Οι Φράγκοι γαρ εμείνασιν ετότε εις τα Σέρβια (Σέρβου) . . . (Χρονικό του Μορέως).
Χ. Αθ. Μαραγκού, Υποστρατήγου ε.α.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το έτος 1204 μ.Χ. ακολούθησε η διαίρεση του Βυζαντίου: στις ελληνικές αυτοκρατορίες Νίκαιας και Τραπεζούντος, στα Λατινικά κράτη Κωνσταντινουπόλεως και Θεσσαλονίκης, στο ελληνικό δεσποτάτο της Ηπείρου, στα Δουκάτα Αιγαίου και Κρήτης και μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Φράγκους, στο πριγκιπάτο της Αχαΐας.
Διαιρέθηκε επίσης σε πολλές άλλες μικρότερες ηγεμονίες, οι οποίες είχαν με τα κυρίαρχα κράτη ασθενείς δεσμούς γιατί οι σταυροφόροι εφάρμοσαν το φεουδαρχικό σύστημα που ίσχυε στις χώρες τους. [1]
Μπρίνια. Εδώ διεξήχθη η τελική
φάση της μάχης την Πρινίτσας.
|
Οι Φράγκοι αποβιβάσθηκαν στην Πελοπόννησο και εγκαθίδρυσαν το Πριγκηπάτο της Αχαϊας με πρωτεύουσα την Ανδραβίδα το 1205 μ.Χ. Έκτισαν τα κάστρα του Μυστρά, της Μάνης, του Λεύκτρου της Άκοβας, της Καρύταινας,χώρισαν την Πελοπόννησο σε βαρωνίες και φεουδα [2] και ίδρυσαν νομισματοκοπείο στο Χλουμούτσι (ΝΔ Κυλλήνης), απ' όπου έβγαζαν τα ονομαστά τορνέσσια.[3].
Ο ηγεμόνας τους Γουλιέλμος Β' (1246-1278 μ.Χ.) αφού νίκησε τον Δούκα των Αθηνών Γουΐδσωνα Α' και τους Βενετούς 1258 μ.Χ. παντρεύτηκε την κόρη του Δεσπότη της Ηπείρου, συμμάχησε μαζί του και επειδή φιλοδοξούσε να αναστήσει το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης που το 1224 είχε καταλάβει η Νίκαια, μετέβη με ισχυρές δυνάμεις στη Μακεδονία.
Ο Αυτοκράτορας της Νίκαιας, Μιχαήλ Παλαιολόγος (1259-1282μ.Χ.), ήταν ένας ικανός στρατηγός με μεγάλη πείρα στα πολιτικά και επιθυμούσε την επανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γι'αυτό μία από τις πρώτες ενέργειές του ήταν να στείλει τον αδελφό του Ιωάννη με στρατό εναντίον του Δεσπότη της Ηπείρου. Οι αυτοκρατορικές δυνάμεις ενίκησαν τον συμμαχικό στρατό τον Οκτώβριο του 1259 μ.Χ. στη πεδιάδα της Πελαγονίας[4] στη δυτική Μακεδονία και συνέλαβαν αιχμαλώτους τον ηγεμόνα της Αχαΐας Γουλιέλμο με άλλους επιφανείς συμμάχους του και τους οδήγησαν στη Λάμψακο της Μικράς Ασίας.
Την 26ην Ιουλίου 1261 ο αυτοκράτορας κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη[5] και προσπάθησε να αποκαταστήσει την ελληνική κυριαρχία στον Μοριά. Γι αυτό δέχτηκε να απελευθερώσει τον Γουλιέλμο με ανταλλαγή την παραχώρηση των κάστρων της Μονεμβασίας, του Μυστρά και της Μάνης και έτσι απόκτησε ένα ορμητήριο για να καταλάβει όλη την Πελοπόννησο.
Καθιερώθηκε λοιπόν στην Πελοπόννησο σαν αρχή, ανάλογη με την φράγκικη ηγεμονία της Αχαΐας στην Ανδραβίδα και η αυλή του επιτρόπου της Βασιλείας στο Μυστρά.
