Γράφει ο Αθανάσιος Π. Στρίκος, εκπαιδευτικός, ταξίαρχος ε.α.
Με ξάφνιασε ο Αίσωπος. Όχι πως δεν τον ήξερα. Τον ήξερα. Γνώριζα ότι ήταν δούλος από τη Θράκη ή τη Σάμο ή τη Φρυγία ή.. ή..
Ήξερα ακόμη πως ήταν κακάσχημος, στραβοπόδης και με βραχίονες γάτας (βλαισός και γαλιάγκων) και τραυλός (σορδός). Αλλά όση φυσική ασχήμια είχε αυτή εξαφανιζόταν μπροστά στην εξυπνάδα του και την ψυχική του ωραιότητα.
Ήξερα ακόμα πως ήταν (είναι) ο πατέρας των μυθοποιών σ’ όλον τον κόσμο. Ο Ηρόδοτος τον λέει λογοποιόν. Δηλαδή το ίδιο (μύθος=λόγος). Ακόμη ότι ήταν διασκεδαστής στην αυλή του Κροίσου και πως ο Κροίσος τον έστειλε με πολλά δώρα στους Δελφούς (για τη σχέση του Κροίσου με το μαντείο των Δελφών ίσως μιλήσουμε άλλη φορά), αλλά εκεί ο Αίσωπος βλέποντας την απληστία των ιερέων αγανάκτησε και μίλησε γι’ αυτούς σαρκαστικά. Το αποτέλεσμα ήταν να βάλουν στις αποσκευές του Αισώπου ένα χρυσό κύπελο αφιερωμένο στο θεό, να τον κατηγορήσουν ότι το έκλεψε και τελικά να τον καταδικάσουν σε θάνατο. (Τον γκρέμισαν από μια κορυφή του Παρνασσού, που γκρέμιζαν τους κακούργους).
Ακόμα είχα διαβάσει ότι τον Σωκράτη στο δεσμωτήριο τον επεσκέφθη στον ύπνο του ο Απόλλων και του είπε να ασχοληθεί με την ποίηση. Ο Σωκράτης δε επιθυμούσε να μετατρέψει τους μύθους του Αισώπου σε έμμετρο λόγο. Άρχισε με τον Αίσωπο ενώ βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου. (Φανταστείτε τι μεγαλείο ο Αίσωπος που συνεπήρε και τον Σωκράτη).
Είναι γνωστό ακόμα ότι πήρε μέρος και στο συμπόσιο των επτά σοφών και αξιολογεί με τη σοφία του τους λόγους ενός εκάστου των σοφών.
Γνωστό επίσης πως οι ιστορίες του Αισώπου έχουν αλληγορικό ή ηθικό χαρακτήρα και για να τις στήσει χρησιμοποιεί κυρίως ζώα (αλεπούδες, γαϊδάρους, λύκους, κόρακες κ.ά.). Ναι, αυτά τα ήξερα από τις πρώτες τάξεις του παλιού εξαταξίου γυμνασίου της δεκαετίας του πενήντα. Δεν είναι αρκετά; θα ειπεί κάποιος. Τότε γιατί ξαφνιάστηκα;
Ξαφνιάστηκα, ευχάριστα βέβαια, όταν τελευταία έπεσε στα χέρια μου ένα παλιό βιβλίο με ιστορίες του Αισώπου. Δεν ξέρω αν υπάρχουν και κυκλοφορούν τώρα πια βιβλία με τις ιστορίες του. Και είδα πόσο μεγάλη φιλοσοφία μπορούσαν να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι με απλό και απέριττο τρόπο. Πώς σκόπευαν τις ανθρώπινες αδυναμίες. Είδα πώς μ’ ένα μύθο μπαίνει κανείς δυνατά, μπορεί να λέει πολύ σκληρά πράγματα και βγαίνει πέρα ανενόχλητος δίχως να τον παρεξηγήσει κανείς. Και στο τέλος μπορείς να κάθεσαι να συζητάς παίζοντας ώρες πολλές. (Την τέχνη, τη μεγάλη τέχνη, ο πραγματικά άξιος του λόγου τη μετατρέπει σε παιχνίδι). Και μ’ ένα κείμενο οκτώ (8) στίχων μπορείς να διδάξεις αρχαία ελληνικά, γραμματική, συντακτικό, αισθητική γλώσσας, φιλοσοφία, θέατρο…
Ο Αίσωπος είναι απ’ τα καλύτερα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Το λέω μετά λόγου γνώσεως. Δίδει θέμα συζήτησης έτοιμο, στο πιάτο που λένε. Παίρνεις ένα μύθο του και μπορείς να μιλάς μέρες. Δεν είναι Θουκυδίδης ο Αίσωπος ή τραγωδίες να σου πληγώσει την καρδιά. Αυτοί (Θουκυδίδης, τραγικοί) είναι άλλη ιστορία.
