Χ. Αθ. Μαραγκού.
1. Μορφολογία εδάφους χωριού.
Η οροσειρά που εκτείνεται βορειοδυτικά του Αρτοζήνου είναι η τελευταία απόληξη του Μαινάλου. Χαρακτηρίζεται από τις εν σειρά κορυφές του Σερβαίικου Βουνού, του Παλαιοκάστρου, της Φραζινέτας και του Δασυβουνίου. Περιβάλλεται από τους χειμάρους της Γκούρας και του Τουθόα (Μπούφης ή Λαγκαδινό ποτάμι), τα οποία πηγάζουν από τον αυχένα του Αρτοζήνου, αποκλίνουν βόρεια και νότια κατά το ρου τους και συμβάλουν στους πρόποδες του Δασυβουνίου. Έχει μήκος περίπου 12 χιλιόμετρα και το μεγαλύτερο πλάτος της είναι στο μέσον της, περί τα 5 χιλιόμετρα. Το υψόμετρο στην αρχή των ρεμάτων είναι 1250 μέτρα και καταλήγει στη συμβολή τους στα 150 μέτρα. Η μεγάλη κλίση συντελεί στη δημιουργία μεγάλων χαραδρώσεων που σε πολλά σημεία το ύψος τους είναι μεγαλύτερο από τα εκατό, εκατοπενήντα μέτρα.
2. Μορφολογία Παλαιοκάστρου.
Το Παλαιόκαστρο αποτελεί το μέσον της οροσειράς. Ανατολικά διαχωρίζεται από το Σερβαίικο Βουνό με τον αυχένα της Λεσιάς και δυτικά από τη Φραζινέτα με τον αυχένα της Έριζας. Το κέντρο της νότιας πλευράς του είναι και το κέντρο του χωριού, το οποίο απλώνεται σε μια ζώνη μήκους 800 μ. και πλάτους 200. Το χαμηλότερο σημείο έχει υψόμετρο 880, και το ψηλότερο 1160μ. Από το ύψος των 1000 μέτρων εκσπώνται τόσο βόρεια όσο και νότια αντερείσματα μήκους 1500-2000 μέτρων και πλάτους κυμαινομένου από 200 έως 500 μέτρα, τα οποία ενώ βαίνουν ομαλά, λίγο πριν τις απολήξεις τους στο Λαγκαδινό ποτάμι και στη Γκούρα κατέρχονται απότομα, καθιστώντας προβληματική ή και αδύνατη την διάβασή τους. Το Παλαιόκαστρο αποτελείται από δύο χωριστές ευδιάκριτες κορυφές, ανατολική και δυτική, οι οποίες χαμηλώνουν προς το κέντρο σχηματίζοντας ένα μικρό κλειστό οροπέδιο, μια φυσική λίμνη μικρού βάθους, η οποία τροφοδοτεί τα υδροφόρα στρώματα του βουνού με τα νερά της βροχής και τα χιόνια που συγκεντρώνει, λόγω της ειδικής φυσικής διαμόρφωσής της.
1) Χείμαρροι. Από την βόρεια πλευρά του Παλαιόκαστρου πηγάζουν οι χείμαρροι Κακαβάς και Ράπτης, οι οποίο μετά ρουν 2000 και 2500 μέτρων αντίστοιχα, συμβάλουν στο Λαγκαδινό ρέμα και διαχωρίζουν το έδαφος στα αντερείσματα Τσαγκαροβίνας, Δελληγιανναίκης ράχης και της Κάπελλης. Από την νότια πλευρά του Παλαιόκαστρου πηγάζουν οι χείμαρροι, Μπαμπιώτη, Γκερμάζι, Ρέπιζας Ρέμα και Μιλιάνθη, οι οποίοι διαχωρίζουν το έδαφος στα αντερείσματα Μακριά Ράχη, Λαχταρί, Ράχη Πουρίνι και Τραν' Αλώνι.