2. Προετοιμασίες Αντιπάλων Δυνάμεων
Μια επίσκεψη του Γουλιέλμου αμέσως μετά την απελευθέρωση του στη Λακεδαίμονα, θεωρήθηκε σαν παραβίαση της ειρήνης και ο επίτροπος του Μυστρά άρχισε να συγκεντρώνει τους Έλληνες εναντίον των Φράγκων. Στο Χρονικό του Μορέως[6] αναφέρεται σχετικά:
Ενημερώθηκε ο Αυτοκράτορας και του έστειλε αρκετό στρατό με αρχηγό τον αδελφό του Κωνσταντίνο και ένα διακεκριμένο στρατηγό τον Μιχαήλ Καντακουζηνό και με βοηθούς του δυο ανώτερους αξιωματούχους τον Φίλη και τον Μακρινό. Στρατολόγησε γι αυτή την εκστρατεία ένα σώμα 1500 Τούρκων, μεγάλο αριθμό φιλοπόλεμων Ελλήνων από την Μικρά Ασία και 6000 ιππείς τους οποίους χώρισε σε δέκα οκτώ ίλες και και τον Αύγουστο του 1263 μ.Χ. κινήθηκε εναντίον της Φράγκικης πρωτεύουσας της Ανδραβίδας.
Ο Γουλιέλμος για ν' αντιμετωπίσει την κατάσταση που δημιουργήθηκε αφού έθεσε σε κατάσταση αμέσου επεμβάσεως ένα σώμα Φράγκων με διοικητή τον Ζαν ντε Καταβά στην περιοχή των Κρεστένων μετέβη στην Κόρινθο για να ζητήσει τη βοήθεια των μεγάλων υποτελών του.
3. Ενέργειες Αυτοκρατορικών Δυνάμεων
Ο Κωνσταντίνος αποφάσισε ν ακολουθήσει το δρομολόγιο Μυστράς - Βελιγοστή Καρύταινα - Λιοδώρα - Ανδραβίδα, δρομολόγιο κατ' εξοχήν ορεινό ιδίως βορειοδυτικά της Καρύταινας με σοβαρά εμπόδια και με μεγάλες δυσκολίες στην κίνηση, στην διοίκηση, στην ασφάλεια και στον ανεφοδιασμό. Με βάσει τον μέσο ρυθμό κινήσεως που ήταν περίπου 25-30 χιλιόμετρα την ημέρα, επελέγησαν σαν χώροι διανυκτέρευσης η Βελιγοστή, η Καρύταινα και η Πρινίτσα.
Η περιοχή Πρινίτσας τοποθετείται βόρεια της Λιοδώρας σε μια απόσταση 5 χιλιομέτρων κοντά στο σημερινό χωριό Βλάχοι (Χρυσοχώρι). Ευρίσκεται στη νοτιοδυτική απόληξη της οροσειράς: Αρτοζήνος (υψ.1362μ.), Σερβαίικο Βουνό (υψ.1326μ.), Παλαιόκαστρο (υψ.1286μ.), Φραντζέτα (υψ.1241μ.), Δασυβούνι (υψ.1150μ.), ύψωμα 644μ, Κατουράχη (υψ.320μ.) και Χαράη (υψ.204μ.). Το υπερθαλάσσιο ύψος της είναι 150 μ. το οποίο αυξάνεται συνεχώς ανατολικά και φθάνει στον Αρτοζήνο στα 1362μ.παρουσιάζοντας μια κλίση 8 επί τοίς εκατό. Στα νοτιοανατολικά πρανή των βουνών ευρίσκονται τα δάση της Πρινίτσας με τις σημερινές ονομασίες τους, Δρυμήνα, Μπρίνια, Φραζινέτα, απ'όπου περνούσε το κύριο ορεινό δρομολόγιο από Ολυμπία - Ηραία προς το κέντρο της Γορτυνίας.
Αποτέλεσμα της ορεινής διάταξης είναι η ολόπλευρη θέα της περιοχής και κυρίως δυτικά, όπου ανάλογα με την ορατότητα φαίνεται ακόμη και η Ζάκυνθος. Από τον Αρτοζήνο επιτηρείται η κοιλάδα του Αλφειού και η διάβαση της Καρύταινας, ενώ από το Παλαιόκαστρο η περιοχή της Άκοβας και γενικότερα η κάτω κοιλάδα του Λαδωνα.
