....Πάμε και σ' άλλες λέξεις. Του χωριού μας. Που δεν υπάρχουν σε κανένα λεξικό. Είναι όμως και τούτες πανάρχαιες.
.
Να! Η λεξη κονταρεμένο, που γράφει ο γιατρός Δημόπουλος στο άρθρο του και δίνει την ερμηνεία "κοντά ραμμένο" δεν αντέχει σε επιστημονική βάσανο. Ο Θ. Κ. Τρουπής, στο ιδιωματικό γλωσσάρι του χωριού την έχει τη λέξη και γράφει: "Κονταρεμένος, η, ο" = (κατάρα) εκείνος που ρέβει, σαπίζει, στο εγγύς μέλλον (άσπρη μέρα να μη ιδεί ο κονταρεμένος, έρεψε στον απάνω κόσμο κλπ). Νομίζω όμως πως γράφεται με δύο μ.
Ο γλιμιάρης π.χ. που είναι ο πεινάλας, ο αδηφάγος, ο αχόρταγος. Μόνο που πρέπει να γράφεται: γλειμιάρης, από το αρχαίο λείχω = γλείφω. Και οι λειχήνες, τα παράσιτα που είναι πάνω στους κορμούς των δένδρων και τους γλείφουν, τους βυζαίνουν. Και ο γλειμιάρης, ο πεινάλας γλείφει ως και το πιάτο.
Πλακιλήθρα=πλακοπαΐδα). Πλάκα + λίθος. Λάθος είναι και αυτό. Το σωστό Πλακολίθρα (λίθος-πλάκα. Συνεπώς με γιώτα).
Και το ξένω με ε και όχι αι. Το ξένω δεν ακολουθεί το βαίνω, που μας παρέσυρε και γράφουμε όλα τα εις -αίνω με αι. Αλλά είναι (το ξένω) το αρχαίο ρήμα ξέω = ξύνω. Και από εδώ το ξόανον και ο λιθοξόος. (Ο δε κανόνας ότι τα εις -αίνω γράφονται με αι είναι λάθος κανόνας. Και στη διατύπωση του μας παρέσυρε κατά κάποιον τρόπο, όπως είπαμε, το βαίνω. Γιατί στα νέα ρήματα σε -ένω ποιος ο λόγος να τα γράφουμε με αι; Το μαθένω π.χ. γιατί να το γράφουμε με αι; (το μανθάνω έγινε μαθαίνω). Ή το τρελένω ή ανασένω ή σκληρένω ή ρένω ή ψένω κ.λ.π. κ.λ.π.
Δες τε και τη γολόζα (αχόρταγη) που είναι η αρχαία γούλα (στομάχι).
Το γόνα (το γόνατο, το γόνυ) «πέφτω και χτυπώ το γόνα μου» που επίσης δεν είναι άλλο από το Ομηρικό γούνα (Οδύσσ. 2, 147).
Το ρήμα τυλώνω = γεμίζω την κοιλιά μου, καθαρά το αρχαίο τυλόω = φουσκώνω, εξογκώνω,
Η λέξη φούγια (από το αρχαίο φουγιάζω και τούτο = χάνω τον καρπό και φυγιό (ή φρυγιό) από το επίσης αρχαίο φρύγω = καβουρδίζω, καταξερένω, καψαλίζω. Και η φράση «πέρασε φούγα (ή φρυγιό) και τα ξέρανε». Ή έκανε τα γεννήματα αφουσιά
Τι γίνανε λέει τα γεννήματα; αφουσιά; Και ποια είναι η αφουσιά, πατριώτες, και τα πούσια; (Σιγά που δεν ξέρετε και σιγά τα δύσκολα που σας βάζω). Και τα δυο είναι ό,τι ακριβώς δηλώνουν οι λέξεις τους. Δηλαδή και από τα δύο λείπει, α π . ο υ σ ι ά ζ ε ι η ουσία. Πέρασε λίβας και κατέκαψε τον καρπό και κατάντησε το σιτάρι αφουσιά. Αφουσιά ακόμη λέγονται και τα υπολείμματα της τροφής του μεταξοσκώληκα, το φουσκί. (Όμως εμείς μεταξοσκώληκες δεν είχαμε. Δεν ξέρω για το απώτερο παρελθόν).. Εδώ δηλαδή τι γίνεται; Ο ονοματουργός κρατάει το δεύτερο συνθετικό (ουσία) όπως είναι. Κρατάει το ουσιαστικό μέρος. Και το π της προθέσεως από (α΄ συνθετικό) τα κάνει φ, όπως φουσκί ή φούσκα (αέρας) και η λέξη γίνεται αφουσιά. Ωραία και εύηχη με το φ να συνηχεί με τον αέρα που φύσηξε. Το λίβα δηλαδή που κατέστρεψε.
