Γράφει ο Αθανάσιος Π. Στρίκος

                                                                           Γερούσιος Οίνος  

                                                                     (Γλωσσική προσέγγιση)

                                                Βάλσαμο της λησμονιάς και της καρδιάς φτερούγα

Δεν φταίω αν αγάπησα την ελληνική γλώσσα. Οι δάσκαλοί μου «λάθεψαν» που μ’ έμαθαν να την αγαπώ. Εκείνοι και η ίδια η γλώσσα. Αν όμως μ’ ερωτεύτηκε κιόλας δεν ξέρω. Πάντως πολλές φορές μου αποκάλυψε τις αρετές της. Τις χάρες της. Εμπιστεύτηκε μυστικά της. Μου είπε πώς λειτουργεί απ’ τη βαθειά αρχαιότητα ως τα σήμερα. Και μ’ αποκάλυψε ακόμα και… την παρθενιά της. Και θαμπώθηκα από την ομορφιά. Σε λέξεις της όπως σμερδάκι, σέτα, αχάνια, αχνιά, φρούσια, ζαλιά, λόθρα, νάκα, ζάρα, μεράκι, χαβιά, μέγκλα, ζάγκλα και πλείστες άλλες, χίλιες και δύο και δέκα κι εκατό χιλιάδες. Που εμείς τις είπαμε ιδιωματικές ή τούρκικες. Τόσο που ορισμένα απ’ αυτά δεν ήξερα αν είναι δικά μου ή η ίδια υπαγόρευε. Και μου ψιθύριζε σιγά στ’ αυτί, όπως του ποιητή, με τις αγγελωδίες της μαζί:

«Σου ανήκουμε. Ανήκουμε σε ’κείνον που μας αγαπά».

Και λαχταρώ να μ’ επισκέπτεται όσο συχνά μπορεί. Κι έρχεται. Παράπονο δεν έχω. Τις λέξεις τις αισθάνομαι να παιχνιδίζουν μέσα στην ψυχή μου, όπως παιχνιδίζουν τα χρώματα ενός σπουδαίου πίνακα ζωγραφικής μπροστά στα μάτια μας. Κι αρχίζω την έρευνα όχι σαν που κάμνουμε έρευνα αλλά σα να πηγαίνουμε για προσκύνημα με πίστη βαθειά. Και τις περισσότερες φορές το θαύμα γίνεται. 

Να: Όμηρο διάβαζα, με μετάφραση και λεξικό. Δεν είμαι δα τόσο προχωρημένος ώστε να μην τα χρειάζομαι. Τον ποιητή «που δείχνει σαν αστέρι μέσα στο σκοτάδι τη μοίρα των ανθρώπων όλης της Γης. Την πηγή, τη δεξαμενή, την προζύμη, την αρχή». Το δέντρο της ζωής και της παρουσίας κάθε ελληνικού στον κόσμο, όπως λέει ο διδάσκαλός μου Φώτης Βαρέλης.

Και κάθε φορά ο Όμηρος αποκαλύπτει πολλά. Να:

«Σπλαχνίσου με, βασίλισσα, θνητή ή αθάνατη είσαι»,

είπε ο Οδυσσέας στη Ναυσικά, όταν την αντίκρυσε μπροστά του. Η μόνη που στάθηκε και τον κύτταζε, γιατί οι φιλενάδες της, όπως τον είδαν ξαφνικά στην ερημιά, «κεκακωμένον άλμη» (κακοποιημένον απ’ τη θάλασσα), μ’ ένα κλαρί μονάχα, που έκοψε στην είσοδο της θαλασσοσπηλιάς για να καλύψει τη γύμνια του και:
-Τι είναι τούτο τ’ αναπάντεχο εδώ στην ερημιά; Άνθρωπος; Φάντασμα; Ξωτικό; Κινούμενος θάμνος; Τρομάρα;
Γιατί –Όμηρος κρούει–
«σμερδαλέος αυτήσι φάνη» (= σ’ αυτές φάνηκε φοβερός)
και σκόρπισαν. Και μόνον η Ναυσικά στάθη αντίκρυ (ʺστη άνταʺ). Κι εκείνος καθώς είπαμε:
«Σπλαχνίσου με βασίλισσα θνητή ή αθάνατη είσαι» της είπε. Διότι ο Οδυσσέας είν’ ο τέλειος άντρας. Προ παντός στο μυαλό. Και: «Κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο», όπως λέει ο Κορνάρος.
Την αποκαλεί λοιπόν βασίλισσα τη Ναυσικά. Δίχως να ξέρει αν είναι κιόλας. Είναι όμως σίγουρα η φράση του βασιλική.
Και δεν αρκείται σ’ αυτό. Τη λέει και θεά. «Θνητή ή αθάνατη είσαι».
Αλήθεια ποια γυναίκα, με μυαλό κι εκείνη – γιατί η ομορφιά είναι νόηση – θ’ ακούσει τέτοια λόγια και θ’ αντισταθή; Δεν θα ενδώσει και δεν θα λιγωθή; Δεν θα μουδιάσει όλο της το κορμί;