Αυτή η τραχεία περιοχή ελέγχει το κύριο ορεινό δρομολόγιο Ολυμπία - Λιοδώρα - Σέρβου - Καρκαλού - Βυτίνα, αποτελεί ιδανικο χώρο για άμυνα, εχει πολλές διαδοχικές θέσεις, καλύπτει τα νώτα της και στηρίζει τα πλευρά της στις δύο μεγαλύτερες και ισχυρότατες βαρωνίες της Πελοποννήσου στην Άκοβα (Βυζίκι), με εικοσι τεσσερα ιπποτικά φέουδα βορειοδυτικά και την Καρύταινα με εικοσι δύο [8], νοτιοανατολικά .
Στη Πρινίτσα λοιπόν έφθασε την τρίτη μέρα της εκστρατείας του ο Κωνσταντίνος αφού προηγουμένως ένα απόσπασμα τούρκικο πήγε στην Ίσοβα και έκαψε το καθολικό μοναστήρι της Παναγίας, τα ερείπια του οποίου σωζονται μέχρι σήμερα στο χωριό Τρυπητή. Εκεί στην Πρινίτσα, κοντά στις ισχυρότερες βαρωνίες της Πελοποννήσου, προφανώς χωρίς να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, χωρίς να γίνει διασπορά του μεγάλου όγκου των δυνάμεων, χωρίς επίσης να προβεί στον έλεγχο των διαβάσεων για τον περιορισμό της δράσεως του εχθρού και την αποφυγή πρόκλησης πανικού διανυκτέρευσε ο στρατός του Αυτοκράτορα:
4. Eνέργειες Φράγκικου Στρατού
Αυτές τις παραλείψεις του αυτοκρατορικού στρατού φαίνεται πως εκμεταλεύτηκαν οι Φράγκοι υπό τον μπαϊλο[10] Ζαν ντε Καταβά οι οποίοι ενώ ευρίσκοντο στη περιοχή των Κρεστένων πληροφορήθηκαν τις προθέσεις του Κωνστατίνου και εκινήθηκαν αμέσως προς Ίσοβα, βρήκαν τα ίχνη του τούρκικου αποσπάσματος που έκαψε το μοναστήρι και το ακολούθησαν κρυφά μέχρι το χώρο στρατοπεδεύσεως. Εκεί παρακολούθησαν τον αυτοκρατορικό στρατό[11], εκμεταλεύτηκαν τις αδυναμίες οργανωσεώς του, τα μειονεκτήματα του εδάφους, τα ελλειπή μέτρα ασφαλείας και αποφάσισαν να επιτεθούν εναντίον του αιφνιδιαστικά για να προκαλέσουν πανικό στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο:
5. Η Διεξαγωγή της Μάχης
Ο Ζαν ντε Καταβάς σαν εμπειροπόλεμος που ήταν αποφάσισε πριν από την κύρια επίθεση να προβεί σε μια παραπλανητική ενέργεια ώστε να εξαναγκάσει τον Κωνσταντίνο να εμπλέξει το τμήμα ασφαλείας του για να τον αποκρούσει. Στην συνέχεια να επιτεθεί με το σύνολο των δυνάμεων του, αιφνιδιαστικά για να προκαλέσει τον πανικό στον απροετοίμαστο στρατό και να τον εξαναγκάσει να εγκαταλείψει την μάχη. Πράγματι η μικρή δύναμη των Φράγκων δεν θεωρήθηκε σαν σοβαρή απειλή από τον Κωνσταντίνο ο οποίος όταν τους είδε είπε ειρωνικά:
"προγεματίτσιν γαρ μικρόν εβλέπω ότι μας ήλθεν[14]"
και έστειλε χίλιους ιππείς για να τους αποκρούσουν. Βέβαιος για την νίκη παρακολουθούσε την εξέλιξη της μάχης από την τέντα του, όταν ξαφνικά βλέπει νάρχονται προς το μέρος του τα φράγκικα φουσσάτα. Προκειμένου να σώσει την ζωή του ανέβηκε στο άλογο του και μέσα από μονοπάτια με την βοήθεια ανθρώπου του τόπου, όπου έξευρε κι απείκαζεν το μέρος της Πρινίτσας[15]", κατέφυγε στο Μυστρά, αφήνοντας τους στρατιώτες του να σωθούν στα δάση [16] .
Η μάχη άρχισε το πρωί και τελείωσε το μεσημέρι
"οι Φράγκοι απεσώσασιν ώρα μεσημερίου".