Ο Αίσωπος είναι δάσκαλος.
Κι όσοι θέλουν να διδάξουν στα δημοτικά, στα γυμνάσια, στα λύκεια, τα πανεπιστήμια κι όπου αλλού, τον Αίσωπο πρέπει πρώτα να διδαχτούν κι απ’ αυτόν να πάρουν μαθήματα. Για τη διδασκαλία τους και τη ζωή. Πώς τό’ λεγαν οι αρχαίοι;
Πρῶτον ἐρέτην ἢ πηδαλίοις ἐπιχειρεῖν (πρώτα ναύτης κι ύστερα καπετάνιος).
Κι έχω ένα παράπονο και πολλές φορές τό ’χω εκφράσει στον εαυτό μου. Να μπορούσα να κάνω παρέα μ’ έναν τέτοιον άνθρωπο. Να εμφανιστεί μπροστά μας, έστω σαν φάντασμα, ένας αρχαίος. Ντυμένος όπως τότε. Με τα σαντάλια του, το ιμάτιό του, τα γένια του. Ένας Αίσωπος ή ένας κυνικός φιλόσοφος. Ν’ ακούσω πέντε λέξεις, πώς προφερόταν αυτή η γλώσσα. Θα ήταν για ’μένα ένα θαύμα. Και φαντάζομαι η ομιλία τους θα ήταν κάτι άλλο. Φοβερό. Και πολύ τραγουδιστό. Με τα μακρά, τα βραχέα, τα δίχρονα. Τα ει και οι και αι και υι τις υπογεγραμμένες, που ήσαν κι αυτές γράμματα, τις δοτικές, τις ευκτικές και τόσα άλλα. Γιατί αυτοί δεν είχαν ορθογραφία. Ό,τι λέγανε το γράφανε κι όλας. Αυτά όλα ήσαν προφορά, ελέγονταν.
Και το ένα μόνο κομμάτι της ομορφιάς έχουμε εμείς σήμερα, το οπτικό. Το ακουστικό μας λείπει. Δεν το ξέρουμε. Γνωρίζουμε όμως ότι σίγουρα είχαν μουσική και μάλιστα ήταν από τα πολύ βασικά μαθήματα.
Όμως πολλά είπαμε. Ας έρθουμε στον ίδιο τον Αίσωπο. Ένα κείμενο οκτώ στίχοι όλο κι όλο, που έχει τον τίτλο ʺΙατρός άτεχνοςʺ. Και απολαύστε χιούμορ, σάτιρα, σπιρτάδα, πετάγματα, ευρηματικότητα, φιλοσοφία, εναλλαγές, αμεσότητα ιδίως με τη χρήση μετοχών και απαρεμφάτων, γλώσσα απολύτως κατανοητή και σήμερα.
