.Γ. Δ. Βέργος, Χ. Ι. Μαραγκός
(1) Λεφούσι ο κόσμος.
Μετά το 1950, που είχε τελειώσει και ο εμφύλιος και τα πράγματα είχαν κάπως ομαλοποιηθεί, όλο και κάποια γυναίκα από το χωριό πήγαινε στην Αθήνα. Έτσι πήγε και η Μήτραινα στην πρωτεύουσα για μερικές ημέρες, να δει την κόρη της που ζούσε εκεί με την οικογένειά της.
Όταν γύρισε στο χωριό, τη ρωτούσανε οι άλλες γυναίκες, τι είδε στη μεγάλη πόλη.
-Τι να σας πω μόρ γυναίκες. Κόσμος, κόσμος πολύς, άλλο πράμα…
Πήγα ένα πρωί με το γαμπρό μου -χρυσό παιδί- με το τρένο στην Ομόνοια. Εγώ φοβήθηκα γιατί το τρένο σε κάποιες μεριές πήγαινε μέσα στη γη, και ήτανε ολοσκόταδο-πίσσα. Όταν κατεβήκαμε στην Ομόνοια, ανεβήκαμε σκάλες, σκάλες, πολλές σκάλες, τι να σας πω. Και ένα παράξενο, ο θεός να με συγχωρέσει. Η τελευταία σκάλα ήτανε σιδερένια. Ανεβήκαμε στο πρώτο σκαλί και εκείνο ανέβαινε μόνο του.
-Σώπα μορ σύ,
λέει η ….αινα.
-Στο σταυρό που σας κάνω,
Απαντάει η Μήτραινα.
-Εκεί να δείτε μωρ γυναίκες κόσμος, λεφούσι σας λέω… Πως απολάει η απάνω εκκλησιά. και όλοι καλοντυμένοι και βιαστικοί. Φαίνεται ότι σε κάποιο πανηγύρι πηγαίνανε! Αλλά δεν κατάλαβα γιατί άλλοι πηγαίνανε από δω και άλλοι από κει. Εμείς όταν πάμε σε πανηγύρι πάμε όλοι από τον ίδιο δρόμο!
(2) Ο «Μπήλιος ο Τούρκος».
Ο Μήτρος είχε ένα μουλάρι, το «μπήλιο», που ήταν πάρα πολύ ζόρικο και αντιδραστικό. Με τίποτα δεν μπορούσε να το «βραχειάσει», να το κουμαντάρει. Τις ποιο πολλές φορές που προσπάθησε να το καβαλικέψει, τον είχε ρίξει κάτω. Για να το φορτώσει έπρεπε να έχει και κάποιον άλλον να το κρατάει.
Έτσι αναγκάστηκε να του βάλει αλυσίδες στα μπροστινά πόδια (πεδούκλι) και να το κρατάει με σιδερένιο χαλινάρι στο καπίστρι.
Είδε και απόειδε ο άνθρωπος και τελικά αποφάσισε να πάει στο πανηγύρι στην Τεγέα το δεκαπενταύγουστο, να το πουλήσει.
Τελικά δεν πουλήθηκε ο «Μπήλιος» και μετά 5-6 ημέρες ήρθε πάλι στο χωριό ο Μήτρος με το μουλάρι, φορτωμένο λίγα πραματάκια.
Τον συνάντησε το απόγευμα ο φίλος του ο Λιάς και έκπληκτος τον ρωτάει:
-Τι έγινε ρε Μήτρο, δεν το πούλησες το μουλάρι;
-Όχι ρε Λια, ποιος θα έπαιρνε το λύκο; Τον «Τούρκο»; Πολλοί ήρθαν και το είδαν, αλλά άμα το πλησίαζαν ο «Μπήλιος» αφήνιαζε. Ένας που του άρεσε πολύ και ήθελε να το πάρει μου είπε να το καβαλικεύσω να δει τη συμπεριφορά του. Που να το καλικεύσω όμως εγώ. Να με ρίξει κάτω να φρύξει ο κόσμος και να χτυπήσει και κανά άνθρωπο; Δικαιολογήθηκα και είπα του ανθρώπου πως δεν είναι συνηθισμένο σε τέτοια πολυκοσμία και πως είναι κυρίως για φόρτωμα και δουλειές και πως όταν προσαρμοστεί στο περιβάλλον μπορεί κανείς και να το καβαλικεύσει.
-Τελικά, να σου πω ρε Λια, το ξανασκέφτηκα και καλύτερα που δεν τον πούλησα τον «Τούρκο», μη σκοτώσει και κανέναν άνθρωπο και βρω και κανά μπελά.
-Και τι θα κάνεις τώρα ρε φίλε;
-Θα δούμε, μήπως με τον καιρό και γερνώντας μαλακώσει…
Ο «μπήλιος» μεγάλωσε, γέρασε, που όμως να μαλακώσει!