Ο αυτοκρατορικός στρατός εγκατέλειψε την περιοχή [17] και άρχισε να φεύγει ατάκτως προς ανατολάς
"εις τους δρυμώνες έφυγαν εκεί πρός τον στρατέαν"
ακολουθώντας το δρομολόγιο (στρατέα, στράτα) προς Σέρβου
"στούς τόπους εκείνους τους σκληρούς τους πολλά δασωμένους"
Εκεί στα δάση της Πρινίτσας , η περιοχή επίσημα αναφέρεται ως Πρινιάς που σημαίνει πουρναρότοπος ( πρίνος = πουρνάρι), οι ντόπιοι σήμερα το λένε Μπρίνια[18], δόθηκε το τελευταίο χτύπημα στον πανικόβλητο αυτοκρατορικό στρατό.
Φραζινέτα, περιοχή Έριζας |
Βέβαια η περιγραφή της μάχης στα χρονικά είναι σε πολλά σημεία ασαφής, μερικές ενέργειες φαίνονται τελείως αδύνατες και άλλες πιθανές υπό διαφορετικές συνθήκες, παρ όλα αυτά όμως το πιθανότερο είναι ότι στου Σέρβου υπήρχε φράγκικος στρατός, για την επιτήρηση της περιοχής και τον έλεγχο του σημαντικού δρομολογίου που οδηγούσε στο κέντρο της Γορτυνίας. Αυτή η Φράγκικη δύναμη εκμεταλευόμενη την υπεροχή του εδάφους έλαβε θέσεις στο δυτικό πρανές του Παλαιόκαστρου νότια του "Αγιαντριά" ανέκοψε την φυγή του αυτοκρατορικού στρατού ο οποίος πιεζόμενος από τον Ζαν ντε Καταβά μετά από μεγάλη πανωλεθρία εγκατέλειψε άπαντα τα υπάρχοντά του και διέφυγε από την μοναδική δίοδο του αυχένα που σχηματίζεται μεταξύ Παλαιόκαστρου και Φρανζέτας στη θέση Έριζα.. Μεγάλες οι απώλειες και πολλά τα λάφυρα στο πεδίο της μάχης, στη Μπρίνια Φραζινέτα και Έριζα, χίλια με δυό χιλιάδες άλογα, σκηνές και διάφορα αλλά είδη ήταν η λεία των Φράγκων και των περιοίκων που συμμετείχαν στη διαρπαγή [19] .
Σύμφωνα με την παράδοση ο μικρός χείμαρρος μεταξύπαλαιόκαστρου και Φραντζέτας ονομάστηκεΜιλιάνθι[20] σε ανάμνηση του χαμού χιλάδων νέων (ανθών) που φονεύθηκαν κατά την μάχη.
Οι Φράγκοι μετά την μεγάλη και αποφασιστική μάχη σταμάτησαν την καταδίωξη έμειναν στου Σέρβου :
Έμειναν στον ιστορικό χώρο που υπήρξε το κέντρο μαχών και αψιμαχιών μεταξύ Βυζαντινών και Φράγκων από το 1263 μέχρι το 1320 οπότε η περιοχή κατελήφθη από τους βυζαντινούς, γιατί εκτός από την τελική φάση της μάχης της Πρινίτσας σ'αυτή την ίδια περιοχή μερικούς μήνες αργότερα την άνοιξη του 1264 έγινε η συγκένρωση των ιδίων αντιπάλλων δυνάμεων για μια μάχη, γνωστή ως "μάχη των Σεργιανών", η οποία απεσοβήθη την τελευταία στιγμή λόγω θανατηφόρου πτώσεως του Μιχαήλ Καντακουζηνού από το αλογό του. Μερικοί αμφισβητούν το γεγονός, τοπικά και χρονικά, αλλά όπως σωστά διευκρινίζει ο Σμίττ, ο οποίος στο βιβλίο του πραγματεύεται τις σχέσεις των παραλλαγών του Χρονικού και των χειρογράφων, τα Σέρβια, Σεργιανά, Σερβιανά είναι το ίδιο χωριό του Σέρβου, "εν και το αυτό χωρίον γειτνιάζον εις την Πρινίτσαν[22]".