-Έλα, του λέει, όχι αμέσως –προηγούνται πολλά μα γι’ αυτά άλλοτε- να σε πάω στο παλάτι του πατέρα μου, όπου το γενικό κουμάντο εκεί το κάνει η μάννα μου, η Αρήτη. Και πιο κάτω η ίδια η Αθηνά θα ειπεί για την Αρήτη (Αρετή) πως είναι γυναίκα μυαλωμένη, που τη σέβονται και την τιμούν τα παιδιά της, ο άντρας της κι ο κόσμος όλος. (Αλήθεια τι άλλο θέλει μια γυναίκα; ένας άνθρωπος; Κι ύστερα λένε ότι η γυναίκα στην αρχαιότητα ήταν κατώτερη, και καρτέραγε τάχα… Θου κύριε)

Κάπως έτσι η Ναυσικά παίρνει τον Οδυσσέα –Όμηρος κρούει– και τον οδηγεί στο παλάτι του Αλκίνοου (Όνομα και τούτο!)
Κι εκεί, μεταξύ των άλλων, παρέθεσαν στον ξένο δείπνον και του προσέφεραν ΓΕΡΟΥΣΙΟΝ ΟΙΝΟΝ.
Τι οίνον, μας λέει ο Όμηρος, «ο ποιητής των θεών κι ο θεός των ποιητών», προσέφερεν ο Αλκίνοος, που έμοιαζε ως αθάνατος, στον Οδυσσέα;
ΓΕΡΟΥΣΙΟΝ τον ονομάζει. Κι όσο διαβάζεις Όμηρον τόσο σου αποκαλύπτει κάθε φορά μυστικά. Μυστήρια. Μεγαλεία.
Πόσες φορές το είχα διαβάσει; Ποτέ όμως δεν είχα προσέξει. (Αλήθεια πόσοι απ’ όλους μας διαβάζουμε προσεχτικά; Προς έχοντες τον νουν; = προσέχουμε;)

Κι αυτό το επίθετο, γερούσιος, ία, ον, ο Όμηρος το χρησιμοποιεί άλλη μια φορά. Όταν ο Αγαμέμνων στο Δ΄ της Ιλιάδος λέει ότι τον Ιδομενέα τιμάει περισσότερο απ’ όλους τους Δαναούς. Και στον πόλεμο, και στ’ άλλα έργα, ακόμα και στις ευωχίες. Εκεί που οι άριστοι των Αργείων ανακατεύουν τον γερούσιον οίνον μέσα στον κρατήρα.

Κι είναι ο γερούσιος οίνος ο αρχοντικός και φλογάτος. Ο κράσος, το ρουμπίνι. Ο φυλαγμένος για τους αρχηγούς, τους εκλεκτούς.

Ο προορισμένος για ξεχωριστούς φίλους που θα παρακαθήσουν «εἰς εὐόχθους δαίτας» (=σε πλούσια συμπόσια). Τους εκλεκτούς φιλοξενούμενους και μουσαφιραίους. (Κι η λέξη μουσαφίρης δεν είναι τουρκική. Ας λένε οι γλωσσολόγοι. Ελληνική είναι κι έχει σχέση με τις μούσες. Είναι ο μουσαφίρης ο άνθρωπος των μουσών. Ο μουσοποιός. Ο ψάλλων περιφερόμενος, παίζων μουσικό όργανο κ.τ.ο. (αντίθετο ο άμουσος)

