Οι μπαρουτόμυλοι

«Πυρίτις και γράμματα είναι οι δύο μεγάλοι πυρσοί, δι’ ων η Δημητσάνα, είπερ τις και άλλη των Ελληνίδων πόλεων, ανέφλεξε τον σπινθήρα της ελευθερίας», έγραψε ο καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σπ. Λάμπρος.

260px-DimitsanaΔηλαδή, το μπαρούτι και τα γράμματα ήσαν οι δυο μεγάλες λαμπάδες, με τις οποίες η Δημητσάνα, περισσότερο από κάθε άλλη ελληνική πόλη, άναψε τη φλόγα της ελευθερίας. Και πρόσθετε: «Ανευ της Δημητσάνης το όπλον του υπέρ της ελευθερίας μαχομένου ‘Ελληνος θα έμενεν άχρηστον, άνευ πυρίτιδος, άνευ σφαίρας, άνευ φυσιγγίου». Είδαμε πόσο συνέβαλε η Δημητσάνα στη διατήρηση των γραμμάτων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας με την περίφημη Σχολή της Μονής Φιλοσόφου και με την Ελληνική Σχολή της Δημητσάνης μετά το 1764. Πρέπει όμως να συμπληρώσουμε την εικόνα της μεγάλης προσφοράς της στη διατήρηση των παραδόσεων και στην απόκτηση της ελευθερίας με την Ιστορία των μπαρουτόμυλων, που τόσα προσέφεραν στην οικονομία του τόπου μας επί τουρκοκρατίας και στην περίοδο της Επαναστάσεως του 1821.
Από την αρχή όμως πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η Δημητσάνα κατόρθωσε να διατηρήσει σχολεία και να αναπτύξει τη βιοτεχνία της μπαρούτης, χάρη σε κάποια προνόμια, που είχε πάρει από τους Τούρκους. Τα προνόμια αυτά τα εξασφάλισαν το 1744 οι Δημητσανίτες έμποροι της Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι πλήρωναν 1.000 γρόσια το χρόνο φόρο, για να απαλλάξουν τους συμπατριώτες τους από κάθε άλλη φορολογία. Οι έμποροι αυτοί ανέθεσαν την προστασία της Δημητσάνας στη Βαλιδέ Σουλτάνα, δηλαδή τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ. Η Βαλιδέ Σουλτάνα έπεισε τον Σουλτάνο Μαχμούτ να εκδώσει το 1744 φιρμάνι (= έγγραφο παροχής προνομίων) και να επικυρώσει τα παλαιά προνόμια της Δημητσάνας. Τα προνόμια αυτά ήσαν τα εξής: Η Δημητσάνα ανακηρύχθηκε ιερή πόλη, βακούφι ενός τζαμιού, του οποίου τα έσοδα έπαιρνε η Βαλιδέ Σουλτάνα. Οι Δημητσανίτες έμποροι πλήρωναν τα 1.000 γρόσια κάθε χρόνο στο τζαμί αυτό και έτσι η Δημητσάνα απαλλασσόταν από κάθε φορολογία, εθεωρείτο ιερή πόλη και δεν επιτρεπόταν να μένουν Τούρκοι σε αυτή. Επί πλέον απαγορευόταν στους Τούρκους να έχουν ιδιοκτησία τη Δημητσάνα και θεσπίζονταν αυστηρές ποινές γιά τους υπαλλήλους, που θα αδικούσαν τους κατοίκους της κωμοπόλεως αυτής (παύση από την υπηρεσία, ακόμη και θάνατος). Με αυτόν τον τρόποι οι Δημητσανίτες απελάμβαναν κάποια ελευθερία, ήταν απαλλαγμένοι από την παρουσία των Τούρκων και μπορούσαν να καλλιεργούν ελεύθερα τα γράμματα και να αναπτύσσουν τη βιοτεχνία και το εμπόριο της μπαρούτης.
Την τέχνη της κατασκευής της μπαρούτης δίδαξαν στους Δημητσανίτες κάποιοι μετανάστες συμπολίτες τους, που γύρισαν από τη Μ. Ασία ή από τα Επτάνησα ή την Ιταλία, όπου είχαν μάθει την τέχνη αυτή. Η βιοτεχνία αυτή άρχισε στη Δημητσάνα από τα τέλη του 15ου αιώνα (δηλαδή μετά το 1453). Στην αρχή και για μερικούς αιώνες η τέχνη αυτή ήταν οικιακή βιοτεχνία. Δεν υπήρχαν μπαρουτόμυλοι και οι Δημητσανίτες έφτιαναν τη μπαρούτη στα σπίτια τους με γουδιά, στα οποία ανακάτευαν πολλές ώρες τα υλικά της μπαρούτης. Αργότερα, στα τέλη του 18ου αιώνα ή μάλλον στις αρχές του 19ου κατασκευάσθηκαν οι υδροκίνητοι μπαρουτόμυλοι στο Κεφαλάρι του Αγίου Ιωάννη.