2) Αντερείσματα. Η Μακριά Ράχη έχει ΝΔ κατεύθυνση, μήκους 1500 μέτρων. Το ύψος είναι 1060 μέτρα και 300 μέτρα πριν την απόληξή του στην Γκούρα κατέρχεται στα 800 μέτρα. Το Λαχταρί, παράλληλο με την Μακριά Ράχη και του ιδίου σχεδόν μήκους με υψόμετρο 972 μέτρα, 200 μέτρα πριν την απόληξή του στην Γκούρα κατέρχεται και αυτό στα 700 μέτρα. Το αντέρεισμα Ράχη Πουρίνι, με υψόμετρο 800 μέτρα, κατέρχεται απότομα και καταλήγει στους πρόποδες του στην Γκούρα, στα 660 μέτρα. Απότομα, σχεδόν κάθετα, κατέρχεται και η Μπρίνια δυτικά του Μιλιάνθη στα τελευταία 150 μέτρα, από τα 750 στα 600 μέτρα. Οι μεγάλες κλίσεις των αντερεισμάτων στις απολήξεις τους προς την Γκούρα αλλά και στους εκατέρωθεν χειμάρρους δημιουργούν μεγάλες χαραδρώσεις με απότομες πλαγιές με κατακόρυφους βράχους, με κοιλώματα και εξάρσεις, στα περισσότερα σημεία τελείως αδιάβατες. Στις πλαγιές αυτές, στ' ασβεστολιθικά πετρώματα έχουν σχηματισθεί διάφορες σπηλιές που χρησιμοποιήθηκαν από τους κατοίκους σαν καταφύγια σε καταστάσεις ανάγκης. Πολλά μονοπάτια διασχίζουν την περιοχή αλλά τα κυριότερα είναι εκείνα που κινούν από το χωριό, διέρχονται από την Γκούρα στις συγκεκριμένες διαβάσεις και κατευθύνονται στα απέναντι χωριά Λυκούρεση, Ψάρι, Σαρακίνι. Σημαντικό ήταν και το παλαιότερο μονοπάτι που περνούσε από τον αυχένα του Αρτοζήνου και παράλληλα της Γκούρας στη νότια πλευρά, περνούσε από την Λυσσαρέα και κατευθύνετο προς την Ηραία.
3. Χαρακτηριστικά Περιοχής Παλαιοκάστρου.
1) Στρατιωτική αξία περιοχής. Αν εξετάσομε τις παραπάνω περιοχές σαν τοποθεσίες άμυνας παρατηρούμε ότι το αντέρεισμα Λαχταρί: Είναι πλησιέστερα προς το χωριό, έχει μεγαλύτερη παρατήρηση και ελέγχει τα κύρια δρομολόγια προσεγγίσεως και διαφυγής. Έχει περισσότερες πηγές σε μικρές αποστάσεις και υπάρχει δυνατότητα ανεφοδιασμού ακόμη και με δύσκολες συνθήκες. Παρέχει απόκρυψη και λόγω της κλίσεως του βράχου είναι αδύνατη η κατάληψή του ακόμη και με ανορθόδοξες ενέργειες. Οι θέσεις των σπηλαίων ψηλά στους απότομους βράχους, είναι εκτός βεληνεκούς των γνωστών όπλων της εποχής. Ο αποκλεισμός της περιοχής είναι μία δύσκολη ενέργεια, η οποία απαιτεί πολλές δυνάμεις και το αποτέλεσμα είναι αμφίβολο. Υποστηρίζεται από τα διπλανά αντερείσματα της Μακριά-Ράχης ανατολικά και Τραν' Αλώνι δυτικά.
