Γ. Δ. Βέργος
Ο γιος του Μήτρου στο σχολείο.
Ρωτάει στο σχολείο του χωριού μας ο δάσκαλος το Γιάννη, το γιο του Μήτρου (φανταστικά ονόματα πατριωτών).
-Για πες μου Γιάννη, πως λένε τους γονείς σου;
-Τον πατέρα μου κύριε τον λένε Μήτρο και τη μάνα μου Μήτραινα.
-Τη μάνα σου τη φωνάζουν Μήτραινα επειδή τον πατέρα σου το λένε Μήτρο, το κανονικό της όνομα, ποιο είναι;
-Σας είπα κύριε, όλοι Μήτραινα τη λένε.
-Ο πατέρας σου πως τη φωνάζει;
-Μωρή….
-Δεν είναι παιδί μου το όνομά της αυτό, το μεσημέρι που θα πας στο σπίτι θα τη ρωτήσεις και αύριο θα μας το πεις.
-Καλά κύριε.
Υπάκουος ο Γιάννης στην εντολή του δάσκαλου, ρωτάει τη μάνα του όταν πήγε σπίτι.
-Ρε μάνα, με ρώτησε ο δάσκαλος πως σε λένε και εγώ του είπα Μήτραινα και μου είπε πως δεν σε λένε έτσι. Έχεις και άλλο όνομα;
-Αχ ρε μαμούρι, Μαρία με βαφτίσανε.
-Και γιατί ρε μάνα τότε σε φωνάζουν όλοι Μήτραινα και ο πατέρας μωρή;
-Δεν ξέρω παιδάκι μου, όλες τις γυναίκες στο χωριό έτσι τις φωνάζουν «μωρή», …τι να σου πω…
Πήγε την άλλη μέρα στο σχολείο και είπε στο δάσκαλο με περηφάνια το πραγματικό όνομα της μάνας του.
Τώρα, γιατί πολλοί άντρες στο χωριό εκείνη την εποχή, φώναζαν τις γυναίκες τους «μωρή», δεν ξέρω. Λέτε για να μην παίρνουν θάρρος; (μωρή=ανόητη)
Ο Μήτρος στην Αθήνα.
Αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Μήτρος ήρθε στην Αθήνα για κάποια δουλειά. Όταν γύρισε στο χωριό, εκεί που καθόντουσαν με άλλους πατριώτες τον ρώτησαν, να τους πει τα νέα από την πρωτεύουσα:
-Τι είδες ρε Μήτρο στην πρωτεύουσα, για πες μας κι εμάς που δεν έχουμε πάει;
-Τι να σας πω ρε παιδιά.
Σπίτια πολλά έχει η Αθήνα, όπου και να κοιτάξεις σπίτια, σπίτια. Πολλά και μεγάλα, όχι σαν τα δικά μας.…
Οι δρόμοι είναι μεγάλοι και ίσιοι. Από την Ομόνοια να πας στην Ακρόπολη, μια μεγάλη ευθεία…
και πολλά αυτοκίνητα. Για να πάνε μια απόσταση από το χωριό μέχρι το Σουληνάρι παίρνουν το λεωφορείο… Λες και θα πάθουν τίποτα να περπατήσουν λίγο…
άλλο πράμα η Αθήνα…
-Πήγες στην Ομόνοια, πολλά έχουμε ακούσει…
-Πήγα και εκεί. Να δείτε κόσμο, όπως απολάει εδώ η απάνω εκκλησιά… Λεφούσι…
(Στη φωτογραφία, η πλατεία Ομονοίας εκείνα τα χρόνια)
Η «λιάρα» προβατίνα στην τηλεόραση.
Οι προβατίνες στο χωριό είχαν και αυτές το όνομα τους. Λιάρα λέγαμε την προβατίνα ή την γίδα, που είχαν τρίχωμα άσπρο και μαύρο.
Περί το 1970, που συνεχιζόταν ακόμη η μετανάστευση των πατριωτών, έφυγαν για την Αθήνα ο Μήτρος και ο Λιάς με τις οικογένειές τους, και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που υπήρχαν πολλοί πατριώτες, κάπου στη δυτική Αττική.