Ενώ στα πούσια αποχωρίστηκε η ουσία (απο+ουσία), ο καρπός δηλαδή κι' έμειναν μόνο τα εξώφυλλα που τον περιέβαλαν: τα πούσια. (Τα πούσια, το λέω για τους νεότερους πατριώτες που δεν έχουν βιώματα, είναι τα φύλλα που περιβάλλουν τον καρπό, την κούκλα του αραποσιτιού (καλαμποκιού). Αυτά τα αφαιρούσαν στις ξέλασες (και γέμιζαν το ματαράτσι και τόκαναν ντουσέκι).
Κρίμα να χάνονται τέτοιες λέξεις, όπως τα πούσια και η αφουσιά.
ΖΥΡΙΑΣΕ
Η λέξη "Ζύριασε" που χρησιμοποιούσαμε στο χωριό ( είτανε μια τσιουπαρώνα ατήρητη σαν τον ήλιο και τη ζύριασε ο γέρο-μπρούκλης με τα δολάρια του) και που σημαίνει "μαράζωσε, δυστύχησε" προέρχεται από την Ομηρική λέξη "Οϊζύω, Οϊζυρός=δυστυχής, ταλαίπωρος). Στη σκηνή που σκοτώνεται ο Πάτροκλος και ο Δίας βλέπει ακόμη και τα άλογα να κλαίνε συμπόνεσε τόσο πολύ τον άνθρωπο που είπε:
"Ου μεν γαρ τι, που εστιν οϊζυρώτερον ανδρός πάντων όσσα τε γαίαν επί πνείει τε και έρπειν",
που σημαίνει: Δεν υπάρχει πιο δυστυχισμένο πλάσμα απ΄αυτό (τον άνθρωπο) απ΄όσα περπατούν και πετούν πάνω στη γή. (Το σημερινό ρήμα σκοτώνω είναι το ίδιο με το αρχαίο σκοτόω-ώ. Από αυτό προέρχεται το σκότος, το απόλυτο σκοτάδι, που δεν είναι άλλο από το θάνατο). Άλλες λέξεις που έχουν την ίδια ρίζα με το "Ζύριασε" είναι: "Ζαρώνω, Ζάρα, Ζαρωματιά κλπ." Ο Θάνος ισχυρίζεται πως η λέξη "Ζυριάζω" δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό
ΞΕΛΑΣΗ
Η ξε σημαίνει βγαίνω έξω, φανερώνω. Και το αντίθετο απ’ ό,τι το β΄ συνθετικό. Π.χ. βρακώνω. Το αντίθετο του ξε-βρακώνω. Βάφω. Το αντίθετο του ξε-βάφω. Βιδώνω, ξε-βιδώνω., ξε-γράφω, ξε-ζεύω, ξε-θάβω, ξε-πλένω, ξε-τρυπώνω κ.λ.π., κ.λ.π. (Κι’ είναι η πρόθεση εξ (εκ) που έγινε ξε. Π.χ. εκ-σπώ à ξε-σπώ. Και με την ξε αποδίδουμε άλλες καταστάσεις και έννοιες. Γι’ αυτά κάτι είπαμε όταν μιλούσαμε για την ξε-συνέρια. Και τώρα ως εισαγωγή για τη λέξη που θα κουβεντιάσουμε. Και δεν είναι άλλη από την ξέλαση.
Ποιος από τους μεγαλύτερους του χωριού δεν ξέρει την ξέλαση; Ποιος ή ποια δεν πήγε σε ξέλαση; Σε ομαδική εργασία για να ξεφυλλίσουν το αραποσίτι, για να ξάνουν μαλλιά, σε δανεικαριά; Να φυτέψουν, να σκάψουν αμπέλι; Και εκεί στην ξέλαση δεν αστειεύτηκε, δεν τραγούδησε, δεν άκουσε παραμύθια;
Και να ’ναι και τούτη η λέξη καταδική μας. Πουθενά αλλού δεν τη λέγανε. Μόνο εκεί και στα κοντινά χωριά. Και κανένα λεξικό δεν τη γράφει.
Κανονικά θα έπρεπε να λέγεται ξε-έλαση. Όμως το διπλό ε δεν χρειάζεται και ούτε το θέλει η γλώσσα μας κι’ έμεινε ξέλαση.(εξ-έλασηà ξε-έλαση àξέ-λαση. Όπως εξ-αιθαλίζω = απομακρύνω, διώχνω τις αιθάλες, τις καπνιές από το τζάκι, έγινε ξε-αιθαλίζω à ξαιθαλίζω. Αυτή είναι η πορεία και στην ξέλαση και στο ξαιθαλίζω.