Ο Μήτρος είχε μάθει πια για καλά τα χούγια του, τον γύριζε πεδουκλωμένο με τις αλυσίδες στα μπροστινά του πόδια και στο χαλινάρι, έτσι ώστε να μπορεί κάπως να τον κουμαντάρει… Τον βαρυφόρτωνε και τον καβαλίκευε κιόλας για να …του σπάσει τον τσαμπουκά.
Ο «λύκος, πάντως, την τρίχα αλλάζει, τη γνώμη ποτέ…»
(3) . Καλύτερα να σου πέθαινε το παιδί!
Μεγάλη η απώλεια για όλη την οικογένεια του Μήτρου, με πάνω από 10 νοματαίους, που τους ψόφησε το μουλάρι. Τους έκοψε τα χέρια στην κυριολεξία. Εκείνη την εποχή το μουλάρι ήταν το μέσο για όλες τις ανάγκες της οικογένειας. Με αυτό ζούσανε.
Όταν μαθεύτηκε το νέο, οι συγγενείς και φίλοι τρέξανε να συμπαρασταθούν στο Μήτρο και να του υποσχεθούν πως μπορούν να του δίνουν το δικό τους μουλάρι, όταν έχει ανάγκη για όργωμα κλπ. κλπ.
Μεταξύ των άλλων πήγε και η αδερφή του, να τον παρηγορήσει:
-Τι κακό ήταν αυτό Μήτρο μου που έπαθες;
του λέει, σέρνοντας τις παλάμες της στα μαγουλά της.
-Δεν σου πέθαινε καλύτερα ένα παιδί (είχε, βλέπετε και καμιά 10ριά παιδιά) παρά αυτό που έπαθες.
Θυμώνει ο Μήτρος, αγριεύει, σηκώνεται πάνω και πάει και ανοίγει την πόρτα.
-Σήκω και φύγε από το σπίτι μου τώρα , που θα μου πεις να μου πέθαινε ένα παιδί. Θα συγκρίνω το παιδί με το μουλάρι…
Μόνο που δεν της έδωσε καμιά ανάποδη.
(Απ’ ότι θυμάμαι και το συζητούσαν τότε στο χωριό, έκτοτε οι σχέσεις των αδερφών ήσαν τυπικές).
(4) . Απολάτε τη να πάει στη μάνα της.
Ο Λιάς αγάπαγε μια κοπέλα από άλλο κοντινό χωριό, αλλά ο πατέρας της δεν του την έδινε. Τι να κάνει ο έρημος και πώς να βρει τη λύση.
Δύσκολο πράγμα βλέπετε η αγάπη, όλες τις εποχές. Το λέει στον αδερφό του το Μήτρο και σε έναν πρώτο ξάδερφο. Αυτοί πρόθυμοι θέλησαν να τον βοηθήσουν και πήραν την υπόθεση απάνου τους, αφού ο Λιάς τους βεβαίωσε πως την αγαπάει και τον αγάπαγε και η κοπέλα.
Το σκεφτήκανε με το μέσα μυαλό, το φέρανε από δω, το φέρανε από εκεί και αποφάσισαν να πάνε να την κλέψουνε.
Κάνανε τον σχεδιασμό και στείλανε και το σχετικό μήνυμα στην κοπέλα να είναι νοιασμένη και έτοιμη, αφού και αυτή ήθελε το Λια.
Πήγαν λοιπόν στο χωριό της κοπέλας και με κάποιο πρόσχημα πήγε ο Μήτρος στο σπίτι και ο ξάδερφος «φύλαγε τσίλιες» έξω. Η κοπέλα κέρασε τον επισκέπτη και τον πατέρα της και είπε πως θα πάει στο περιβόλι για λάχανα, φορώντας κάτι παλιοπάπουτσα. Πήρε ένα σακούλι (είχε μέσα τα καλά της παπούτσια!) και έφυγε από το σπίτι. Έξω την περίμενε ο ξάδερφος και με νόημα πήραν το δρόμο προς το χωριό, μακριά ο ένας από τον άλλο μην τους δει κανένα μάτι.
Ο Μήτρος, αφού συζήτησε αυτά που είχε στο μυαλό του «περί ανέμων και υδάτων» με τον «συμπέθερο» τον χαιρέτησε και έφυγε. Σε λίγο συνάντησε και τους άλλους και οι 3 πλέον χαρούμενοι πάνε για το σπίτι του Λιά, «προσφέροντάς του στο πιάτο», την κοπέλα, που τους είχε βεβαιώσει πως την αγαπούσε και ήθελε να την παντρευτεί!