Ένας γιατρός ήταν ατζαμής. (Ἰατρὸς ἦν ἄτεχνος). (Για το άτεχνος κάνεις ολόκληρο μάθημα. Τέχνη και α στερητικό κι έχεις τον ατζαμή, τον κομπογιαννίτη, τον ημιμαθή, τον μη επιστήμονα. Με τρεις λέξεις μπαίνει δυνατά). Αυτός φρόντιζε έναν άρρωστο και ενώ όλοι οι άλλοι γιατροί έλεγαν πως δεν κινδυνεύει, απλώς θ’ αργήσει να γίνει καλά, (Οὗτος ἀρρώστῳ παρακολουθῶν, πάντων ἰατρῶν λεγόντων αὐτὸν μὴ κινδυνεύειν ἀλλὰ χρονίσειν ἐν τῇ νόσῳ), αυτός μόνος είπε στον άρρωστο να τακτοποιήσει τις δουλειές του γιατί την αυριανή μέρα δεν τη βγάζει. (Οὗτος μόνος ἔφη αὐτῷ πάντα τὰ αὐτοῦ ἑτοιμάσαι, τὴν αὔριον γὰρ οὒχ ὑπερβήσῃ). Και αφού είπε στους συγγενείς να ετοιμάσουν τα της κηδείας έφυγε. (Ταῦτα εἰπὼν ὑπεχώρησεν). Μετά από κάμποσο καιρό ό άρρωστος έγινε καλά, βγήκε και περπατούσε στο δρόμο κίτρινος βέβαια και βαδίζοντας με δυσκολία. (Μετὰ χρόνον δέ τινα ἀναστὰς ὁ νοσῶν, προήλθεν, ὠχρὸς καὶ μόλις βαίνων). Έτυχε δε να συναντήσει το γιατρό ο οποίος τον χαιρέτησε και τον ρώτησε: Τί κάνουν εκεί στον κάτω κόσμο; (Ὁ δὲ ἰατρὸς συναντήσας αὐτῷ. Χαῖρε, ἔφη· πῶς ἔχουσιν οἱ κάτω;) Και ο άρρωστος του είπε. (Κακεῖνος εἶπεν). Καλά είναι, ησυχάζουν οι νεκροί. Ξέχασαν τα βάσανα του κόσμου αφού ήπιανε το νερό της λησμονιάς. (Ἡρεμοῦσι πιόντες τὸ τῆς Λήθης ὕδωρ). Και συνέχισε: Προ ολίγου όμως ο Θάνατος και ο Άδης θύμωσαν πολύ με τους γιατρούς γιατί δεν αφήνουν τους αρρώστους να πεθάνουν. (Πρὸ ὀλίγου ὁ Θάνατος καὶ ὁ Ἅιδης δεινῶς ἠπείλουν τοὺς ἰατροὺς πάντας ὅτι τοὺς νοσοῦντας οὐκ ἐῶσιν ἀποθνήσκειν). Και μάλιστα γράφανε τα ονόματα των γιατρών αυτών για να τους τιμωρήσουν. (Καὶ κατεγράφοντο πάντας). Επρόκειτο δε να γράψουν και ’σένα, αλλά εγώ έπεσα στα πόδια τους και τους παρακάλεσα και ορκιζόμουν πως εσύ δεν είσαι γιατρός κι άδικα σε συκοφαντούν. (Ἔμελλον δὲ καὶ σὲ γράψαι, ἀλλὰ ἐγὼ προσπεσὼν αὐτοῖς καὶ δυσωπήσας ἐξωμοσάμην αὐτοῖς μὴ ἀληθῆ ἰατρὸν εἶναι σε, ἀλλὰ μάτην διεβλήθης).