2) Σπήλαια - Θέσεις. Τρεις σειρές βράχοι κατακόρυφοι, διαφορετικού ύψους, από 20 έως και 60 περίπου μέτρα, κλιμακούμενοι σε βάθος και στηριζόμενοι σε αναβαθμούς μεγάλης κλίσεως και μικρού πλάτους, διαμορφώνουν το νότιο μέρος του αντερείσματος Λαχταρί. Ένα μονοπάτι σχεδόν αδιάβατο περνούσε από το μέσον του βουνού και κατέληγε στα δρόμο που από το χωριό μέσω Γκερμάζι ή Μπαμπιώτη οδηγούσαν προς του Ψάρι ή του Λυκούρεση. Άλλο μονοπάτι κατέβαινε από την κορυφή και ακολουθώντας την ράχη του βουνού συναντούσε το προηγούμενο στο κέντρο κοντά στην Τρανή Σπηλιά. Ανατολικά και δυτικά σε διάφορες θέσεις υπάρχουν οι υπόλοιπες σπηλιές. Οι χείμαρροι Μπαμπιώτη και Γκερμάζι σχηματίζουν καταρράκτες 10 και 15 μέτρων λίγο πριν συμβάλλουν στην Γκούρα η οποία λόγω της μεγάλης κλίσεως και της αποτόμου και βραχώδους βόρειας όχθης αποτελεί αδιάβατο κώλυμα καθ' όλη την διάρκεια του χρόνου. Επειδή του Λαχταρί είναι το ασφαλέστερο αντέρεισμα, είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι οι κάτοικοι για την πλήρη εκμετάλλευση του χώρου και για να το καταστήσουν μια οργανωμένη τοποθεσία αμύνης κατασκεύασαν επί πλέον σπηλιές, για την εξυπηρέτηση του συνόλου των κατοίκων. Υπάρχουν λοιπόν στου Λαχταρί 21 σπηλιές, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές, Ράχη Πουρίνη, Μπρίνια, Αράπηδες, Κρεββατά, Κακαβά, Σπηλίτσα και αλλού 15. Στο Λαχταρί επίσης υπάρχει και η σπηλιά με την μεγαλύτερη επιφάνεια, η Τρανή Σπηλιά.
4. Μάχες στου Σέρβου. Ιστορικές Επιβεβαιώσεις (1).
1) Δεν είναι τυχαίο ότι στα χρόνια του Ιμπραήμ, την 10η Μαΐου 1826, αυτή την περιοχή επέλεξαν οι Σερβαίοι για να ανακόψουν την κίνηση των Αιγυπτιακών στρατευμάτων προκαλέσαντες μεγάλες καταστροφές στον εχθρό, αποδιοργάνωση, οπισθοχώρηση και εγκατάλειψη στο χώρο της μάχης εκτός από τους νεκρούς και περισσότερα από πέντε χιλιάδες αιγοπρόβατα.
2) Επίσης στην ευρύτερη περιοχή, στην Μπρίνια διηξήχθη η τελική φάση μιας από τις σημαντικότερες μάχες μεταξύ Βυζαντινών και Φράγκων τον Αύγουστο του 1263, η οποία είναι γνωστή ως η μάχη της Πρινίτσας.
5. Τεχνικές Επεμβάσεις στα σπήλαια.
1) Επιφάνεια, χωρητικότητα. Παρακολουθώντας σχολαστικότερα τα χαρακτηριστικά των σπηλαίων καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι οι σπηλιές αυτές δεν είναι μόνο φυσικές αλλά και τεχνικές, σ' όλες όμως έχουν γίνει διάφορες επεμβάσεις, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στην αποστολή τους. Βασιζόμενοι στα πλεονεκτήματα του βουνού, οι κάτοικοι προέβησαν στην λάξευση ή την εξόρυξη των βράχων στα κατάλληλα σημεία, για την δημιουργία των σπηλαίων κι' έτσι εξηγείται η ιδανική θέση τους, η δύσκολη προσέγγιση, η απόκρυψη, το απυρόβλητο και τα άλλα χαρακτηριστικά τους. Αναλόγως αναγκών και θέσεως έγινε η διεύρυνση, η επέκταση και η διευθέτηση του εσωτερικού χώρου των σπηλαίων, ώστε σε περίπτωση κινδύνου να είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν ως χώροι διαμονής τους έχοντας ανάγκη: Γέροντες και ασθενείς, τις ανήμπορες γυναίκες και τα παιδιά, τους τραυματίες και τους καταδιωκόμενους. Ως χώροι αναμονής για την ανάπαυση των πολεμιστών και ως χώροι άμυνας, ορύγματα, χαρακώματα των μέχρις εσχάτων αγωνιζομένων ηρώων μαχητών.