Οι πρώτες ύλες για την κατασκευή της μπαρούτης ήσαν κάρβουνο σε ποσοστό 15%, νίτρο 75% και θειάφι 10%. Το κάρβουνο το έβγαζαν από θάμνους (σπάρτα και σφάκες) και από κληματόβεργες, που τα έκαιγαν. Το νίτρο το έφτιαχναν με πρακτικό τρόπο, βράζοντας χώμα από σπηλιές, όπου σταβλίζονταν γιδοπρόβατα. Το χώμα αυτό ήταν πλούσιο σε νιτρικά άλατα, επειδή δεν ξεπλενόταν από τα νερά της βροχής. Επίσης, έφερναν αρκετές ποσότητες νίτρου από την Ύδρα και τα Επτάνησα. Το θειάφι έφερναν από τις Κυκλάδες, όπου υπήρχαν ηφαιστειογενή εδάφη (Μήλος, Σαντορίνη), αλλά και από την Ιταλία.
Τους δύο πρώτους υδροκίνητους μπαρουτόμυλους λέγεται ότι έφταιξε ο Δημητσανίτης Μητροπολίτης του Μυστρά Ανανίας (που φονεύθηκε το 1760) στο κεφαλάρι του Αγιάννη, κοντά στη Δημητσάνα. Το 1819 γύρισαν στη Δημητσάνα από την Ύδρα δύο Δημητσανίτες έμποροι, οι αδελφοί Νικόλαος και Σπύρος Σπηλιωτόπουλοι. Οι έμποροι αυτοί ήσαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας και ξαναγύρισαν στη Δημητσάνα, για να φτιάξουν τους μπαρουτόμυλους και να προετοιμάσουν πυρομαχικά για τη μελλοντική Επανάσταση. Αυτοί ανακαίνισαν τους δύο παλαιούς μπαρουτόμυλους, που ήσαν στο Κεφαλάρι του Αγιάννη και έφτιαξαν και άλλους ακόμη μύλους, αφού μετέτρεψαν μερικούς αλευρόμυλους σε μπαρουτόμυλους. Στην αρχή εμπορεύονταν το μπαρούτι, αλλά αποθήκευαν και αρκετές ποσότητες από αυτό για τις ανάγκες του μελλοντικού απελευθερωτικού αγώνα.
Στην περίοδο της Επαναστάσεως οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας ήσαν περίπου 14 και εργάζονταν συνεχώς και συστηματικά για την παραγωγή μεγάλης ποσότητας μπαρούτης, για να εφοδιάζουν τα μαχόμενα στρατεύματα, σε όλα τα μέρη. Παρήγαγαν τότε περίπου 500 κιλά την ημέρα, και τα διέθεταν σχεδόν δωρεάν για τις ανάγκες του Αγώνα. Έπαιρναν μόνο μερικές αποδείξεις, για να πληρωθούν όταν ελευθερωθεί η χώρα. Αλλά οι αποδείξεις αυτές φαίνεται ότι δεν εξοφλήθηκαν ποτέ. Οι Σπηλιωτόπουλοι έκαμαν πολλές αναφορές μετά την Επανάσταση και ζητούσαν αποζημίωση, δεν ξέρουμε όμως αν τους δόθηκαν κάποια χρήματα.
Οι κάτοικοι της Δημητσάνας κατά την εποχή της Επαναστάσεως εργάζονταν όχι μόνο στους μπαρουτόμυλους, αλλά και στα σπίτια τους, φτιάχνοντας μπαρούτη, αλλά και φυσίγγια. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε να χρησιμοποιηθούν τα βιβλία της Βιβλιοθήκης της Δημητσάνας, για να φτιάξουν φυσίγγια. Τότε καταστράφηκαν τα περισσότερα βιβλία της ιστορικής αυτής βιβλιοθήκης για τις ανάγκες του Αγώνα. Τα βόλια έφτιαχναν από μολύβι, που έπαιρναν από τους μεδρεσέδες των Τούρκων (=Ιεροδιδασκαλεία) που ήσαν στο Άργος και την Πάτρα. Για την υπηρεσία τους αυτή οι Δημητσανίτες απαλλάχθηκαν από τη στράτευση. Ο Θ. Κολοκοτρώνης γράφει τα εξής σχετικά στα Απομνημονεύματά του:
«Επήραμε τη βιβλιοθήκη της Δημητσάνας και άλλων μοναστηριών και εδέναμε ψυσέκια. Μπαρούτη είχαμε, έκαμνε η Δημητσάνα. Του μπαρουτιού την υπόθεση είχαν πάρει απάνω τους τα αδέλφια οι Σπηλιωτόπουλοι, και διά να δουλεύσουν τη μπαρούτη δεν επαίρναμε πολλούς Δημητσανίτες στο στρατόπεδο, τους αφήναμε διά αυτήν την δούλευσιν» (Απομν. 1946, σελ. 73).
Η παραγωγή και το εμπόριο της μπαρούτης συνεχίσθηκε στη Δημητσάνα ως την εποχή μας, ως προνόμιο για τη συμβολή της στον Αγώνα του 1821, αλλά και ως παραδοσιακό επάγγελμα.
Στη δεκαετία του 1980 όμως έπαυσαν να λειτουργούν οι παραδοσιακοί υδροκίνητοι μπαρουτόμυλοι. Ιδρύθηκε τότε ένα μεγάλο ηλεκτροκίνητο εργοστάσιο στη χαράδρα του Λουσίου, κάτω από τη Δημητσάνα. Το εργοστάσιο αυτό ίδρυσαν οι αδελφοί Ιωάννης και Σπύρος Μαλεβίτης, για να παράγουν όχι μόνο μπαρούτι, αλλά και δυναμίτη και άλλες εκρηκτικές ύλες. Έτσι, η παραγωγή μπαρούτης στη Δημητσάνα συνεχίζεται.