Και είναι τούτη η δική μας ξέλαση η αρχαία έλασις με την εξ μπροστά: εξέλασις. Από το ρήμα ελαύνω που σημαίνει βάζω κάτι σε κίνηση, πορεύομαι έξω, προβαίνω, απομακρύνω, χτυπώ με το σφυρί. Και χίλιες άλλες σημασίες έχει αυτό το ελαύνω και εξελαύνω. Και παράγωγα χίλια. Από την επέλαση, το ελατήριο και τον κωπηλάτη και τον ποδηλάτη και αρματηλάτη και τα ζωήλατα, την απέλαση και την ....ξέλαση
Ακόμη και φυτεύω αμπέλι σε σειρές σημαίνει το ελαύνω. Να τώρα το παράδειγμα του Θοδωρή Τρουπή «τ’ αμπέλια δεν φυτεύονται μ’ έναν. Θέλουν ξέλαση» Και ο αρχαίος πρόγονος μας τό ’λεγε το ίδιο τούτο: «ελαύνω όρχον αμπελίδος» = φυτεύω αμπέλι σε αράδες (σειρές). Μπορεί όμως να σημαίνει και «σκάβω το αμπέλι σε κουτρούλια».
Και σε αυτό το τελευταίο με οδηγεί στη λέξη όρχος που σημαίνει: ό,τι προστατεύει, περιφράσσει. Το έρκος = το τείχος (του Σοφοκλή). Και ήταν ο Αίας με τις τεράστιες πλάτες «έρκος Αχαιών» (το τείχος των Αχαιών). Αυτός λοιπόν ο όρχος, μήπως σχετίζεται με τα κουτρούλια; (Αλλού τα λένε καβάλια, επειδή καβαλάνε κατά κάποιον τρόπο, είναι πιο ψηλά και ποικιλοτρόπως προστάτευαν και ωφελούσαν τα κλήματα του αμπελιού. Και μήπως ακόμη και οι όρχεις που έχουν το ίδιο σχήμα και διάταξη με τα κουτρούλια ένθεν και ένθεν του κλήματος και ως ήχος είναι ίδιος (όρχος – όρχις), μήπως, λέω, είναι σχετικά; (Βρε του κερατά το παιχνίδι! Από την ξέλαση ξεκινήσαμε και δέστε που μας έβγαλε!)
Για ....ξέλαση κινήσαμε και να που καταλήξαμε. Σε τι ωραία πράγματα!. Στραβά, ίσια δεν ξέρω. Για ένα όμως είμαι σίγουρος. Ότι αυτή είναι ομορφιά της γλώσσας μας. Άλλωστε τέτοια ήταν και η ξέλαση. Με τα αστεία της, τα καλαμπούρια της και τα απρόβλεπτα της. Και ποτέ δεν ήξερες από πριν τι θα συμβεί στην ξέλαση. Έτσι και εμείς εδώ. Σε αυτόν τον περίπατο της γλώσσας μας. Την απάντηση δεν την ξέρουμε εκ των προτέρων. Δεν ξέρουμε τι θα συναντήσουμε στο δρόμο. Ψάχνοντας πάμε. Και από τό’να στ’ άλλο έρχεται τ’ αναπάντεχο. Κάνει το χρόνο να γεννοβολάει. Έτσι πορεύεται και η ζωή η ίδια άλλωστε. Με τους δικούς της νόμους τους αόρατους, φύλλο-φύλλο, αναπάντεχα. Και σαν παιχνίδι, σαν ταξίδι, αφήνει και μια ωραία ανάμνηση.
Η ξέλαση λοιπόν από το εξ-ελαύνω à εξ-έλαση à ξέ-λαση. Και όλες οι ξέλασες ήσαν εξ à έξω. Ή αν ήσαν σε κλειστό χώρο καμιά φορά (ξεφύλλισμα αραποσιτιού, ξάσιμο μαλλιών κ. ά. που και αυτά έξω ήσαν, π.χ. το ξεφύλλισμα του αραποσιτιού εκτός κυρίας κατοικίας, σε οικίσκο ή στο αλώνι), το ίδιο το είδος της εργασίας, η εργασία καθ’ εαυτή δήλωνε καθαρά το έξω. (Αποκάλυπτε π.χ. τον καρπό τ’ αραποσιτιού. Αφαιρούσαν τα πούσια κι’ έβγαινε ο καρπός έξω). Έξενε τα μαλλιά κ.λ.π.
Όμως αρκετά με την δική μας την ξέλαση. Γιατί το ελαύνω δεν εξαντλείται ποτέ. Θυμάστε που είπαμε ότι η ιστορία μιας λέξης είναι μεγαλύτερη από την ιστορία μιας εκστρατείας; Εδώ έχει απόλυτη εφαρμογή.
Αθ. Στρίκος, ταξίαρχος ε.α. Εκπαιδευτικός