2) Διαμόρφωση ανοίγματος. Εκτός από την λάξευση του βράχου και την διεύρυνση του χώρου, άλλη σημαντική εργασία ήταν η διαμόρφωση του ανοίγματος της σπηλιάς για λόγους ασφαλείας και προστασίας. Η εργασία αυτή είναι η σπουδαιότερη και ήταν συνδυασμός πολλών παραγόντων. Περιελάμβανε την κατασκευή σε καθορισμένη θέση δυο επάλληλων ανθεκτικών τοίχων που στηρίζονταν στις απέναντι άκρες της σπηλιάς. Ο εξωτερικός κάλυπτε αναλόγως της θέσεως, της παρατηρήσεως και αποκρύψεως, το αριστερό ή το δεξιό μέρος του ανοίγματος, αφήνοντας κενό διάστημα μικρότερο του μέτρου το οποίο χρησίμευε ως είσοδος της σπηλιάς. Το ύψος του τοίχου ήταν ανάλογο της θέσεως στην πλαγιά και της αποστάσεως της σπηλιάς από τους πρόποδες βουνού. Ήταν επίσης εξάρτηση της κυρτότητος της οροφής, του χείλους, η οποία έπρεπε να εμποδίζει κάθε εκτοξευόμενο αντικείμενο καμπύλης ή ευθυτενούς τροχιάς να εισέλθει στην σπηλιά. Ο άλλος τoίχος, παράλληλος του προηγουμένου, εσωτερικά και σε απόσταση μικρότερη του μέτρου, στηρίζεται στο άλλο άκρο της σπηλιάς με ύψος ανάλογο με βάσει τα κριτήρια που αναφέρθηκαν καλύπτει την απ' ευθείας είσοδο στη σπηλιά και δημιουργεί στενό ελεγχόμενο διάδρομο δεξιά ή αριστερά που οδηγεί στο εσωτερικό της. Και οι δυο τοίχοι έφεραν πολεμίστρες, εσκοπευμένες του μεν εσωτερικού τοίχου στην είσοδο και στο διάδρομο της σπηλιάς, του δε εξωτερικού στο δρόμο προσεγγίσεως ή στον χώρο αναρριχήσεως που σε πολλές περιπτώσεις, λόγω του κατακορύφου της όψεως και της αποστάσεως του ανοίγματος από την σταθερή βάση, προηγείται της εισόδου της.
3) Εργασίες εισόδου. Η είσοδος στην σπηλιά ήταν δύσκολη, απαιτούσε την καταβολή αυξημένης προσπάθειας και σε πολλές περιπτώσεις γινόταν με την βοήθεια άλλων ή με την χρησιμοποίηση διαφόρων μέσων, ξύλων, σχοινιών κ.τ.λ. Αυτό οφείλεται στις εργασίες διαμόρφωσης της εισόδου, οι οποίες προέβλεπαν αποκοπή των προεξοχών και ανάλογη ομαλοποίηση της κατακορύφου επιφανείας για να μην εισέρχονται εύκολα οι επιτιθέμενοι αλλά στις διάφορες προσπάθειες αναρριχήσεως να εμποδίζονται ή να αποκρούονται ή και να τίθενται εκτός μάχης ακόμη και από μικρά παιδιά.
Με βάσει τις παραπάνω αρχές διαμορφώθηκαν τα μονοπάτια και οι προσβάσεις στην περιοχή και καθορίστηκαν οι διάφορες αποστολές, ασφάλεια, αλληλοϋποστήριξη, δυνάμεις επιφανείας, ενέδρες - φυλάκια, τροφοδοσία, υδροληψία, πολεμοφόδια, επικοινωνία και οτιδήποτε άλλο που θα συντελούσε στην εκπλήρωση της αποστολής τους.
6. Χρησιμοποίηση σπηλαίων.