Άλλοι επίσης ομιλούν περί πλάνης του εκδότη και τοποθετούν τα Σεργιανά κοντά στην Ανδραβίδα[23]. Από την ανάλυση του κειμένου όμως προκύπτει ότι ο Σμίττ έχει τεκμηριωμένες απόψεις και ότι η "ήπια αντιπαράθεση" έγινε στον ίδιο χώρο όπου οι Φράγκοι τον Αύγουστο του 1263 έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στις αυτοκρατορικές δυνάμεις.
6. Επίλογος
Κατά τους πρώτους χρόνους της Φραγκοκρατίας (1205-1320 μ.Χ.) η αναφορά των χρονικών του Μορέως επανειλημμένα στο χωριό Σέρβου στην περιγραφή διαφόρων γεγονότων και συγκεκριμένα στις μάχες Πρινίτσας και Σεργιανών μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το χωριό ήταν "ακουστό" όχι μόνο στα Σκορτά και στη Μεσαρέα, αλλά και σ'όλο το Μορέα, όπως ελέγοντο τότε η Γορτυνία, η Αρκαδία και η Πελοπόννησος. Η Φραντζέτα, (Φράτζα=Φραγκιά) όπως ονομάζεται επίσημα το βουνό Φραζινέτα, δεν φανερώνει μόνο ότι υπήρξε φράγκικο τιμάριο αλλά είναι και σημείο αναφοράς για την πρώτη από τις δύο σημαντικές μάχες[24] που έγιναν μεταξύ των αυτοκρατορικών δυνάμεων του Βυζαντίου και των Φράγκων κατακτητών.
Σήμερα μεγάλοι οδικοί άξονες παρακάμπτουν την περιοχή η οποία βρίσκεται σε πλήρη απομόνωση με αποτέλεσμα οι επισκέψεις να είναι ελάχιστες ή μηδαμινές. Οι διάφοροι περιηγητές-ιστορικοί την αγνόησαν τελείως ή την περιέγραψαν ως στερούμενη ειδικού ενδιαφέροντος[25]. Για την κατοίκηση του χώρου υπάρχουν διάφορες απόψεις, υποστηρίζεται ότι: ο πρώτος κάτοικος του χωριού μπορεί να ηταν κάποιος Σέρβος[26], ή κάποιος Ενετός στρατιώτης Ζέρβας[27], ή να κατοικήθηκε από Αλβανούς εποίκους [28].
Από τα υπάρχοντα στοιχεία επιβεβαιώνεται ότι το χωριό προϋπήρχε όλων αυτών των επιδρομέων, εποίκων ή κατακτητών. Του Σέρβου κατά την Φραγκοκρατία, ήταν η Βίγλα, το Κάστρο, το Φυλάκιο που ήλεγχε το κυριότερο ορεινό δρομολόγιο που οδηγούσε στο κέντρο των Σκορτών, ήταν ένα ιστορικό χωριό, ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός επικοινωνίας των δύο μεγαλυτέρων βαρωνιών της Πελοποννήσου, της Καρύταινας και της Άκοβας, όπως κατηγορηματικά δηλώνει ο συγγραφέας του Χρονικού του Μορέως το έτος 1300μ.Χ. περίπου.
Οι φράγκοι γαρ εμείνασιν ετότε εις τα Σέρβια. . . .
Βιβλιογραφία-Σημειώσεις:
1] Κ . Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. 6, σ.26
[2]Κ . Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ,τομ. 6, σ.46
'' Εν ολοις λοιπόν η Πελοπόννησος διηρέθη κατά τους χρόνους τούτους εις δέκα βαρωνίας ......οίτινες ολαι ομού περιελάμβαναν 94 ιπποτικά φέουδα.....
[3]William Miller, Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, Εκδ.Ελλ. Γράμματα. Αθηναι, 1960, σ.150
[4]William Miller, Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, Εκδ. Ελλ. Γράμματα. Αθηναι, 1960, σ. 158
[5]Κ . Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τομ. 6, σ.79 .
[6]Το Χρονικόν του Μορέως γράφτηκε από άγνωστο Φράγκο το 1300 περίπου και παρουσιάζει τα γεγονότα όπως συμφέρει τους ομοεθνείς του. Στην προκειμένη περίπτωση τα αναγραφόμενα στοιχεία έχουν μεγάλη σημασία σαν σημεία αναφοράς -ύπαρξης του χωριού Σέρβου την εποχή εκείνη και όχι σαν λεπτομέρειες διεξαγωγής της μάχης. Από την Ελληνική παραλλαγή πιθανώς να προήλθαν και οι δύο άλλες διασκευές, η Γαλλική και η Αραγωνική.