Όμως ο Λιας, στο διάστημα που οι άλλοι πήγαν για την απαγωγή, το ξανασκέφτηκε, πήρε «ανάποδες» και το μετάνιωσε. Αντί να καλοδεχτεί την κοπέλα και να ευχαριστήσει τους ευεργέτες του, βγαίνει στην πόρτα και τους λέει:
-Δεν τη θέλω, απολάτε τη να πάει στη μάνα της…
-Τι λες ρε Λια,
του πέσανε απάνω και οι δύο, αγριεμένοι.
-Τι μας έλεγες το πρωί; τι λόγια είναι αυτά που λες τώρα;
-Το μετάνιωσα ρε Μήτρο… δεν τη θέλω… δεν την παίρνω… απολάτε τη σας είπα, να πάει στη μάνα της… δεν την θέλω…
Αγρίεψε ο ξάδερφος και του λέει:
-Άκου δω ξάδερφε, εγώ κι ο αδερφός σου ο Μήτρος, κάναμε αυτό που μας είπες, πήγαμε στο χωριό και φέραμε την κοπέλα. Αν άλλαξες γνώμη και δεν την θες να την πας εσύ στη μάνα της, εμείς δεν πρόκειται να την πάμε και η κοπέλα δεν μπορεί να πάει μόνη της. Εμείς φεύγουμε, άντε γεια σου και κάνε ότι σε φωτίσει ο θεός.
Φεύγοντας αυτοί, άκουσαν την κοπέλα να λέει:
-Εγώ δεν πάω πουθενά μόνη μου, εγώ σε αγαπάω Λιάκο και θέλω να παντρευτούμε.
Τι να κάνει ο έρημος ο Λιας, μπροστά γκρεμός και πίσω ρέμα. Βρέθηκε «ενώπιος ενωπίω» με την κοπέλα και κατάλαβε πως δεν τον παίρνει να κάνει πίσω, γιατί «καλώς-κακώς» είχε εκθέσει την κοπέλα. Θυμήθηκε επί πλέον πως σε μια ανάλογη περίπτωση στο χωριό η μάνα της κοπέλας έριχνε ζεματιστό λάδι στην πλάτη του απαγωγέα της κόρης της, που τον είχανε δεμένο με μα τριχιά … και τον φτύνανε!
Τελικά, αφού είπανε ότι είχανε να πούνε οι δυο τους -φαίνεται πως και η νύφη ήτανε καπάτσα, και με τον τρόπο της τον καλμάρισε και τον τουμπάρισε το γαμπρουλά- ο Λιας «τόφερε από δω, τόφερε από κει» και αποφάσισε να κρατήσει τη νυφαριά…
(…ο άντρας είναι η κεφαλή του σπιτιού, λένε, που αποφασίζει, αλλά η γυναίκα είναι ο λαιμός που κουνάει τη τσεφαλή, που λένε και οι κρητικοί…).
Από κει κι ύστερα τα πράγματα ήσαν εύκολα, ηρέμισε και ο συμπέθερος, παντρεύτηκαν τα παιδιά, ζήσανε ευτυχισμένοι, και απόχτησαν πολλά παιδιά και εγγόνια…
(5).Τι τσαρούχια, τι καπνός.
Μια ομάδα πατριωτών μας μαστόρων (ένα μπουλούκι, όπως τόλεγαν τότε) δούλευε στη βόρεια Μεσσηνία (περιοχή της πόλης Κοπανάκι). Εκεί, κάθε Κυριακή γινόταν -και γίνεται ακόμη και σήμερα-, μεγάλο παζάρι. Πήγε λοιπόν, το μαστορόπουλο, ο Λιάς, να πάρει τσαρούχια, γιατί αυτά που είχε ήταν πολύ παλιά, είχαν κοπεί τα λουριά και κάθε τόσο τούφευγαν από τα πόδια και πατούσε ξυπόλυτος στις πέτρες, που του κόβανε τις πατούσες.
Πριν φύγει για το παζάρι, τον φωνάζει ο αρχιμάστορας και του λέει:
-Μιας και θα πας στο παζάρι αγόρασε και λίγο καπνό να φουμάρουμε κάνα τσιγαράκι, για να παν τα φαρμάκια κάτω.
(τσιγάρα, τότε δεν υπήρχαν έτοιμα και έπαιρναν καπνό, τον έκοβαν μόνοι τους οι καπνιστές και με ότι χαρτί έβρισκαν, έστριβαν το τσιγάρο τους).
Πήγε ο Λιάς στο παζάρι, έψαξε για τσαρούχια, αλλά δεν βρήκε στο νούμερό του. Πήγε και αγόρασε τον καπνό, που του είπε ο αρχιμάστορας και πήρε το πισάγναρο για το χωριό. Όταν πλησίασε, ένας από τους μαστόρους, λέει στον αρχιμάστορα!