Δεν μπορούμε μετά βεβαιότητος να αποφανθούμε πότε κατασκευάστηκαν ή πότε χρησιμοποιήθηκαν οι σπηλιές. Επειδή το χωριό έχει συνεχή παρουσία στο χώρο για πολλές χιλιετίες, βέβαιο είναι ότι στις δύσκολες περιόδους εκεί προσέφευγαν οι κάτοικοι για λόγους ασφαλείας. Μετά την καταστροφή του Κάστρου και ενδεχόμενη μετατόπιση του χωριού νοτιότερα, οι σπηλιές απετέλεσαν τους μοναδικούς χώρους ασφαλείας, διαμονής αλλά και αμύνης των κατοίκων από τις επιθέσεις των διαφόρων επιδρομέων κατακτητών. Η περίοδος αυτή θα πρέπει να αρχίζει από την καταστροφή της Γορτυνίας από τους Φράγκους (2) και αργότερα.
1) Στη Φαγκοκρατία. Όταν το 1267 επαναστάτησαν οι Γορτύνιοι και προσχώρησαν στους Βυζαντινούς, «......οι Σκορτινοί 3 ερροβόλευσαν και υπάν με τους Ρωμαίους......», οι Φράγκοι έστειλαν τα στρατεύματά τους να τιμωρήσουν τους αποστατάτες: «.....Έκαψαν και εξαλείψασι τον τόπον και ταις χώραις κι' όσους έπιασαν μ' άρματα όλους τους κατακόψαν. Κι' όταν είδαν οι άρχοντες οι Σκορτινοί ετούτο στα όρη επροσφεύγασι κ' εις τα ψηλά βουνία (4)....».
2) Στα Ορλωφικά. Μετά την αποτυχία της επαναστάσεως του Ορλώφ, οι Τούρκοι έφεραν Αλβανούς μισθοφόρους για να αποκαταστήσουν την τάξη. «....Τα βουνά και οι κοιλάδες γέμισαν πτώματα και τα χωριά χαθήκαν μεσ' στις φλόγες. Η Τριπολιτζά καταλήφτηκε και ξεκληρίστηκε απ' τους Αλβανούς, που μέσα σε δυο ώρες έριξαν κάτω τρεις χιλιάδες κεφάλια. (5) Εκκλησίαι, σχολεία, μοναστήρια, κατεκρημνίσθησαν και ηφανίσθησαν..... Οι κάτοικοι καταλείποντες τας οικίας ή εργασίας των κατέφευγον ομαδικώς εις τα απάτητα όρη και εις τα απρόσιτα σπήλαια. Και βεβαίως ευρίσκοντες αφύλακτα τα χωρία οι Αλβανοί επεδίδοντο εις αρπαγάς και εμπρησμούς. Άλλ' οι καταφεύγοντες εις τα κρησφύγετα ουχί σπανίως ηναγκάζοντο να παραμένουν εκεί επί πολύ και δια τούτο πολλά χωρία ηρημούντο. Υπάρχουν περιπτώσεις, καθ' ας φεύγοντες μετά των οικογενειών των οι κάτοικοι κατεδιώκοντο εις οχυρά κρησφύγετα και επολιορκούντο, αναγκαζόμενοι ν' αμύνονται ενόπλως» (6). Μετά την πρώτες επιδρομές οι κάτοικοι που παρέμειναν στο χωριό πρέπει να ήταν πολύ λίγοι και σ' αυτούς πρέπει να συμπεριλαμβάνονται και ελάχιστες οικογένειες που γλύτωσαν από την καταστροφή του Αρτοζήνου. Με βάσει μια απογραφή του 1815, όταν πια είχαν ησυχάσει τα πράγματα, το χωριό είχε 30 οικογένειες. Αυτές περίπου πρέπει να υπήρχαν και το 1770-1779. Αυτοί οι κάτοικοι έχτισαν ή επιδιόρθωσαν τις σπηλιές, αυτοί τις χρησιμοποίησαν σαν χώρους διαμονής και αυτοί τις υπερασπίστηκαν σαν εστίες ιερών και οσίων, σαν ορύγματα-χαρακώματα προστασίας των πολεμιστών στις δύσκολες στιγμές. Οι σπηλιές στου Λαχταρί, με την Τρανή Σπηλιά κάλυπταν τις ανάγκες των κατοίκων, με εναλλακτικές λύσεις τις σπηλιές στις άλλες περιοχές, στου Ράχη Πουρίνι, στην Μπρίνια, στου Ντίσιλι, στου Κρεββατά, στου Κακαβά, στην Σπηλίτσα, στην Γρανιά, συμπλήρωναν ένα τέλειο αμυντικό σύστημα, με παρατηρητήρια, φυλάκια, ελέγχους σε καίρια σημεία, σε βουνά, σε φαράγγια, σε δρομολόγια με εποπτεία της περιοχής με ασφάλεια για διαμονή, για διαφυγή αλλά και για άμυνα μέχρις εσχάτων. Στο χωριό πολλά άτομα έφεραν το όνομα Σπήλιος. Η συχνότητα του ονόματος μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι λόγω των διωγμών οι γυναίκες έμεναν για λόγους ασφαλείας αρκετό χρόνο στις σπηλιές παρά στα σπίτια τους και τα παιδιά γεννιόντουσαν εκεί.