Μια μέρα η Μήτραινα, επισκέφτηκε τη Λιού να πιούνε καφέ και να πούνε τίποτα χωριάτικο… Όταν ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Μήτραινα μέσα βλέπει στην τηλεόραση της Λιούς τη λιάρα προβατίνα, που έβλεπε και στη δική της τηλεόραση. Έκπληκτη τη ρωτάει:
-Μόρ Μήτραινα, εφτούνος (αυτός) με τη λιάρα προβατίνα ήτανε και στη δική μας τηλεόραση. Πότε πρόφτασε και ήρθε εδώ;
-Που να ξέρω η μαύρη, πως γίνονται αυτά τα πράματα;
Πάμε για αρραβώνες. Ποιος είναι ο γαμπρός;
Έγινε το συνοικέσιο για τον πατριώτη μας, με νύφη «ξενοχωρίτισσα».
Το ανακοίνωσε ο υποψήφιος γαμπρός στο δικό μας χωριό και η νύφη στο δικό της. Έγιναν οι σχετικές προετοιμασίες και τη Κυριακή το πρωί κίνησε το μισθωμένο λεωφορείο από το χωριό μας, με τους καλεσμένους του γαμπρού, για το χωριό της υποψήφιας νύφης.
Στο σπίτι της νύφης είχανε πάρει όλα φωτιά, για να καλοδεχτούνε τους συμπεθέρους και να αφήσουν καλές εντυπώσεις. Συγγενείς, γείτονες φίλοι, όλοι επί ποδός… Μια θειά πλησιάζει τη νύφη και τη ρωτάει:
-Παιδάκι μου είναι καλός ο γαμπρός;
-Ρε θειά, αν δεν ήτανε καλός θα τον έπαιρνα; Πολύ καλός είναι και ωραίος.
-Και πως θα τον γνωρίσω εγώ, που δε βλέπω και καλά παιδάκι μου, για να του ευχηθώ;
-Θα τον γνωρίσεις ρε θειά. Θα φοράει κουστούμι, που δεν νομίζω να φοράει άλλος (ήτανε καλοκαίρι με πολύ ζέστη) και είναι και όμορφος.
Τα έδεσε αυτά τα δύο η θειά στο μυαλό της και περίμενε με ανυπομονησία τον ωραίο νέο, με το κουστούμι.
Έφτασε το λεωφορείο στο χωριό, κατέβηκαν οι συμπεθέροι και άρχισαν οι χαιρετούρες με τα καλωσορίσματα και αυτά που λένε σε αυτές τις περιπτώσεις, …καλωσήρθατε, η ώρα η καλή, κλπ.
Εκεί στην αναμπουμπούλα που χαιρετιόντουσαν όλοι, πλησιάζει και η θειά της νύφης τον ωραίο νέο με το κουστούμι και του λέει:
-Καλώς το γαμπρούλι μας, να ζήσετε σαν τα ψηλά βουνά, μας παίρνεις το καλύτερο κορίτσι, φτούσου, φτούσου...
-Τι λες ρε θειά; απαντάει αυτός.
-Δεν είμαι εγώ ο γαμπρός, πίσω είναι αυτός που θα πάρει το καλύτερο κορίτσι του χωριού σας.
-Μα η ανηψιά μου είπε ότι θα φοράει κοστούμι και είναι ωραίος, όπως είσαι εσύ.
-Δεν είμαι εγώ ρε θειά και μη με φτύνεις. Νάτος ο γαμπρός, με το κουστούμι και μάλιστα πολύ ωραίος.
-Καλά παιδάκι μου, να είσαι καλά.
-Δε μου λες, παντρεμένος είσαι;
-Όχι ρε θειά, ελεύθερος είμαι…
-Τότε και στα δικά σου παιδάκι μου. και αν θέλεις έχουμε κι άλλα καλά κορίτσια στο χωριό μας, να σου δώσουμε κι εσένα ένα να νοικοκυρευτείς και να έχει κι η ανιψιά μου παρέα…
-τι λες;
-Να είσαι καλά θειά, θα το σκεφτώ!.
Και έβαλαν όλοι τα γέλια…
Επρόκειτο για τον αγροτικό γιατρό του χωριού, που ήταν καλεσμένος του γαμπρού. Φορούσε και αυτός κοστούμι και ήταν ωραίος…
Όχι δεν πήρε γυναίκα από αυτό το χωριό. Ήτανε άλλη η τυχερή…
.
(ΧΙΜ)