Γυρίστε πίσω και διαβάστε μόνο το αρχαίο κείμενο και χαρείτε ομορφιά, θαυμάστε αμεσότητα, σάτιρα, πνεύμα, θεατρικότητα, ζωντάνια. Δέστε τις μετοχές παρακολουθῶν, λεγόντων, εἰπών, ἀναστὰς ὁ νοσῶν, βαίνων (ὠχρὸς καὶ μόλις βαίνων), συναντήσας, πιόντες τὸ τῆς Λήθης ὕδωρ, νοσούντας (τοὺς νοσούντας οὐκ ἐῶσιν ἀποθνήσκειν), προσπεσών, δυσωπήσας και πέστε αν είναι μετοχές εκείνες που σήμερα δίδονται αναλυμένες, ιδιαίτερα εκεί που λειτουργούν ως ρηματικά επίθετα. Π.χ η πληγείσα περιοχή γίνεται η περιοχή που πλήχτηκε, ο προαχθείς εκείνος που προάχτηκε, ο συλληφθείς αυτός που συλλήφτηκε –γιατί ο ευλογημένος δεν λέει αυτός που πιάστηκε;- η διενεργηθείσα αυτοψία κλπ.
Διαβάστε πάλι μόνο το αρχαίο κείμενο, απολύτως κατανοητό μ’ όλες τις λέξεις γνωστές, πλην του δυσωπήσας και εξωμοσάμην ίσως, και δυσκολία καμμία στη σύνταξη του λόγου, σ’ αυτή την ατέλειωτη, τη μεγάλη και φοβερή ελληνική γλώσσα. Και απορεί κανείς πώς δημιουργήθηκε αυτή η γλώσσα. Και μάλιστα έτσι μόνη της φτιάχτηκε χωρίς ειδικούς επιστήμονες, γραμματικούς, φιλολόγους, δασκάλους, συγκριτικούς γλωσσολόγους και ρέει σα νεράκι από μόνη της στο διάβα των αιώνων μέσα στο μυαλό και την ψυχή των ανθρώπων. Αμ εκείνος ο παρακείμενος με τον αναδιπλασιασμό; Τη μεγαλοποιεί τη λέξη ο παρακείμενος, ο αναδιπλασιασμός. Κι ακούς: σεσημασμένος, απολωλός πρόβατον, τα πεπραγμένα, η ειμαρμένη, η καθεστηκυία τάξη, τεταγμένος, κέκραγα κτλ., που ετέθη η μεγάλη σφραγίδα κι αλλιώτικα δεν μπορείς να τα ειπείς πια. Και αυτά τα έφτιαξε μόνη της η γλώσσα. Πώς του ήρθε η ανάγκη και τα είπε;
Και όμως αυτή τη γλώσσα την πιάσαμε εμείς οι έξυπνοι νεοέλληνες και τη βάλαμε στο ξυλοκρέβατο του Προκρούστη. Τον Προκρούστη μπορεί να τον σκότωσε ο Θησέας, οι Προκρούστηδες όμως δεν τελειώνουν ποτέ. Σήμερα λέγονται γλωσσολόγοι. Και δεν πρέπει τούτο, δεν πρέπει το άλλο, διώξτε αυτό, απλοποιείστε εκείνο. Βάλτε το αυτό έτσι, αλλάχτε το παράλλο, περιττό εκείνο, διαγράφτε, καταργείστε, σβήστε… Τη μεγαλύτερη καταστροφή της γλώσσας την έκαναν οι γλωσσολόγοι. Από ακμαία και παραγωγική και πνευματογόνο την κατάντησαν στείρα οι νεκροθάφτες της γλώσσας.
Κι επειδή ο λόγος είναι βαρύς ας τον αποδείξουμε: Η Ελλάδα γέμισε γλωσσολόγους που φέρνουν από την Εσπερία και φυτεύουν εδώ όρους αδούλευτους και ανεπεξέργαστους που για τον Έλληνα δεν λένε απολύτως τίποτα. Π.χ κειμενικοί δείκτες, λεκτικές πράξεις, μορφήματα, αντώνυμα, τριβόμενα σύμφωνα, σύμπλοκα κλπ. κλπ. Γέμισε λοιπόν η Ελλάδα γλωσσολόγους. Πόσο όμως προήγαγαν την ελληνική γλώσσα; Φθάσαμε στο σημείο στις πανελλήνιες εξετάσεις το αρμόδιο υπουργείο να εξηγεί τις λέξεις πρόφαση και παραίνεση, γιατί κρίνει ότι ούτ’ αυτές γνωρίζουν οι υποψήφιοι τι σημαίνουν.