[7]Χρονικόν του Μορέως, έκδ. Καλονάρου, Αθήναι 1940, στ. 4517-4529.
[8]Κ. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τομ. 6, σ. 46
[9]Χρονικόν του Μορέως, στ. 4669-4674.
[10]Μπαϊλος (baille), αντιπρόσωπος του βασιλέως της Νεαπόλεως στο Μοριά.
[11]Κατά το Α Χ παρ. 351 "ο Ιωάννης Καταβάς εκ Κρεστένων ερχόμενος εστάθμευσεν, εκείθεν δ' αντιληφθείς την επί της αντίπερα όχθης παρουσίαν των Ελλήνων, έπεμψε κατασκόπους όπως καταμάθη τα υπό τούτων πραττόμενα, πληροφορηθείς δε ότι άοπλοι έπαιζον ταβλι και σκάκους επετέθη αιφνιδίως κατ αυτών".
[12]Έσωσαν, έφθασαν.
[13]Χρονικόν του Μορέως, στ. 4701-4712.
-D. A. Zakythinos, Le despotat Grec de Moree,t. I, Παρίσιοι 1932.
-A. Bon, La Moree Frankue, Παρίσιοι 1969.
[14]Χρονικόν του Μορέως, στ. 4761, (προγεματίτσιν = πρόγευμα, κολατσιό, μια ασήμαντη δύναμη)
[15]Χρονικόν του Μορέως, στ. 4830-4837. (απείκαζεν, εγνώριζε).
[16]Χρονικόν του Μορέως, στ. 4840-4841
Το ιδεί τους Φράγκους ότι έσωσαν (έφθασαν) στην τέντα του (Δομεστίκου)
κι απέδειραν κι ερρίξασιν του βασιλέως το σκήπτρον,
όλοι αποκεφαλίστησαν, εβάλθησαν να φεύγουν ,
ο εις τον αλλον ουκ έβλεπεν το πόθεν υπαγαίνει.
[17]Χρονικόν του Μορέως, στ. 4824-4825
ο κατά είς εσπούδαζεν να σώσει τον ενιαυτόν του,
όλοι εις φυγίον εβάλθησαν ένθα ημπόρει ο καθένας.
[18]Έχει προστεθεί το "μ" όπως στη λέξη πρόκα =μπρόκα και Πρίνια =Μπρίνια .
[19]Στεφ. Ν. Δραγούμη , Χρονικών του Μορέως , Τοπωνυμικά, Τοπογραφικά , Ιστορικά, εν Αθήναις 1921, σελ.171. Τα λάφυρα δηλονότι, άτινα ήσαν (ΕΧ) 1000 ή (ΑΧ) 2000 ίπποι, αι σκηναί και άλλα πάμπολλα.
[20]Λεξικόν Πρωϊας "Εκδ. Δημητράκου, Αθήναι.( άνθος-ους και άνθι ).Το κάλλιστον μέρος παντός πράγματος.
[21]Χρονικόν του Μορέως, στ. 4859-4862.
[22]Schmitt John, Die Chronic von Morea, Mόναχον 1889. Παρ. 339-340.
[23]Δραγούμη Στ. Χρονικών Μορέως, Τοπωνυμιακά-Τοπογραφικά-Ιστορικά, Αθήναι 1921, σ.164.
[24]Η άλλη είναι η μάχη του Μακρυπλαγίου κοντά στη Μεγαλόπολη.
[25]Υπάρχουν τουριστικοί χάρτες που δεν αναγράφουν καθόλου το όνομα του χωριού, σε μια έκδοση μάλλιστα αναφέρεται, ως Άγιος Νικόλαος, ενώ ο ιστορικός του ρόλος επιβάλλει μεγαλύτερη προσοχή.
[26]Λεύκωμα της Γορτυνίας, Αθήναι 1937
[27]Γορτυνιακά, Αθήναι 1978, τομ. Β, σ.318
[28]Κανδηλώρος Τ. Γορτυνία, Πάτραις 1899 σ. 207
{jpageviews 00 right}