 

 

Άρθρο από το βιβλίο
ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΣΑΝΑΣ
(Βασιλείου Χαραλαμπόπουλου, Φιλολόγου-Ιστορικού)

devider_250_18

 

Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης

Το Μουσείο Υδροκίνησης Δημητσάνας δημιουργήθηκε από το Πολιτιστικό Τεχνολογικό ‘Ιδρυμα της ΕΤΒΑ και είναι το Πρώτο ανοικτό μουσείο στη χώρα μας που αναφέρεται στην προβιομηχανική τεχνολογία. Περιλαμβάνει αποκαταστημένα τα κτίσματα ενός αλευρόμυλου, ενός βυρσοδεψείου και ενός μπαρουτόμυλου.ydrokinisi_DIMITSANA_1Στον αλευρόμυλο λειτουργεί μια νεροτριβή και ένας υδρόμυλος άλεσης σιτηρών και στο κτίσμα του μπαρουτόμυλου έχει αποκατασταθεί ένας υδροκίνητος μύλος παρασκευής μπαρούτης με κοπάνια.

baroutomilos

Ο μπαρουτόμυλος του Υπαίθριου Μουσείου       Υδροκίνησης

Πρόκειται για χαρακτηριστικό μηχανισμό, που λειτούργησε στα χρόνια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στη Δημητσάνα και αντικαταστάθηκε στις αρχές του 2Οού αιώνα από μηχανισμούς άλλου τύπου. Μέσα και έξω από τα κτίσματα, με μοντέρνα μουσειολογική αντίληψη και σύγχρονα εποπτικά μέσα, δίνονται πληροφορίες για την παραδοσιακή τεχνολογία με την οποία παρασκευαζόταν το μπαρούτι, γινόταν η κατεργασία του δέρματος και των υφαντών και αλέθονταν τα σιτηρά. Το συγκρότημα που περικλείεται στο μουσείο είναι ένα μικρό δείγμα των ερειπωμένων σήμερα βιοτεχνικών εγκαταστάσεων που ακολουθούν τη ροή του νερού των πηγών του Αϊ-Γιάννη, αλλά και αυτών (περισσότερων από εκατό) που βρίσκονταν κατά μήκος του ποταμού Λούσιου και τροφοδοτούσαν την τότε ανθηρή οικονομία των γύρω χωριών και οικισμών.

 

 

 

Απόσπασμα από τον ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΧΑΡΤΗ ΑΡΚΑΔΙΑΣ
Του ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΕΤΒΑ

 

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.