.Γεωργίου Δ. Βέργου.
Σέρβου, καλοκαίρι 1941.
Γερμανική κατοχή με πολύ φτώχεια και δυστυχία στο χωριό και όλους τους πατριώτες να θρηνούν τα πέντε παλληκάρια που σκοτώθηκαν στον πόλεμο του 1940 και τα τρία αδέρφια (Σχιζαίους) που σκοτώθηκαν στον Άραξο, από το βομβαρδισμό των Ιταλών.
Εκτός από τους 8 αυτούς νεκρούς είχαμε και 2 ακόμη αγνοούμενους:
*Τον Χρήστο Ν. Τρουπή, (γιό του Καλπακίδη), που δεν γύρισε ποτέ και
*Τον αείμνηστο Γεώργιο Β. Σουλελέ, που όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κρήτη, ήταν εκεί στρατιώτης και αιχμαλωτίστηκε για μερικούς μήνες και κανείς δεν γνώριζε αν ζούσε, ή αν σκοτώθηκε πολεμώντας τους κατακτητές.
Το σπίτι του Σουλελέ ήταν στο κάτω μέρος του χωριού, δίπλα στο δικό μας και βλεπόμαστε κάθε μέρα. Η μάνα του, η αείμνηστη θεία Δημήτρω, ήταν χήρα πολλά χρόνια και αγωνιζόταν να αναθρέψει τέσσερα παιδιά (το Γιώργη, την Κανέλα, την Αφροδίτη και τον Δημήτρη). Ο πιο μεγάλος ήταν ο Γιώργης, είκοσι πέντε ετών, και αυτός ήταν το στήριγμά της, η απαντοχή της. Σε αυτόν βασιζόταν για να παντρέψει τα δύο κορίτσια και να βοηθήσει το Δημήτρη, που τότε ήταν 10-12 χρόνων. Όμως, της τον πήραν στον πόλεμο και τώρα ήταν αγνοούμενος!
Κάθε μέρα, η θειά Δημήτρω συζητούσε, πότε με τη μάνα μου, πότε με τη γιαγιά μου (χήρα κι αυτή που είχε χάσει τον παππού μου στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο το 1918), έκλαιγε και κακοπαθειόταν η άμοιρη για την κακή της τύχη και το κακό που τους βρήκε.
Πρέπει να ήταν Αύγουστος του 1941. Ο πατέρας μου με τη μάνα μου κι εγώ (τετράχρονος τότε), είμαστε στο χωράφι μας πάνω από τη βρύση στο Σουλινάρι, λίγο έξω από το χωριό (στο ανατολικό μέρος) και κάναμε διάφορες αγροτικές δουλειές (τα παιδιά τότε τα έπαιρναν από μικρά οι γονείς στα χωράφια).
Κάποια στιγμή βλέπουμε απέναντι στου «τσιούμπι» να έρχεται ένας άντρας με αργά βήματα.
Η βρύση "Σουληνάρι",
σημείο αναφοράς για τους πατριώτες.
ιδιαίτερα τη νεολαία του χωριού
|
«Για κοίτα ρε Μήτσιο, λέει η μάνα μου, ποιος νάναι αυτός;».
Ο πατέρας μου σήκωσε τους ώμους του και κοίταζε επίμονα να δει ποιος ήταν.
Σε λίγο πλησίασε ο άντρας και είδαμε πως ήταν ο αγνοούμενος, ο Γιώργης ο Σουλελές.
Χαρές, χαιρετούρες, καλωσορίσματα κλπ.
Ο πατέρας μου άρχισε να τον ρωτάει το φαντάρο, να μάθει για τις περιπέτειες του στον πόλεμο την αιχμαλωσία κλπ.
Η μάνα μου δεν έχασε καιρό, μας άφησε και έφυγε τρέχοντας να πάει στο σπίτι της θείας Δημήτρως να της πει το ευχάριστο νέο και να της πάρει τα …«συχαρίκια».
Η χαρά της θεια Δημήτρως δεν περιγράφεται, όπως μας έλεγε μετά η μάνα μου. Έκλεγε και ευχαριστούσε το θεό που γύρισε ο γιός της ζωντανός και δεν θα θρήνισε, όπως θρήνισε τον άντρα της...
Σε όλη της τη ζωή, η αείμνηστη θειά, όταν συναντιόταν με τη μάνα μου, όλο αυτό συζητούσε… Μεγάλος καημός.
Αιωνία της η μνήμη.
.
(ΧΙΜ)
.
Στον σύνδεσμο που ακολουθεί μπορείτε να διαβάσετε
το άρθρο του στρατηγού ε.α. Χ. Αθ. Μαραγκού
για τους οκτώ νεκρούς πατριώτες στον Β΄παγκόσμιο πόλεμο
και τους πέντε αιχμαλώτους.