Ακόμα ο γερούσιος είναι επίθετο που προσδιορίζει τον βαρύ, επίσημο και δεσμευτικόν όρκον. Ίσως γι’ αυτό να λέμε «στο κρασί που πίνουμε» (ορκίζομαι). Και πάνω στο κρασί συνάπτονται συμφωνίες. Ας μείνουμε όμως στον γερούσιον οίνον. Που δεν τον λέει παλιό κρασί. Καίτοι είχε λέξεις αν ήθελε να το ειπεί έτσι. (Η λέξη παλαιός-ά-όν, παλαιότης, παλαιόω-ώ κ.ά είναι όλες αρχαίες).
Παλαιός όμως είναι ο πεπαλαιωμένος, ο απαρχαιωμένος. Και αναφέρεται σε κάτι άψυχο. Ακόμα και στο χρόνο τον απομακρυσμένο, το παρελθόν.
Ο οίνος όμως όσο παλιός δεν είναι άψυχος. (Αν είναι θα πρόκειται για χαλασμένον δηλ. ξίδι). «Ζωντανό το κρασί», λέει ο λαός.
Ως κάτι ζωντανό λοιπόν, εκείνος που όλα τα πρόσεχε κι ακριβολογούσε όταν μιλούσε, δεν θα μπορούσε να το ειπεί παλιό.

Και τον οίνον τον λέει ηδύν (γλυκό), μελίφρονα, σπινθηρίζοντα (ερυθρόν), εύφρονα (= προξενούντα ευθυμία), άκρατον και ευήνορα (= δίδει δύναμη, σε κάνει ανδρείο) -ευχαριστώ γι’ αυτά το φίλο Σπύρο Παπαδόγιαννη.  Έδιδεν όμως κι άλλα επίθετα προσδιοριστικά του σκοπού του οίνου όπως πράμνιος ήταν ο καταπραϋνων, ο φαρμακευτικός. Του τόπου προέλευσης (Ροδίτης, Σάμιος κ.ά). [Τέτοιο κρασί, μ’ όλα τα χαρακτηριστικά, έφερε στο τραπέζι φίλος, γέροντας Κρητικός, που σαν πήγαμε στο σπίτι του, μετά την υποδοχή, μας το ανάγγειλε έτσι.

‘‘Οψές, είπε, αγγίνιαξα ένα βαρέλι κρασί, δέκα χρονώνε μαρουβάς, απού τραγουδεί μοναχό του. Και πού να κράξει κι ο πετεινός απάνω !’’

Και στη φράση του Κρητικού πυκνώνονται σχήματα λόγου προσωποποίησης, παρομοίωσης, αλληγορίας, μεταφοράς, υπερβολής. Τι έγινε φαντάζεστε σαν έκραξε κι ο πετεινός απάνω. Στ’ άγια η ψυχή του. Κι εκείνος που αγαπούσε τον άκρατον οίνον ήταν φιλάκρατος ή φιλάκρητος. Κι αν έπινε παραπάνω πάθαινε καρηβαρία [από το ρήμα καρηβαρέω (βαρεία κάρα= βαρύ κεφάλι)]. 

Έτσι δεν θα μπορούσε να ειπεί «παλιόν» τον εκλεκτόν για τους εκλεκτούς φίλους οίνον, ο αρχαίος. Και τον λέει γερούσιον. Δοξασμένον για δοξασμένους. Αυτή είναι η έννοια που πυκνώνεται συγκεφαλαιωτικά σε μια λέξη: γερούσιος.

Και βεβαίως η λέξη έχει άμεση σχέση με τον γέροντα. Υπέροχη πραγματικά, επίσημη, βαρειά πολλή η λέξη γέρων (ο πρεσβύτης, ο αρχηγός). Εκείνος που πρέπει να τιμάται. Και γεραίρω (= τιμώ) και γέρας η μεγάλη τιμή και γεραρός ο άξιος σεβασμού. Εξ άλλου η ίδια η λέξη γέρων πρέπει να σχετίζεται με το ιερός. Το γιώτα (ι) με τη δασεία του στο ιερός έχει την ιστορία του. Είναι το αρχαίο (F)ερων (δίγαμα) που πέρασε στα μοναστήρια. Και γέροντες οι καλόγεροι, το γεροντικόν κ.τ.λ που διατηρείται ως σήμερα. Έτσι ο γερούσιος έχει μια ιερότητα. Κι όλα κατεβαίνουν από το γέρων (ιερός). Και γερούσιος ο της ιεράς ουσίας.

