά τηλεγραφήματα στη Νομαρχία, ζητώντας να γίνει διάνοιξη του δρόμου. Αλλά τότε ήταν πολύ λίγα τα μηχανήματα που είχε η Νομαρχία και προτεραιότητα είχε η διάνοιξη σε κεντρικότερους δρόμους. Εξ άλλου κάθε μέρα έριχνε και καινούριο χιόνι.
Είδε και απόειδε ο πανάξιος πρόεδρος «Γιώκο-Ντάρας» και γύρω στις 12 του μηνός, έστειλε ένα τηλεγράφημα που έκανε «πάταγο» και για χρόνια το συζητούσαν στο χωριό μας και στη γύρω περιοχή. Έλεγε το τηλεγράφημα:
Πεθαίνομεν απαξ-άπαντες, άνθρωποι και κτήνη,
αποστείλατε ή ρίψατε τρόφιμα.
Έτσι κινητοποιήθηκε ο κρατικός μηχανισμός και μετά μια-δυο μέρες ήρθε ένα στρατιωτικό αεροπλάνο (Ντακότα) και έριξε στο πάνω μέρος του χωριού σακιά με σιτάρι, αλεύρι και καλαμπόκι για τα ζώα. Αν θυμάμαι καλά, έριξε γύρω στις δυο χιλιάδες οκάδες. Νομίζω πως οι χειριστές αυτού του αεροσκάφους, σκοτώθηκαν μετά μερικές ημέρες, όταν συνετρίβη το αεροσκάφος στην περιοχή του όρου Δίρφυς, σε αποστολή πάλι ρίψης τροφίμων σε αποκλεισμένες περιοχές. Συμπτωματικά, λίγες μέρες αργότερα, στις 19 Φεβρουαρίου ήταν προγραμματισμένες και έγιναν οι βουλευτικές εκλογές.
Τα παιδιά του χωριού και τα γυμνασιόπαιδα.
Τα παιδιά του χωριού εκείνη την εποχή συμμετείχαν σε όλες τις δουλειές της οικογένειας. Κουβαλήσουν νερό από τη βρύση, έβγαζαν τα ζωντανά να βοσκήσουν, έφερναν ξύλα κλπ. κλπ. Εκείνο το Φεβρουάριο με το πολύ χιόνι, δημιουργήθηκε και πρόβλημα με τα παιδιά που πήγαιναν στο Γυμνάσιο Λαγκαδίων, γιατί έμειναν από τρόφιμα, αφού πέρασαν δυο Κυριακές που δεν πήγε κανείς και τα παιδιά δεν μπορούσαν να έρθουν στο χωριό. Ούτε υπήρχε και δυνατότητα επικοινωνίας. Ότι κάνανε οι σπιτονοικοκυρές των παιδιών, που δεν θα αφήνανε νηστικά «τα βλαχάτσια» όπως έλεγαν οι Λαγκαδινοί τα παιδιά, από τα γύρω χωριά. Ήσαν περί τα 50-60 παιδιά από το χωριό μας, που πήγαιναν στο Γυμνάσιο. Μεταξύ αυτών ήταν και ο αδερφός μου.
Πάμε Λαγκάδια.
Γύρω στις 15 Φεβρουαρίου σταμάτησε να ρίχνει πολύ χιόνι, αλλά παντού ήταν παγωμένο. Όσοι μπορούσαν πήγαν στα Λαγκάδια να δουν τα παιδιά τους και να τους πάνε και προμήθειες. Έτσι αποφασίσανε και οι δικοί μου γονείς να πάω εγώ στα Λαγκάδια, μαζί με τον ξάδερφό μου Νίκο Τρουπή (Αλούπη), που και αυτός είχε δυο αδέρφια στο Γυμνάσιο. Πήραμε, λοιπόν, δυο σακούλια ο καθένας στον ώμο, με ψωμί και ότι άλλο είχαμε και κατά τις 9 με 10 ξεκινήσαμε από το χωριό. Ο ένας μπροστά, ο άλλος πίσω, περάσαμε την τρανηβρύση και ανεβήκαμε προς το βουνό. Παντού χιονισμένα, χωρίς να διακρίνουμε κάπου δρόμο. Το χιόνι ήταν παγωμένο σχεδόν παντού και πατούσαμε επάνω, χωρίς να έχουμε πρόβλημα. Περάσαμε την κορυφή του βουνού «λεσιά» και πέσαμε στην κατηφοριά της «τσικούλας» χωρίς να αντιμετωπίσουμε κάτι σημαντικό. Περάσαμε το ποτάμι «μπούφη» και πήραμε την ανηφοριά προς τον «Αγιώργη», που έμεναν όλα σχεδόν τα Σερβιωτόπουλα.