-Αφεντικό, τήρα το Λια κάτι σαν τσουβάλι έχει στον ώμο του, τι να αγόρασε;
-Δεν ξέρω, ρε μάστορα, περίμενε και θα δούμε.
Έφτασε ο Λιάς, σχεδόν ξυπόλυτος, και κατεβάζει από τον ώμο το μεγάλο δέμα;
-Τι είναι φτούνο Λιά; Δεν πήρες τσαρούχια;
τον ρωτάει ο πρωτομάστορας.
-Μάστορα, δεν βρήκα στο νούμερό μου και δεν πήρα. Σκέφτηκα και «έντυσα» όλα τα λεφτά για καπνό, να μην πηγαίνουμε κάθε λίγο και λιγάκι στο Κοπανάκι… Τον βρήκα και φτηνότερο από την προηγούμενη φορά… Καλά δεν έκανα;
-Άμα πληγιάσουνε τα πόδια σου, τότε θα σκεφτείς αν έκανες καλά; Έπρεπε να βρεις τρόπο να αγοράσεις τσαρούχια. Την άλλη Κυριακή θα ξαναπάς και αν δεν έρθεις με τσαρούχια, να μην έρθεις καθόλου. Τ΄άκουσες;
-Ναι μάστορα… Θα ψάξω καλύτερα την άλλη φορά!
(6) Τα ίδια ξεροκοπανάει.
Ο αρχιμάστορας Μήτρος από το χωριό μας, εργάζονταν στο Κοπανάκι, μαζί με την παρέα του. Την Κυριακή συνήθως οι μαστόροι ξεκουράζονταν, πήγαιναν στο καφενείο να δουν κανέναν άνθρωπο και να κοιτάξουν για καμιά καινούρια δουλειά.
Ο Μήτρος, έβαλε τα καθαρά του ρούχα και πήγε στο καφενείο να πιει τον καφέ του και να μιλήσει με τους χωριάτες. Ρούφηξε τον καφέ του εντυπωσιακά και πήρε την εφημερίδα που ήταν πάνω στο τραπέζι, κάνοντας έκανε πως διαβάζει.
-Τι γράφει, μάστρο-Μήτρο, τον ρώτησε ένας από το δίπλα τραπέζι.
-Τι θες να γράφει ρε πατριώτη; Όλο τα ίδια ξερό-κοπανάει…
Πετάγεται ένας άλλος νεαρός, από το δίπλα τραπέζι, που άκουσε τη συζήτηση και λέει:
-Ρε μπάρμπα, τι μας λες τώρα; Την εφημερίδα την κρατάς ανάποδα.
-Με συγχωρείς παιδί μου, τώρα τη γύρισα, ήμουν αφηρημένος… Αλλά δε μου λες ρε καλόπαιδο, εσύ που ξέρεις πολλά, αν την κρατήσω κανονικά, θα λέει διαφορετικά πράγματα;
Μιλιά ο άλλος. Τι να πει;
(7) Ο γαμπρός πάει για τρύγο.
Κοπέλα από το χωριό μας, παντρεμένη σε πόλη της Πελοποννήσου, επισκέφτηκε με τον άνδρα της το χωριό μας, να δει τους γονείς και παππούδες της. Κάθισαν δυο-τρεις μέρες και μετά έφυγαν.
Την άλλη μέρα, μια γειτόνισσα ρωτάει τη γιαγιά:
-Τι κάνεις θειά, είσαι καλά;
-Καλά είμαι ρε παιδάκι, εσείς τι κάνετε, τα παιδιά είναι καλά;
-Τα παιδιά θειά μου καλά είναι, στις δουλειές τους όπως τα ξέρεις, άλλος στο χωράφι, άλλος με τα μαρτίνια, όπως κάθε μέρα.
-Είδα την εγγονή σου με το γαμπρό, καλώς τους δεχτήκατε, πως τα είπατε, πότε θα φύγουν;
-Φύγανε ρε παιδάκι, χτες.
-Τόσο ενωρίς, πως δεν κάθισαν λίγο παραπάνω να τους δείτε και εσείς;
-Είχε δουλειά ο γαμπρός. Είπε ότι θέλει να πάει να τρυγήσει. Αρχές Ιούνη τώρα και πήγε για τρύγο; Τι έρημος τόπος ναναι εκεί… Εδώ ακόμα δεν ραντίσαμε τα αμπέλια και εκεί τρυγάνε;
Έλα παναγία μου!
λέει η γιαγιά και κάνει το σταυρό της.
(Ο γαμπρός θα τρυγούσε τα μελίσσια του. Στο χωριό μας ελάχιστοι είχαν μελίσσια -ο καλύτερος να έβγαζε 10 κιλά μέλι- και η λέξη «τρυγάω το μελίσσι» ήταν άγνωστη).