3) Στους διωγμούς των Κλεφτών. Απόκρυψη Κολοκοτρώνη.. Μετά την εξόντωση των Αλβανών οι Τούρκοι άρχισαν τον διωγμό των Κλεφτών. Με φιρμάνι εκαλείτο όλος ο λαός, Τούρκοι και Έλληνες να συνδράμουν την εξουσία με όλους τους τρόπους, σύσσωμοι, ολόψυχα, στον γρήγορο και παντελή εξοντωμό των Κλεφταρματολών." Όποιος κρύβει Κλέφτη θάνατος, όποιος δεν μαρτυράει τα κρυσφύγετά τους, σούβλισμα, όποιος τους δίνει ψωμί, φωτιά κα κρέμασμα". Φρικτά δεινά υπέστησαν η Τριφυλία, η Γορτυνία, η Ολυμπία. Ο τρομερός Αλή Τσεκούρας με ομάδες Λαλαίων, Βαρδουνιωτών, Τούρκων κακούργων έδερνε, έκαιγε, βασάνιζε. .Δηγείται ο Κολοκοτρώνης (7):
«. . . ετράβηξα λοιπόν για την Λιοδώρα, εις τον γέρο-Κόλια και Δημήτρην, γαμβρό μου, τους είχαν ενέχυρον εις την Καρύταινα και δεν εύρηκα παρά μόνον τον αδελφόν του τον Γεωργάκη εις την Στάνη. Ομίλησα του Γεωργάκη, μας έφερε ψωμί και του είπα να υπάγη έως τη Ζάτουνα, έμαθε ότι εσκότωσαν όλους τους εδικούς μας. Οι Τούρκοι του έδωκαν μία διαταγή εις τους Ψαραίους, Παλουμπαίους, και λοιπά χωριά, ότι αν σκοτώσετε τον Κολοκοτρώνη, να είναι τα χωριά σας τόσα χρόνια ασύδοτα και αν δεν τους σκοτώσετε από εφτά χρόνους και απάνω θέλει τους περάσωμεν όλους από το σπαθί. Οι Τούρκοι αφού μ' εκυνηγούσαν απ' όλα τα μέρη εστοχάσθηκαν ότι αλλού βέβαια δεν μπορεί να καταφύγει ειμή εις τους Κολιαίους και δια τούτο έκαμαν αυτή την διαταγήν. Ο Γεωργάκης με έσμιξε και μου διηγήθηκε τα πάντα και έτσι έφυγα και ακούσθηκα στα Λαγκάδια...».