Βρήκαμε τα παιδιά, που ήταν όλα καλά και χαρούμενα γιατί δεν είχαν σχολείο, τους δώσαμε τις προμήθειες που κουβαλήσαμε και μετά πήγαμε στην αγορά, για να πάρουμε μερικά πράματα που μας είχαν πει οι δικοί μας, και να φύγουμε πριν μας πάρει το βράδυ. Εγώ πήρα πέντε οκάδες ζάχαρη, δέκα κουτιά ζαχαρούχο γάλα και το σπουδαιότερο δυο πακέτα τσιγάρα του ενός κιλού (το κάθε πακέτα είχε δέκα κούτες και κάθε κούτα 88 τσιγάρα, χύμα). Ανάλογα πράγματα είχε πάρει και ο Νίκος. Σύνολο δηλαδή περί τα 15 κιλά ο καθένας. Στα μαγαζιά που περνούσαμε μας γνώριζαν οι Λαγκαδινοί και μας χαιρετούσαν, διότι οι πατεράδες μας τους τροφοδοτούσαν για πολλά χρόνια με κρασί. Μάλιστα, μας κερνούσαν και από ένα κονιακάκι για να ζεσταθούμε, όπως έλεγαν. Ήπιαμε τα ποτηράκια μας, ο Νίκος περισσότερα (25 χρονών αυτός, 19 εγώ), και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
«Παναγιά μου βόηθα»
Τώρα όμως τα πράγματα δεν ήταν όπως το πρωί. Είμαστε κουρασμένοι, φορτωμένοι με πολύ βάρος και το σπουδαιότερο είχαμε την ανηφόρα της «τσικούλας». Επί πλέον το χιόνι είχε μαλακώσει και τα πόδια μας βρεγμένα μέχρι το γόνα, βουτούσαν στο χιόνι και έφταναν στο τέρμα, γεμάτα λάσπη. Την κατηφοριά μετά τον Αγιώργη και μέχρι το ποτάμι την κατεβήκαμε εύκολα. Όμως βλέπαμε απέναντι την ανηφοριά και μας κυρίευσε κάποιος φόβος. Περάσαμε από το εκκλησάκι του Αγιονικόλα που ήταν στο δρόμο μας, κάναμε το σταυρό μας και ζητήσαμε από τον Άγιο να μας βοηθήσει να πάμε στα σπίτια μας.
Όταν κωλύσαμε απέναντι και πιάσαμε την ανηφοριά της πλαγιάς, τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν. Αρχίσαμε να αγχωνόμαστε ποιο πολύ και να σκεφτόμαστε αν υπάρχει άλλη λύση. Μας φάνηκε πως το απέναντι καταράχι είχε λιγότερο χιόνι, και έτσι αποφασίσαμε να αφήσουμε τη βουνοπλαγιά της «τσικούλας» και να πάμε από την απέναντι πλαγιά. Εκεί όμως τα πράγματα ήσαν χειρότερα, γιατί δεν υπήρχε μονοπάτι, ούτε τα πρωινά μας πατήματα, που θα υπήρχαν εκεί που κατεβήκαμε το πρωί την πλαγιά. Μας έκοψε κρύος ιδρώτας, αλλά τι να κάνουμε. Να γυρίζαμε πίσω και να πηγαίναμε από τον ίδιο δρόμο; Μπροστά γκρεμός και πίσω ρέμα. Αποφασίσαμε τελικά να προχωρήσουμε και «ο θεός βοηθός».