Και όμως ακόμα και σήμερα αν προσέξει κανείς απλοί άνθρωποι στα χωριά κυρίως, μιλούν καλά ελληνικά. Όπως εκείνοι που δεν είχαν κανόνες γλωσσικούς, ούτε πτώσεις, ούτε εγκλίσεις, ούτε φωνές, δηλ. οι αρχαίοι. Κι ούτε κάθονταν να ασχοληθούν και δεν ασχολούντο. Και όμως θαυμάζεις πλούτο γνώσεων, εκφράσεων χωρίς να τους διδάξει κανείς. Και σήμερα χρόνια στα σχολεία –δια βίου μάθηση σου λέει- με βιβλία, δασκάλους ειδικούς, με γραμματικές, με πανεπιστήμια, πτυχία και μεταπτυχιακά και διδακτορικά, κι εκείνο λάθος, τούτο σωστό, βγαίνουμε στούρνοι. Αφήστε πια που μπλοκάρουμε, βραχυκυκλώνουμε και λέμε ʺκατάθεση στεφάνου από την αυτού εξοχότης τον Πρόεδρο της Δημοκρατίαςʺ (Παλαιολόγεια 2017). Ή ανώτατος κυβερνητικός αξιωματούχος, ʺήρθε η ώρα να θρέψουμε τους καρπούςʺ (στα εγκαίνια της σήραγγας των Τεμπών). Ή χαρακτήρισε τη Μακεδονία κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Κοζάνη ʺενεργοβόροʺ αντί ενεργογόνο περιοχή, χώρια τα σκόπιμα ψέματα.
Ενώ ο απλός άνθρωπος, όταν κάτσει να σου διηγηθεί κάτι στο καφενείο, το διηγείται ελεύθερα. Δεν ακολουθεί κανόνες και συναρπάζει η διήγησή του. Αποδίδει τέλεια χωρίς να έχει την αίσθηση ούτε να καυχάται πως επιτελεί κάτι σπουδαίο και χωρίς να κυνηγάει εντυπώσεις. Σαν τους παλιούς οργανοπαίχτες και τραγουδιστές που κανένας δεν έλεγε ότι είναι καλλιτέχνης. Ενώ αυτοί κι αν ήσαν καλλιτέχνες. ʺΟψέςʺ μου είπε μια φορά ένας Κρητικός ʺαγκίνιαξα ένα βαρέλι κρασί απού τραγουδεί μοναχό του. Δέκα χρονώνε μαρουβάς. Και πού να κράξει κι ο πετεινός απάνω!ʺ Ούτε κανείς απ’ τους ανθρώπους των χωριών είπε ποτέ πως είναι επιστήμονας. Κι αυτοί κι αν ήσαν πανεπιστήμονες!
Και δεν δημιουργεί πια ο άνθρωπος, τα βρήκαμε όλα έτοιμα. Τώρα πια όλα τα κάνουν τα μηχανήματα, τα κομπιούτερ, τα ρομπότ. Και σχεδιάζουν και ζωγραφίζουν και γλυπτική κάνουν και ποίηση κι ό,τι θες. Κι αν κάνεις λάθος έτσι όπως γράφεις σε διορθώνουν. Κι όμως δεν μπορούμε να φτιάξουμε κάτι αληθινό, να περάσει μέσα του η ψυχή. Να αρθρώσουμε ένα λόγο ζωντανό, αβίαστο και καθαρό, χωρίς νά ’ναι χυμένος σε καλούπι. Από εκείνους που πλαταίνουν την ψυχή, τον νιώθεις, και σε κάνουν άλλον άνθρωπο.
(XIM)