Ο Δεληγιάννης ενημερώθηκε από τον Γεωργάκη για την κατάσταση και αναφέρει (8): «....συσκευθέντες ημείς οι τέσσερες αδελφοί, Ανάστος, Κανέλλος, Δημητράκης και Κωνσταντάκης περί αυτού του τρομερού και απελπιστικού και δι' αυτόν και δι' ημάς αντικειμένου αποφασίσαμε ομοφώνως να τον σώσωμεν. Και είπομεν του Γεωργάκη να υπάγη ευθύς οπίσω, χωρίς να τον ιδή ανθρώπινο μάτι, και να τον προφυλάξη εκεί, μέχρις ότου τελειώσει αυτή η σκηνή και τότε να τον βγάλη όθεν δυνηθή δια να σωθή. .». Επήγε μεταμφιεσμένος εις του Παλούμπα εις τους Κολιαίους - Πλαπουταίους, όπου ήτον συγγενείς του, τον οποίον έβαλαν εις μίαν τρύπαν και τον τροφοδοτούσε ο Παρασκευάς μόνος του επί 40 ημέρας, χωρίς άλλος εκ της φαμίλιας του να το ηξέρη... (9). Η απόκρυψη του Κολοκοτρώνη κοντά στου Παλούμπα ήταν αδύνατη, γιατί και χώρος κατάλληλος δεν υπήρχε αλλά και ό έλεγχος ήταν πολύ εύκολος και αναμενόμενος. Πριν λίγες μέρες σκότωσαν τον αδερφό του τον Γιάννη με την παρέα του στο μοναστήρι των Αιμυαλών. Υπήρχε μεγάλος κίνδυνος. Έπρεπε να κρυφτεί σε τέτοια θέση που να μη δημιουργεί υπόνοιες, να είναι αδύνατος ο εντοπισμός του αλλά και σε περίπτωση αποκάλυψής του να υπάρχουν δυνατότητες διαφυγής. Να υπάρχει ασφάλεια και προστασία. Οι σπηλιές της περιοχής Σέρβου πληρούσαν αυτές τις προϋποθέσεις και επί πλέον υπήρχαν στο χωριό έμπιστοι συνεργάτες τόσο των Πλαπουταίων όσο και των Δεληγιανναίων. Οι Ηλιόπουλοι, οι Παγκραταίοι, οι Κατζουλαίοι, οι Δαραίοι, οι Δαροπουλαίοι, οι Σμυρνιοί, οι Τρουπαίοι, ήσαν ικανοί να προφυλάξουν τον Κολοκοτρώνη, αλλά και να τον φυγαδεύσουν με ασφάλεια σε περίπτωση κινδύνου. Οι σπηλιές αυτές πρέπει να φιλοξένησαν τον Κολοκοτρώνη το δίμηνο, Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 1806 και συγκεκριμένα εκείνες που βρίσκονται δυτικά του αντερείσματος Ράχη Πουρίνι προς τους πρόποδες της Μπρίνιας, οι οποίες σύμφωνα με την παράδοση λέγονται και Σπηλιές του Κολοκοτρώνη.
4) Στα χρόνια του Ιμπραήμ. . . Τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα: «......καπνοί δε υψούντο παντού και καθ' εκάστην ημέραν εγίνοντο σκοτωμοί και αιχμαλωσίαι και άλλα ανήκουστα δυστυχήματα... Έφευγαν και τα γυναικόπαιδα επάνω εις τα βουνά και εκρύπτοντο μέσα εις τα δάση και τα σπήλαια... Μόνον εις τους βράχους και τας κορυφάς των αγρίων τόπων και των βουνών, εκεί ήσαν αι κατοικίαι των ανθρώπων. Εκεί μόνον ευρίσκοντο τροφαί και ότι άλλο ήθελεν ο άνθρωπος, ως και θεραπευτικά μέσα δια την συντήρηση των ασθενών και των πληγομένων. Κανείς δεν δύναται να περιγράψη τα τραγικά συμβάντα, τα οποία από τόπου εις τόπον εγίνοντο. Αι γυναίκες αναγκαζόμεναι από τους Τούρκους έπεφταν κάτω εις τους αποτόμους βράχους και απέθνησκον, τα δε παιδία των τα μικρά έπνιγαν αι ίδιαι εις τους ποταμούς δια να μη φωνάζουν κλαίοντα και ακούσουν οι Τούρκοι και πηγαίνουν και τους αιχμαλωτίσουν..» (10) . Αυτές οι περιγραφές είναι αδύνατο να σχολιασθούν. Υποκρύπτουν άφθαστους ηρωισμούς και άγνωστες θυσίες. Κανείς δεν μπορεί να περιγράψει τα συμβάντα...οι θυσίες ξεπερνούν το Αρκάδι, το Μεσολόγγι, το Σούλι, το Ζάλογγο.