Περπατούσαμε-περπατούσαμε αργά και σταθερά, ο ένας μπροστά και ο άλλος πίσω, με τα σακούλια στην πλάτη και κάθε τόσο πέφταμε στο χιόνι γιατί δεν καταλαβαίναμε που πατάμε. Όταν φτάσαμε στη μέση περίπου της πλαγιάς ο Νίκος δεν μπορούσε πλέον να προχωρήσει άλλο, και μου ζήτησε να σταματήσουμε για λίγο, να ανασάνουμε. Εκεί «τα χρειαστήκαμε» και μας κυρίευσε μεγάλος φόβος, πως μπορεί να μην τα καταφέρουμε να βγούμε επάνω και «ψυχή» δεν υπήρχε πουθενά στον ορίζοντα. Πράγματι, μείναμε όρθιοι κουνώντας χέρια και πόδια για 5-10 λεπτά, και μετά ξεκινήσαμε πάλι, αφού εγώ τον βοήθησα και πήρα λίγο από το βάρος του.
«Δόξα το θεό».
Αγκομαχώντας με αργά βήματα και με συχνές στάσεις και δίνοντας ο ένας κουράγιο στον άλλο, κάναμε δυο ώρες να ανεβούμε την ανηφόρα, που με καλές συνθήκες έφτανε μισή ώρα. Όταν φτάσαμε στην κορυφή, άρχισε να σκοτεινιάζει, αλλά είχαμε πια ξεθαρρέψει και πήραμε κουράγιο. Πήραμε βαθιές ανάσες, είπαμε «δόξα το θεό», και εξαντλημένοι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε στην πλαγιά του Σερβόβουνου. Στο κάτω-κάτω, αν χρειαζότανε να βάλουμε και καμία φωνή απόγνωσης, μπορεί κάποιος βοσκός η περαστικός να μας άκουγε, στον ατέλειωτο λευκό ορίζοντα. Την ώρα που φτάσαμε πάνω από τα χωράφια, στο δρόμο που κατεβαίνει προς την τρανή βρύση, ανακουφισμένοι κάπως, βλέπουμε από μακριά ένα «τσούρμο» από άντρες να έρχονται προς το μέρος μας! Ήταν οι πατεράδες μας μαζί με καμιά δεκαριά ακόμη, που ανησύχησαν και έρχονταν να δουν τι γίναμε, γιατί αργήσαμε. Μας πήραν τα σακούλια, εμείς τους είπαμε το πάθημά μας, και κάποιοι άρχισαν να σταυροκοπιούνται και να μας λένε πως είμαστε τυχεροί, γιατί από κει που πήγαμε δεν θα μας έβρισκε κανείς αν μας έχωνε το χιόνι!
Τέλος καλό, όλα καλά
Στον ξάδερφό μου Νίκο.
Πάντα θυμάμαι αυτή την περιπέτεια, όπως την θυμάται και ο Νίκος και όταν σμίγουμε τη φέρνουμε ξανά στη μνήμη μας. Όμως, έτσι ήταν η ζωή τότε στο χωριό, με πολλές δύσκολες περιπέτειες και αγώνα ζωής, όχι μόνο των ηλικιωμένων, αλλά και των παιδιών.
Ας είμαστε καλά ξάδερφε και να θυμόμαστε όλα αυτά που ζήσαμε στο χωριό, εκείνα τα δύσκολα χρόνια, που όλα είναι βαθειά χαραγμένα στη μνήμη μας. Τα «πέτρινα» εκείνα χρόνια, που όμως, με πολύ αγώνα και οικογενειακή σύμπνοια, τα καταφέραμε, τα βγάλαμε πέρα και προκόψαμε.
(Μιας και πρόσφατα έχασες τη σύντροφο της ζωής σου, την αγαπητή και πάντα χαμογελαστή Αγγέλω, θέλω να σε συλλυπηθώ ξανά και να σου ευχηθώ κουράγιο).
Στη μνήμη της, αφιερώνω αυτό το άρθρο.
.
(χιμ)