Και «γέρας εστί γερόντων» έλεγαν οι αρχαίοι (=η μεγάλη τιμή ανήκει στους γέροντες) ιδιαίτερα αν είχαν ζήσει ζωή άξια και τιμημένη. Και σήμερα σε αρκετά μέρη λένε: τα γηρατειά μου η δόξα μου. (τάκουσα κι εδώ από γέροντα), όπως η μάννα λέει: τα παιδιά μου η δόξα μου. Και οι γέροντες στην αρχαία Σπάρτη ετιμώντο ιδιαίτερα ως «έχοντες αξίωμα αρετής, όπως λέει ο Αριστοτέλης. Κι είναι γνωστή η φράση του Πλούταρχου:

«Σπάρτῃ μόνῃ λυσιτελεῖ γηράσκειν» (Στη Σπάρτη είναι ωραίο, ωφέλιμο, χρήσιμο να γερνάει κανείς).

[Την άμπελο, απ’ όπου το κρασί, ο λυρικός ποιητής Σιμωνίδης σε επίγραμμά του την λέει πανθέλκτειρα (μεγάλη λέξη, πάν + θέλγω = γοητεύω, σαγηνεύω, καταπραΰνω, μαγεύω. Και θέλγημα και θελκτήρ. Στη λέξη ανιχνεύεται επίσης και το έλκω ή ελκύω = σέρνω, τραβώ κάποιον, αιχμαλωτίζω. Και έλικες βγαίνουν στους κόμπους του βλαστού του κλήματος για να το στηρίζουν. Ακόμα ο ίδιος ποιητής (Σιμωνίδης) το σταφύλι (τον βότρυν) αποκαλεί μεθυτρόφον (= τρέφει την μέθυν)]

Έτσι εμείς σήμερα πήραμε νομίζω μια «γλωσσική γεύση» από ομορφιά γερουσίου οίνου. Κι όταν θέλετε να προσφέρετε σ’ εκλεκτούς φίλους σας κρασί βγάζοντας τη χαρά σας και τιμώντας τους, αστειευόμενοι και γιατί όχι ξαφνιάζοντάς τους, να τους καλείτε να πιείτε μαζί «γερούσιον οίνον».

Και σκέφτομαι: Πόσα θα είχαν να ωφεληθούν και θ’ αγαπούσαν μ’ όλη την ψυχή και το μυαλό τους τα παιδιά μας τη γλώσσα μας, αν οι δάσκαλοι και οι καθηγηταί έξυπνα εργάζονταν στην τάξη. Απ’ τόνα στ’ άλλο να αναλύουν ετυμολογικά τις λέξεις, δίχως να φαίνεται ότι τα υποχρεώνουν να μάθουν κάτι εξαναγκαστικά ή κάτι στο οποίο θα εξεταστούν. Αλλά έτσι σαν παιχνίδι απ’ τόνα στ’ άλλο, φύλλο φύλλο να τα οδηγούν και να τους αποκαλύπτουν το αναπάντεχο σαν όνειρο. Που θα γίνει μέρος της ψυχής τους, και δεν θα το θυμούνται απλώς, αλλά θα νιώθουν υπερήφανα και θα το μεταδίδουν στα δικά τους παιδιά.

«Ν’ ακούνε μια λέξη και να ψάχνουν τους συγγενείς της», όπως γράφει ο μεγάλος Κορνήλιος Καστοριάδης. Και μαζί με τον Όμηρο να λένε: Απ’ αυτή τη γενιά και το αίμα καυχιέμαι πως είμαι.

 (ʺΤαύτης τοι γενεῆς τε καὶ αἵματος εὔχομαι εἶναιʺ)

.

Σημ.: Σήμερα μου διάβασε ένα ποίημά του ο φίλος Βασίλης Βλαχάκος. Κι είχε το στίχο «ξερομαχάει η βαρέλα» (= Από την απραξία αραίωσαν οι δόγες της και δίνει μάχη να κρατήσει το νερό. Να μη μείνει ξερή. Μα δεν είν’ εύκολο. Έτσι ξερομαχάει απ’ τη ζέστη. Δηλ. φυραίνει και ξεψυχάει). Αυτό είναι το ξερομαχάει που είχα χρόνια να τ’ ακούσω. Γι’ αυτό όμως κι άλλα παρόμοια άλλοτε.

.

(ΧΙΜ)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.