5) Επιδρομές Ρουμελιωτών (1826-1827). Ενημερώνει σχετικά ο Δεληγιάννης. «.....οι Ρουμελιώτες, βλέποντες ότι ήνοιξεν δι αυτούς στάδιον ευδαιμονίας και ο χρυσούς αιών των λιρών και των λαφύρων, παραβλέψαντες και όρκους και τιμήν και συνείδησιν και πατρίδα, έτρεξαν εις την Πελοπόννησον ως άρπυιαι και κατεπλημμύρησαν αυτήν ως άλλος Δράμαλης και άλλος Ιμβραϊμ.... Μήτε οι Τούρκοι, μήτε οι Άραβες του Ιμβραϊμ έπραξαν τοιαύτας αθεμιτουργίας..... Οι κάτοικοι έφευγον εις τα όρη, εις τα δάση, εις τα σπήλαια να σωθούν από τας ανοσιουργίας των ανθωπομόρφων θηρίων....»(11) Οι Ρουμελιώτες προκάλεσαν πράγματα που μήτε οι Τούρκοι, μήτε οι Άραβες του Ιμβραήμ...
6). Στην κατοχή χρησιμοποιήθηκαν πάλι οι σπηλιές σαν χώροι απόκρυψης ειδών πρώτης ανάγκης.
7. Συμπέρασμα.
Από τις παραπάνω αναφορές για τις σπηλιές προκύπτει ότι χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι διαμονής στην Φραγκοκρατία, στα ορλωφικά, στους διωγμούς των κλεφτών, στα χρόνια του Ιμπραήμ και στις εμφύλιες διαμάχες κατά την διάρκεια του Αγώνα. Χρησιμοποιήθηκαν ως κατοικίες, ως εκκλησίες, ως σχολεία, που οι σκλαβωμένοι μάθαιναν τα πρώτα γράμματα, τις πρώτες προσευχές, τα πρώτα τραγούδια, την ιστορία, τις παραδόσεις τους, τα κατορθώματα των κλεφτών. Ήταν οι χώροι που θυμίζουν ολοκαυτώματα, τόπους θυσίας. Ήταν τα ιδιόμορφα πεδία μάχης για αγώνες μέχρι θανάτου, χωρίς δυνατότητες υποχωρήσεως, οι χώροι στρατιωτικής εκπαίδευσης, οι στίβοι μάχης, το βάφτισμα του πυρός. Ήταν οι χώροι της τελευταίας ελπίδας, της ύστατης προσπάθειας. Η ύπαρξη αυτών των σπηλαίων φανερώνει το μεγαλείο των προγόνων μας και σηματοδοτεί την εποχή τους. Οι σπηλιές αυτές παρατάσσονται, άσχετα με την μέχρι σήμερα αξιολόγησή τους, ως μνημεία μεγίστης ιστορικής αξίας, δίπλα στο κάστρο, στο θρυλικό μοναστήρι του Αγιαντριά, στις μεγάλες μάχες που έγιναν στην περιοχή, και στις λοιπές αρχαιότητες του ιστορικού χωριού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Εφημερίδα Αρτοζήνος, φύλλο 150, 2005
2 το 1267;;;
3 Έτσι αποκαλούσαν τους Γορτύνιους.
4 Χρονικόν Μορέως,
5 Πουκεβίλ, Ταξίδι στο Μοριά. Εκδ. Τολίδη, Αθήνα 1980.
6 Τ. Γριτσοπύλου, Τα Ορλωφικά. «Μνημοσύνη», Εν Αθήναις 1967.
7 Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων της Ελ. Φυλής. Αθήναις 1889. Εκδ. Εστίας
8 Κ. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα. Εκδ. Τσουκαλά, Αθήνα 1957
9 Παπατσώνη, Απομνημονεύματα, Αθήνα 19..;;; 1
10Χρυσανθόπουλος Φωτάκος, Απομνημ., Εκδ. Π. Δ. Σακελλαρίου. Εν Αθήναις 1899
11Δεληγιάννη, Απομν. τ. 2, σ.245, Αθήνα 19..;;;;